Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Βίνσεντ βαν Γκογκ

 Ολλανδός ζωγράφος με περιπετειώδη βίο και τραγικό τέλος, που άσκησε τεράστια επιρροή στην τέχνη του 20ου αιώνα.

Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853 – 1890)

Ο Ολλανδός ζωγράφος Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent van Gogh) με τον περιπετειώδη βίο και το τραγικό τέλος είναι μια θρυλική μορφή στην ιστορία της τέχνης. Ενταγμένος από τους τεχνοκριτικούς στο κλίμα του μετα-ιμπρεσιονισμού, άσκησε με το έργο του τεράστια επιρροή στην τέχνη του 20ου αιώνα. Σταθερή αξία στο καλλιτεχνικό χρηματιστήριο με τις τιμές των έργων να είναι απλησίαστες, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του πούλησε μόνο ένα πίνακά του.

Η ζωή του

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1853 στο Ζίντερτ της Νότιας Ολλανδίας. Γιος πάστορα, δούλεψε, αρχικά, σε μια εταιρία εμπορίου πινάκων στη Χάγη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Στη συνέχεια έγινε δάσκαλος στην Αγγλία, ιεραπόστολος στους μεταλλωρύχους του Μπορινάζ, στο Βέλγιο, και τελικά, το 1880, ζωγράφος. Υπήρξε κατά βάση αυτοδίδακτος και μόνο ένας εξάδελφός του καλλιτέχνης, ο τοπιογράφος Άντον Μοβ, του έμαθε ορισμένα τεχνικά στοιχεία της ελαιογραφίας και της υδατογραφίας.


Το 1886 έφυγε από την Ολλανδία κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου κι έζησε μαζί με τον αδελφό του Τεό, έμπορο τέχνης και προστάτη καλλιτεχνών όπως ο Εμίλ Μπερνάρ, ο Εντγκάρ Ντεγκά, ο Πολ Γκογκέν, ο Ζορζ Σερά και ο Τουλούζ-Λοτρέκ.

Εντυπωσιασμένος από το έργο και την προσωπικότητα των ζωγράφων αυτών, ο Βαν Γκογκ συνέλαβε την ιδέα ενός «εργαστηρίου του Νότου», στο Αρλ, όπου θα δούλευαν από κοινού οι πρωτοπόροι καλλιτέχνες της εποχής. Το 1888, εγκαταστάθηκε πράγματι στο Αρλ, αλλά ο μόνος ζωγράφος που πείστηκε να τον ακολουθήσει ήταν ο Γκογκέν.

Ένας άγριος καυγάς ανάμεσα στους δυο τους προκάλεσε την πρώτη του κρίση τρέλας, κατά τη διάρκεια της οποίας έκοψε το αυτί του. Δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1890 αυτοκτόνησε, έχοντας πουλήσει έναν μόνο πίνακα σε όλη του τη ζωή!

Το έργο του

Μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε 2.100 πίνακες, μεταξύ αυτών και 860 ελαιογραφίες, τις πιο πολλές στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Το έργο του περιλαμβάνει τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες.

Τα έργα της ολλανδικής περιόδου του (1880-1886) είναι βαριά, με χρώματα πλούσια αλλά σε χαμηλούς τόνους και με όχι ιδιαίτερη εκλέπτυνση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της τέχνης του της πρώτης αυτής περιόδου είναι ο πίνακας «Οι πατατοφάγοι».

Όταν, στο Παρίσι, ήρθε σε επαφή με τους άλλους νεωτεριστές ζωγράφους της εποχής, τις γιαπωνέζικες στάμπες και τα έργα μεγάλων κολοριστών του παρελθόντος όπως ο Ντελακρουά, το ύφος του άλλαξε ριζικά, για να καταλήξει στα εκθαμβωτικά χρώματα και τις παχιές, ξέφρενες πινελιές της περιόδου του Αρλ.

Τα δυόμισι τελευταία χρόνια της ζωής του ζωγράφισε εκατοντάδες πίνακες, ανάμεσα στους οποίους και τα πασίγνωστα έργα του «Αυτοπροσωπογραφία», «Ηλιοτρόπια», «Νύχτα με άστρα» κ.ά. Οι υδατογραφίες του και τα σχέδιά του χαρακτηρίζονται από ανάλογη ένταση και παρουσιάζουν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον.

Τα γράμματα που έγραψε στον αδελφό του Τεό (στα ελληνικά «Βαν Γκογκ: Γράμματα στον αδελφό μου Θεόδωρο», από τις εκδόσεις Γκοβόστη) αποτελούν όχι μόνο ένα σημαντικό ντοκουμέντο για την τέχνη της εποχής του, αλλά και αξιόλογα από κάθε άποψη λογοτεχνικά κείμενα.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2044

Πέτερ φον Ες: Ο ζωγράφος της Ελληνικής Επανάστασης

 Γερμανός ζωγράφος, γνωστός για τα έργα του που αναπαριστούν σκηνές από τους Ναπολεόντιους Πολέμους και την Ελληνική Επανάσταση.

Πέτερ φον Ες (1792 – 1871)

Ο Πέτερ φον Ες (Peter Von Hess) ήταν γερμανός ζωγράφος, γνωστός για τα έργα του που αναπαριστούν σκηνές από τους Ναπολεόντιους Πολέμους και την Ελληνική Επανάσταση. Οι πίνακές του «Η μάχη του Αρσί» (1817) και «Ο καταυλισμός του αυστριακού στρατού» (1823) θεωρούνται από την κριτική ως οι κορυφαίες στιγμές της καριέρας του.

Ο Πέτερ φον Ες γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1792 στο Ντίσελντορφ της τότε Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον πατέρα του Έρνστ Ες που ήταν χαλκογράφος και το 1806 έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Βίλχελμ φον Κόμπελ.

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντιων Πολέμων υπηρέτησε τη θητεία του στο επιτελείο του στρατηγού Καρλ Φίλιπ φον Βρέντε, ο οποίος ηγείτο των δυνάμεων της Βαυαρίας στον συμμαχικό στρατό κατά του Ναπολέοντα. Εκτός από την πολεμική εμπειρία που αποκόμισε, δημιούργησε πλήθος σκίτσων, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για τις μετέπειτα ελαιογραφίες του. Το 1818 επισκέφθηκε την Ιταλία, όπου ζωγράφισε πίνακες με τοπία και σκηνές από την ιταλική ζωή και παρέμεινε για λίγο στη Νάπολη μαζί με μια ομάδα Βαυαρών καλλιτεχνών.

Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, 1835, Νέα Εθνική Πινακοθήκη Μονάχου
Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, 1835, Νέα Εθνική Πινακοθήκη Μονάχου
Ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α’, που ήταν θαυμαστής του έργου του, του ανέθεσε την αποστολή να συνοδεύσει τον γιο του Όθωνα στην Ελλάδα και να απαθανατίσει τα σημαντικότερα γεγονότα από την άφιξή του, καθώς και σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση.

Πράγματι, ο Ες ακολούθησε τον πρώτο βασιλιά του ελληνικού κράτους και ζωγράφισε την υποδοχή του στο Ναύπλιο και την Αθήνα. Έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και μελέτησε τους τόπους όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της Επανάστασης, τα τρόπαια των μαχών, τα ερείπια, γνώρισε προσωπικά τους ήρωες της Παλιγγενεσίας και ζωγράφισε πίνακες που συγκινούν για την αλήθεια τους.

Μετά την επάνοδό του στο Μόναχο, ο Ες διακόσμησε με τοιχογραφίες τη Στοά που ανήγειρε ο Λουδοβίκος με θέματα από την Ελληνική Επανάσταση. Όταν αργότερα κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, διακόσμησε με αντίγραφα αυτών των παραστάσεων την κεντρική αίθουσα των ανακτόρων του Όθωνα (σημερινό κτίριο της Βουλής). Τα έργα όμως αυτά καταστράφηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά της 24ης Δεκεμβρίου 1909 και αυτά που απέμειναν αφαιρέθηκαν κατά τη διαρρύθμιση των ανακτόρων.

Το 1839 ο Ες κλήθηκε από τον τσάρο Νικόλαο Α’ να διακοσμήσει τα Χειμερινά Ανάκτορα στην Αγία Πετρούπολη, με θέματα από την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πολλά βραβεία και με τίτλο ευγενείας, εξ ου και το «φον» πριν από το επώνυμό του.

Ο Πέτερ φον Ες πέθανε στις 4 Απριλίου 1871 στο Μόναχο, σε ηλικία 78 ετών. Την καλλιτεχνική του διαδρομή ακολούθησαν οι δυο γιοι του Μαξ και Όιχεν.

Πολλοί από τους πίνακές του βρίσκονται στην Πινακοθήκη του Μονάχου. Αντίγραφα των πινάκων του με θέματα από την Ελληνική Επανάσταση βρίσκονται στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας. Τα φιλοτέχνησε επί τόπου ο ζωγράφος Νικόλαος Φερεκύδης, το 1900, με εντολή του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Στέφανου Στρέιτ.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2043

© SanSimera.gr





Ρένα Βλαχοπούλου: Η «Κόμισσα της Κέρκυρας»

 Ανεπανάληπτη κωμικός, ταλαντούχα σόουγουμαν και εξαιρετική τραγουδίστρια. Αποκλήθηκε «βασίλισσα της τζαζ», ενώ διακρίθηκε στην επιθεώρηση και το κινηματογραφικό μιούζικαλ.

Ρένα Βλαχοπούλου (1923 – 2004)

Η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μία ανεπανάληπτη κωμικός, ταλαντούχα σόουγουμαν και εξαιρετική τραγουδίστρια. Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα και σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου της γένετειράς της, όπου έκανε και τις πρώτες της εμφανίσεις.

Ανήλικη ακόμη, σε ηλικία δεκαέξι ετών, πρωτοδούλεψε ως επαγγελματίας σε ζαχαροπλαστείο στη Σπιανάδα. Εκεί, το καλοκαίρι του 1938 γνώρισε τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου, με τον οποίο παντρεύτηκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, παρουσία λίγων φίλων.

Το 1939 κατέβηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, όπου την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη.

Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου έπαιξε με τις αδελφές Καλουτά και τραγούδησε ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο.

Η ανάδειξή της σε «βασίλισσα της τζαζ» και τα πρώτα της βήματα στο θέατρο ως ηθοποιός

Το χειμώνας του 1940 η Ρένα Βλαχοπούλου έχασε και τους δύο γονείς της, κατά το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. Μεσούσης της Κατοχής, το 1942, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Γιάννη Κωστόπουλο, γόνο καλής οικογένειας των Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που πρωτοτραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη».

Το 1946 έδωσε τέλος στο δεύτερο γάμο της κι ενώ είχε ήδη αναδειχθεί σε «βασίλισσα της τζαζ», δέχθηκε ν’ ακολουθήσει τον Σπάρτακο σε περιοδεία, στην Κύπρο, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Αμερική. Η πολυγλωσσία της – αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά – και η πολύ καλή προφορά της ήταν τα μεγάλα της πλεονεκτήματα.

Το καλοκαίρι του 1951 επέστρεψε στην Αθήνα, κάνοντας την πρώτη της επανεμφάνιση στο θέατρο «Σαμαρτζή», στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», πλάι στους Άννα και Μαρία ΚαλουτάΝίκο ΣταυρίδηΟρέστη Μακρή και Κούλη Στολίγκα. Το χειμώνα, κατόπιν πρόσκλησης τούρκου παραγωγού, συμμετείχε την ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», στην οποία επανέλαβε το «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Σπάρτακου. Η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα.

Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός. Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεώρηση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά».

Το καλοκαίρι του 1954 πήρε για πρώτη φορά θεατρικό ρόλο, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα», δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη, με το νούμερο «Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Η πρόταση ήταν της Σοφίας Βέμπο. Τα κείμενα υπέγραφαν οι Μίμης Τραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος, τη μουσική ο Μενέλαος Θεοφανίδης και τη χορογραφία ο Γιάννης Φλερύ και η Αλίκη Βέμπο.

Καριέρα στον κινηματογράφο

Το 1956 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη.

Ορόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν η συμμετοχή της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», έγινε αφορμή να την προσέξει ο Γιάννης Δαλιανίδης και να την κάνει πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963). Μάλιστα ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Ορισμένες από τις ταινίες της Ρένας Βλαχοπούλου που ξεχωρίζουν: «Κάτι να καίει» (1963), «Ένα κορίτσι για δύο» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτη»ς (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Ραντεβού στον αέρα» (1966), «Βίβα Ρένα» (1967), «Η ζηλιάρα» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Μια τρελλή, τρελλή σαραντάρα» (1970), «Ζητείται επειγόντως γαμπρό»ς (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972).

Παράλληλα με την κινηματογραφική της καριέρα, συνέχισε τη σταδιοδρομία της στο θέατρο και στο τραγούδι. Το 1959 εμφανίστηκε στο Α’ Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, μ’ ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση και του Θάνου Σοφού, το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας». Την επόμενη χρονιά, τραγούδησε ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή το «Πρώτο χελιδόνι». Με την αυγή της δεκαετίας του ’60, είχε μοιραστεί στα τρία: τα πρωινά ηχογραφήσεις και συνεργασίες με το ΕΙΡ (τραγούδια των ΧατζιδάκιΠλέσσαΜουζάκηΜωράκηΑττίκ, Σπάθη, Ιακωβίδη, Κατσαρού), το βράδυ θέατρο και μετά την παράσταση, εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα.

Το καλοκαίρι του 1966 συγκρότησε θίασο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Βογιατζή, ενώ το καλοκαίρι του 1967 ηγήθηκε του θιάσου Βλαχοπούλου - Κωνσταντίνου - Σαπουντζάκη, που ανέβασε τη «Λουλουδιασμένη Αθήνα». Την ίδια χρονιά έκανε και τον τρίτο γάμο της, με τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη.

Το 1976 ξεκίνησε καριέρα και στην τηλεόραση, πρωταγωνιστώντας στην τηλεοπτική σειρά του Αλέκου Σακελάριου «Μια Αθηναία στην Αθήνα», ενώ τελευταίες εμφανίσεις της στη μικρή οθόνη ήταν οι «Μάμα Μία» και «Μάλιστα Κύριε».

Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο «Μπρόντγουεϊ», ενώ το 2003 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

Η Ρένα Βλαχοπούλου έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιουλίου του 2004 και η κηδεία της έγινε δύο ημέρες μετά στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών. Στις 23 Δεκεμβρίου 2023 τα οστά της μεταφέρθηκαν στη γεννέτειρά της, την Κέρκυρα.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/116

Μίλτος Σαχτούρης

 Σημαντικός νεοέλληνας ποιητής. Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου.

Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005)

Σημαντικός νεοέλληνας ποιητής. Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου.

Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του '21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μιλτιάδη Σαχτούρη. «Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.

Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Ελληνικά», «Τραμ», «Το Δέντρο», «Η Λέξη» και «Νέα Εστία».

Το έργο του καθαρά ποιητικό και έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.

Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου. Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής. Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη. Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό».

Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

Εργογραφία

  • Ποιήματα 1945 - 1971 («Κέδρος»)
  • Ποιήματα 1980 - 1998 («Κέδρος»)

Δισκογραφία

  • O Mίλτος Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη (Διόνυσος 1977)

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/104

Η καταδρομική επιχείριση του Κανάρη στην Αίγυπτο

 Τον Ιούλιο του 1825 ο Ιμπραήμ είχε πατήσει για τα καλά το πόδι του στον Μοριά και σημείωνε τη μία επιτυχία μετά την άλλη απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Την εποχή εκείνη, ο Κωνσταντίνος Κανάρης σκέφτηκε ένα παράτολμο σχέδιο...


Τον Ιούλιο του 1825 ο Ιμπραήμ είχε πατήσει για τα καλά το πόδι του στον Μοριά και σημείωνε τη μία επιτυχία μετά την άλλη απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Την εποχή εκείνη, ο Κωνσταντίνος Κανάρης σκέφτηκε ένα παράτολμο σχέδιο ως αντιπερισπασμό προς τον Αιγύπτιο πολέμαρχο: να εκστρατεύσει στην πατρίδα του και να κάψει τον αιγυπτιακό στόλο, που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μπροστά από το παλάτι του πατέρα του Μοχάμετ Άλι.

Το σχέδιο του κοινοποιήθηκε στους προύχοντες της Ύδρας Μανώλη Τομπάζη, Λάζαρο Κουντουριώτη και Αντώνιο Κριεζή, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να το θέσουν σε εφαρμογή. Με πάσα μυστικότητα για τον φόβο των κατασκόπων, ετοιμάστηκαν τρία πυρπολικά, ένα για τον Κανάρη, ένα για τον Αντώνιο Βώκο και το άλλο για τον Μανώλη Μπούτη, Τα πυρπολικά θα συνοδεύονταν από τα μεγάλα πλοία του Κριεζή και του Τομπάζη, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα της επιχείρησης.

Ο στολίσκος απέπλευσε από την Ύδρα στις 23 Ιουλίου 1825 και στις 29 Ιουλίου βρισκόταν έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Αμέσως, ο Τομπάζης συγκάλεσε σύσκεψη στο πλοίο του και αποφασίσθηκε τα μεν πλοία να παραμείνουν έξω από το λιμάνι, όσο το δυνατόν αφανή από τα παρατηρήρια του εχθρού, τα δεν πυρπολικά να εισδύσουν στο λιμάνι και αφού επιτελέσουν το έργο τους οι πυρπολητές να επιστρέψουν με τις λέμβους στα πλοία. Στους πυρπολητές δόθηκαν σαφείς εντολές να μην βλάψουν σκάφη με ξένη σημαία.

Το σχέδιο πήγε από την αρχή στραβά. Ο Κανάρης όρμησε πρώτος με το πυρπολικό του και άφησε αρκετά πίσω τους Βώκο και Μπούτη. Μέχρι να συνεννοηθούν για να εισέλθουν και οι τρεις ταυτόχρονα στο λιμάνι, είχαν παρέλθει πολύτιμες ώρες. Ο ήλιος άρχισε να δύει, όταν ο Κανάρης αποφάσισε να ενεργήσει μόνος και στράφηκε με το πυρπολικό του προς το λιμάνι. Όμως, για κακή του τύχη τον αντιλήφθηκε ο πλοηγός του λιμανιού και αφού διαπίστωσε ότι δεν ήταν εμπορικό, αλλά εχθρικό πλοίο, προσπάθησε να κάνει ανεπιτυχώς ρεσάλτο στο πλοίο του Κανάρη και να το εμποδίσει να εισέλθει στο λιμάνι.

Ο Κανάρης γνώριζε τη διάταξη του λιμανιού της Αλεξάνδρειας από παλαιότερα ταξίδια του και κατηύθυνε το πυρπολικό του προς την αποβάθρα των ανακτόρων του Μοχάμετ Άλι, μπροστά από την οποία ήταν ελλιμενισμένες μεγάλες φρεγάτες και η ναυαρχίδα του στόλου. Όμως, ο άνεμος μεταβλήθηκε ξαφνικά κι έπαψε να είναι ευνοϊκός για τον θρυλικό ναυμάχο. Το πυρπολικό του δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. Εν τω μεταξύ, είχε γίνει αντιληπτό από τους Αιγυπτίους, που εκινούντο προς αντιμετώπισή του.

Ο Κανάρης, ευρισκόμενος πλέον σε δύσκολη θέση, άναψε το πυρπολικό και προσπάθησε να το ρίξει πάνω σ’ ένα επισκευαζόμενο αιγυπτιακό δίκροτο. Με τους άνδρες του επιβιβάσθηκε στη συνοδευτική λέμβο για εξέλθει από το λιμάνι. Το πυρπολικό δεν βρήκε στόχο, αφού το αιγυπτιακό πλοίο έλυσε κάβους και απομακρύνθηκε, ενώ η λέμβος του δεχόταν καταιγιστικά πυρά από τον εχθρό. Βαλλόμενη ακατάπαυστα κατόρθωσε να φθάσει στο στόμιο του λιμανιού, όπου συνάντησε τον Βώκο με το πυρπολικό του, ενώ ο Μπούτης παρέμενε έξω από το λιμάνι. Από τη δραματική επιχείρηση διαφυγής του Κανάρη σκοτώθηκαν δύο μέλη του πληρώματός του, οι Παντελής Τζιτζάς και Ιωάννης Χούντας και τραυματίσθηκαν πέντε, οι Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Αγγελής Γκλάβας, Νικόλαος Δήμου, Γεώργιος Ψαριανός και Νικόλαος Μανιάτης.

Ο Μοχάμετ Άλι αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την επιθετική ενέργεια του ελληνικού πυρπολικού, διέταξε τα πλοία του να καταδιώξουν τον ελληνικό στολίστο, ενώ ο ίδιος επιβιβάσθηκε σε μία κορβέτα και ανοίχτηκε στο πέλαγος. Όμως, τα ελληνικά πλοία είχαν προλάβει να απομακρυνθούν. Στις 18 Αυγούστου 1825 επέστρεψαν στην Ύδρα, όπου τους επιφυλάχθηκε υποδοχή ηρώων.

Το γεγονός προξένησε αίσθηση και θαυμασμό για τον Κωνσταντίνο Κανάρη στα ευρωπαϊκά κέντρα. Γάλλοι φιλέλληνες εξεγέρθηκαν, όταν εγράφη ότι στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας γαλλικό πολεμικό πλοίο (μπρίκι) κανονιοβόλησε το πυρπολικό του Κανάρη. Ο γάλλος υπουργός Βιλέλ αναγκάσθηκε να προβεί σε διάψευση του συμβάντος ενώπιον της Βουλής.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/953

Μίκης Θεοδωράκης: Ένα σύμβολο της νεότερης Ελλάδας

 Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.

Μίκης Θεοδωράκης (1925 – 2021)

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).


Οι πρώτες συνθέσεις και τα πρώτα ποιήματα

Ο Μικης Θεοδωράκης σε νεαρή ηλικία
Ο Μικης Θεοδωράκης σε νεαρή ηλικία
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.

Η μελοποίηση του “Επιτάφιου” του Γιάννη Ρίτσου

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Κατράκη
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Κατράκη
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (ΣεφέρηςΕλύτηςΡίτσος κ.ά.).

Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Σύμβολο για τους αγωνιστές ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα

Η συνέντευξη Τύπου στην οποία αναφέρθηκε στον Καραμανλή και τα τανκς στις 3 Οκτωβρίου 1974. Διακρίνονται επίσης Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μητσιάς, Πέτρος Πανδής
Η συνέντευξη Τύπου στην οποία αναφέρθηκε στον Καραμανλή και τα τανκς στις 3 Οκτωβρίου 1974. Διακρίνονται επίσης Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μητσιάς, Πέτρος Πανδής
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα. Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Στην εξηντάχρονη καριέρα του έγραψε πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 96 ετών.

Οπτικογραφήματα

ΟπΈλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης: Μίκης Θεοδωράκης (Ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ)

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/899

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ