Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Μουσική Παρασκευή - Σήφης Κοκολάκης ~ Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος



Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Χριστόδουλος [κατά κόσμον Χρήστος Παρασκευαΐδης], Εθνάρχης των Ορθόδοξων Ελλήνων, Θεολόγος, που εκλέχθηκε και διατέλεσε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού και στη συνέχεια 19ος στη σειρά Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος , μετά την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, του ανώτατου θεσμικού οργάνου διοικήσεως, καθώς και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, γεννήθηκε λίγο πριν από τις 6.30 το πρωί της 17ης Ιανουαρίου 1939 ανήμερα του Αγίου Αντωνίου, στο μαιευτήριο «Έλενα Βενιζέλου» στην Αθήνα και πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2008 στις 5.15 τα ξημερώματα στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό Αττικής, από καρκίνο του ήπατος.

Η εξόδιος ακολουθία του τελέστηκε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008 στις 10:00 το πρωί, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Μετά το πέρας της νεκρώσιμης ακολουθίας η σορός του τοποθετήθηκε επί κιλλίβαντος πυροβόλου και η πομπή κατέληξε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή της. Ο Μακαριστός Χριστόδουλος τάφηκε σε χώρο που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, που βρίσκεται δίπλα στον τάφο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα.


Βιογραφία

Η οικογένεια Παρασκευαΐδη ήταν προσφυγική με καταγωγή από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, κι εγκαταστάθηκε σε οικία στην οδό Θεμιστοκλέους στην Ξάνθη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Ο Χρήστος Παρασκευαΐδης ήταν γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη και της Βασιλικής που ήταν δασκάλα και βαθιά Ορθόδοξη Χριστιανή. Ο Χρήστος είχε έναν αδελφό, τον Ιωάννη Παρασκευαΐδη, δεκατρία χρόνια μεγαλύτερο του, καθώς μετά τη γέννηση του Ιωάννη οι γονείς τους έχασαν, πριν τη γέννηση του Χριστόδουλου, τρία παιδιά, είτε στη γέννα είτε πολύ μωρά. Έτσι, η μητέρα του Βασιλική, όταν έμεινε έγκυος, επέλεξε μαζί με το σύζυγο της να γεννήσει στην Αθήνα, ώστε το μωρό να έχει περισσότερες δυνατότητες να επιζήσει.

Το 1941, μετά την επίθεση που δέχθηκε η Ελλάδα από τις δυνάμεις του Άξονα, η οικογένεια Παρασκευαΐδη μετακόμισε από την Ξάνθη και εγκαταστάθηκε στη συνοικία της Κυψέλης στην Αθήνα. Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου και την απελευθέρωση της Ελλάδος ο Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης επέστρεψε στην Ξάνθη, καθώς διορίστηκε Δήμαρχος της πόλεως, όμως η σύζυγος του μαζί με τα δύο παιδιά τους παρέμεινε στην Αθήνα. Η οικογένεια επανενώθηκε το 1949, όταν ο Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης επέστρεψε στην Αθήνα, μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στο Δήμο Ξάνθης.

Σπουδές

Οι γονείς του Χρήστου Παρασκευαΐδη του παρείχαν όλα τα μέσα προκειμένου να αποκτήσει ικανή μόρφωση. Ο Χρήστος μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο «Κοραής» και παρακολούθησε τα μαθήματα της Μέσης εκπαιδεύσεως στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης, με την οικονομική συνδρομή του πατέρα του καθώς και του μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος εργάζονταν στο Υπουργείο Παιδείας. Ο Χρήστος Παρασκευαΐδης αποφοίτησε από το Λεόντειο Λύκειο με άριστα. Εισήχθη και σπούδασε στη Νομική σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως ήταν η επιθυμία του πατέρα του που θεωρούσε ότι ο Χρήστος είχε τις δυνατότητες να διαπρέψει ως Ακαδημαϊκός και Νομικός, από την οποία αποφοίτησε το 1962 αριστούχος.

Στη συνέχεια, παρά τη θέληση του πατέρα του αλλά με τη συγκατάθεση της μητέρας του, παρακολούθησε τα μαθήματα της Θεολογικής σχολής Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1967 επίσης με άριστα, ενώ παράλληλα σπούδασε Ρωμαίικη Μουσική στο Ωδείο Αθηνών, όπου είχε δάσκαλο τον Σπυρίδωνα Περιστέρη, Πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού ναού Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε την εναίσιμο διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», η οποία έκτοτε παραμένει η μοναδική επιστημονική αναφορά στο ζήτημα, και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου. Υπήρξε πτυχιούχος κάτοχος της γαλλικής, την οποία διδάχθηκε ως μητρική γλώσσα στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων, και αγγλικής γλώσσας, ικανός γνώστης της ιταλικής, της γερμανικής και της Ρωσικής γλώσσας.

Εκκλησιαστική διαδρομή

Το 1957, ως ψάλτης και υπεύθυνος των κατηχητικών σχολείων για μικρότερα παιδιά, στον Ιερό ναό της Αγίας Ζώνης Κυψέλης συνάντησε τον τότε διάκονο Καλλίνικο Καρούσο, μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος ιερουργούσε στο ναό, μέσω του οποίου γνωρίστηκε με τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Το 1958 οι τρεις τους ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές δραστηριότητες καθώς και με την οργάνωση κατηχητικών σχολείων και εγκαταβίωσαν σε διαμέρισμα που τους παραχώρησαν ευλαβείς πιστοί, στην οδό Στέντορος 4 στο Παγκράτι. Σύμφωνα με όσα έχει γράψει ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Λενής«....Τα χρόνια τότε περνούσαν φτωχικά μεν, πλήν όμως και όμορφα καί γρήγορα! Με τον αείμνηστο Χρήστο Παρασκευαΐδη τα χρόνια εκείνα μαγειρεύαμε το φαγητό για την Αδελφότητα, επλέναμε στη σκάφη τα ρούχα μας, τα σεντόνια μας κλπ, κάνοντας δηλ. την ἀγνωστη σήμερα «μπουγάδα» με τη σκάφη, χρησιμοποιούσαμε την «αλυσίβα» (δηλ. βρασμένο νερό με ένα σακκουλάκι στάκτης για τα ασπρόρρουχα) και το λουλάκι, σφουγγαρίζαμε το Μοναστήρι μας, απλώναμε στα σύρματα, στεγνώναμε και σιδερώναμε τα ρούχα μας, παραδίδαμε ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές του Γυμνασίου και όλα αυτά με περισσή ἀγάπη και ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό, ὠστε να αντιμετωπίζουμε ή να συμπληρώνουμε τα έξοδα της διαβιώσεώς μας.....».

Οι τρεις τους δεσμεύτηκαν ενώπιον της εικόνας της Παναγίας της Χρυσοπηγής στην ομώνυμη Μονή που βρίσκεται στην Άνω Δίβρη του νομού Ηλείας να παραμείνουν πάντοτε ενωμένοι και το 1961 αναχώρησαν για τη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων. Εκεί ο Χρήστος Παρασκευαΐδης εκάρη μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 από τον Επίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο και του δόθηκε το εκκλησιαστικό όνομα Χριστόδουλος, όπως επέλεξε ο πνευματικός του πατέρας μετέπειτα Μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος Καρούσος. Ο Χριστόδουλος στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονήθηκε διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Κόρινθο. Το 1964 μαζί με τους συνεργάτες του στην αδελφότητα «Χρυσοπηγή», δημιούργησαν το «Σύνδεσμο Αγάπης ο Ιερός Χρυσόστομος», στην οδό Πυργοτέλους 3 στο Παγκράτι, με τον οποίο ανέπτυξαν φιλανθρωπική και ιεραποστολική διακονία.

Το 1965, όταν ο Χριστόδουλος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος με το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη, τοποθετήθηκε επί ένα έτος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην περφιοχή Ασύρματος στον Άγιο Δημήτριο, το Μπραχάμι Αττικής. Το 1966 τοποθετήθηκε ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου [Παναγίτσα] στο Παλαιό Φάληρο, όπου παρέμεινε μέχρι την εκλογή του ως Μητροπολίτου. Το 1967, μετά από γραπτές εξετάσεις επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α' του Κοτσώνη και στη συνέχεια, για μικρό χρονικό διάστημα, ως αρχιγραμματέας επί του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα. Ενδιαμέσως, στις 18 Ιανουαρίου 1973, με τους μετέπειτα Μητροπολίτες Καλλίνικο Καρούσο Πειραιώς και Αθανάσιο Λενή Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, ίδρυσαν στο Καπανδρίτι το πρώτο Συνοδικό Μοναστήρι στην Ελλάδα, αυτό της Παναγίας της Χρυσοπηγής το οποίο υπαγόταν απ' ευθείας στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Μητροπολίτης Δημητριάδος & Αλμυρού

Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία μόλις 35 ετών, κι έγινε ο νεότερος της Ιεραρχίας, ενώ η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974. Στη διάρκεια της θητείας του ίδρυσε το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και το Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας. Καθιέρωσε κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά, στέκι για τη νεολαία, το ραδιοφωνικό σταθμό «Ορθόδοξη Μαρτυρία», τον πρώτο για Μητρόπολη της Ελληνικής επαρχίας, και ιδιωτικό σχολείο της Μητροπόλεως. Χορήγησε υποτροφίες και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό, λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσης και θεμελίωσε ένα συγκρότημα σε έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο, όπου εκτός από τα γραφεία της Μητροπόλεως λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Όταν ανέλαβε τη Μητρόπολη στο δυναμικό της υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε είχαν φτάσει τους ογδόντα.

Στις 28 Ιουνίου 1984, με ψήφισμα του το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Βόλου με αφορμή ένα άρθρο του Χριστόδουλου το οποίο δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο, τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη και τον κατήγγειλε ότι είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ' αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών». Το 1987 ανέλαβε την εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ζήτημα της Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης της κυβερνήσεως του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Χριστόδουλος ήταν ομιλητής στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας τον όρισε εκπρόσωπο στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος

Το 1998, μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα, τρείς ήταν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι: ο Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο Θηβών Ιερώνυμος και ο τότε Αλεξανδρουπόλεως και μετέπειτα Θεσσαλονίκης Άνθιμος. Στις 28 Απριλίου του ίδιου χρόνου ο από Δημητριάδος και Αλμυρού Χριστόδουλος, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, με μεγάλη πλειοψηφία. Το βράδυ της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, με την ιδιότητα του πνευματικού πατέρα του δήλωσε: «η αποστολή μου τελείωσε εδώ». Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα οι σχέσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο δεν υπήρξαν ανέφελες και ο Καλλίνικος είπε σχετικά. «...Η σχέση μας με τον Χριστόδουλο είναι όπως του πατέρα με το παιδί που παντρεύεται. Ο γιος λοιπόν δεν επιθυμεί την παρέμβαση του γονιού και αντιδρά. Ο πατέρας όμως έχει συνήθως δίκιο....». Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Λενής σε άρθρο του την επομένη της εκλογής του Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος γράφει: «...στο κάστρο της εκκλησίας στέκεται πλέον όρθιος επί των επάλξεων γενναίος στρατηγός. Κανόνι μεγάλου διαμετρήματος και μεγάλου βεληνεκούς. Καιρός λοιπόν να σιγήσουμε εμείς τα λιανοντούφεκα και τα καριοφίλια».

Η ενθρόνιση του Χριστόδουλου τελέστηκε στις 9 Μαΐου 1998 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και η προσωπικότητα του προκάλεσε εντύπωση στο λαό από τη στιγμή που άρχισε να διαβάζει τον «επιβατήριο» λόγο του. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αμέσως μετά την εκλογή του στο Θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών επισκέφθηκε το Βόλο και απευθυνόμενος στον τότε πρωτοσύγκελο αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Κουμαριανό, του είπε: «Παιδί μου, Θεόκλητε, σε εσένα αφήνω τη Μητρόπολη.». Η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου βρήκε αντίθετο τον Μητροπολίτη Καλλίνικο, ο οποίος εκδήλωσε δημόσια την αντίθεσή του, καθώς ο Θεόκλητος το 1974 είχε ενταχθεί στους κόλπους της αδελφότητας Χρυσοπηγή, όμως τέσσερις μήνες αργότερα την εγκατέλειψε. «Τον έδιωξα διότι ήταν ακατάλληλος από τότε», είπε ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, που θεωρούσε τον Θεοκλητο Κουμαριανό μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, ως το «μαύρο πρόβατο της αυλής του αρχιεπισκόπου».

Ως αρχιεπίσκοπος κάλεσε τη νεολαία να πλησιάσει την Εκκλησία «όπως είναι, ακόμη και με το σκουλαρίκι», ζητούσε συγγνώμη από τους νέους για όσα δεν έγιναν από τους μεγαλύτερους, ενώ ασχολήθηκε με την αναζωογόνηση όλων των υπηρεσιών της Εκκλησίας και κυρίως του φιλανθρωπικού τομέα. Ίδρυσε νέους οργανισμούς υπηρεσιών οι οποίοι καλύπτουν τομείς, όπως τη βιοηθική, την μέριμνα για τους τοξικομανείς, την κακοποιημένη γυναίκα και την άγαμη μητέρα. Ίδρυσε τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Αλληλεγγύη», μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε παρέμβαση με ανθρωπιστική βοήθεια, σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και την υπηρεσία Διαδικτύου της Εκκλησίας, δημιουργώντας ψηφιακή βιβλιοθήκη σε 9 γλώσσες, πινακοθήκη, μουσικοθήκη και πύλη πολιτιστικών ειδήσεων στην Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα.

Αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες

Στις 8 Μαΐου 2000, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με το νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ενώ αναφέρθηκε και σε μια σειρά από ζητήμτα που αφορούσαν τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, μεταξύ τους ο πολιτικός γάμος και ο πολιτικός όρκος. Στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων με απόφαση της έκρινε ότι το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες των πολιτών. Ο Χριστόδουλος αντιτάχθηκε στην απόφαση και δήλωσε ότι πρόκειται για «....νεο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σα σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, θέση που προκάλεσε την ανταλλαγή βαρέων φράσεων και χαρακτηρισμών.

Μιλώντας στη Βουλή στις 24 Μαΐου, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης δήλωσε αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος, ενώ η Ιερά Σύνοδος αντέδρασε με τη διοργάνωση δύο συγκεντρώσεων, αρχικά στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και στη συνέχεια στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου, ενώ αποφάσισε τη συλλογή υπογραφών με στόχο τη διενέργεια δημοψηφίσματος, με την ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων. Η προσπάθεια ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000 και στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές στον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, όμως το αίτημα για δημοψήφισμα απορρίφθηκε. Ο Κώστας Καραμανλής, τότε επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, συνυπέγραψε στις 24 Σεπτεμβρίου 2000, όμως όταν επικράτησε στις εκλογές το κόμμα «Νέα Δημοκρατία» και ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός δεν άνοιξε σχετική διαδικασία.

Η σχέση του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Στις 28 Ιουλίου 2003 η Αρχιεπισκοπή Αθηνών παρέλαβε επιστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία διατυπωνόταν επίσημα το αίτημα για αποστολή προς έγκριση του καταλόγου των εκλόγιμων αρχιμανδριτών για τη χηρεύουσα Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τήρηση των όρων της Πατριαρχικής Πράξης του 1928 και ειδικά του 5ου όρου που αφορά την αποστολή του καταλόγου. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έλαβε απόφαση να αποστείλει τον κατάλογο των εκλογίμων προς απλή ενημέρωση και όχι προς έγκριση μαζί με μια πολυσέλιδη επιστολή, στην οποία παρατίθενται με νομικά επιχειρήματα οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 31 Μαρτίου 2004 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποφασίζει να εγκρίνει τον κατάλογο των υποψηφίων, αρκεί να τηρηθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στις 26 Απριλίου του ίδιου χρόνου συγκλήθηκε εκτάκτως η Ιεραρχία της εκκλησίας της Ελλάδος και στην πρόταση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για άμεση διενέργεια εκλογών στις χηρεύουσες μητροπόλεις των Νέων Χωρών 35 ιεράρχες ψήφισαν υπέρ, 23 κατά, οκτώ λευκό και πέντε «επέχω», ενώ κάποιοι αποχώρησαν από τη συνεδρίαση. Τελικά εκλέχθηκαν τρεις μητροπολίτες στις Νέες Χώρες.

Στις 30 Απριλίου, συνεδρίασε η Διευρυμένη Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη συμμετοχή 41 ιεραρχών από την Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Η Διευρυμένη Σύνοδος επέβαλε στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «διακοπή της κοινωνίας», διευκρινίζοντάς του ότι δεν θα μπορεί να έρχεται σε κοινωνία με τον Πατριάρχη, ούτε με τους κληρικούς και τους μοναχούς που υπάγονται στη Μητέρα Εκκλησία, ενώ τον διέγραψε από τα Δίπτυχα και θεώρησε άκυρες τις εκλογές στις τρεις μητροπόλεις των Νέων Χωρών. Παράλληα το Πατριαρχείο προειδοποίησε ότι αν συνεχιστεί η «κανονική ανωμαλία» όπως την αποκάλεσε, θα αναγκαστεί να άρει την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928. Η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου, μεσολάβησε για την επίλυση του προβλήματος και στις 28 Μαϊου συνεδρίασε εκτάκτως η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας και δηλώθηκε σεβασμός στην Πράξη του 1928. Στις 4 Ιουνίου η Διευρυμένη και Ενδημούσα Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνέρχεται στην Κωνσταντινούπολη και προσώρησε στη διακοπή κοινωνίας που επέβαλε η προηγούμενη στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Δύο χρόνια αργότερα δεκατρείς μητροπολίτες της ελλαδικής εκκλησίας αντέδρασαν σε διατάξεις του νομοσχεδίου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη, στέλνοντας επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη και ζητώντας την παρέμβαση του.

Επίσκεψη του Πάπα

Το 2001 άρχισε να διαφαίνεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επιδίωκε να δεχθεί στην Αθήνα τον τότε Πάπα Ιωάννη Παύλο Β'. Η δημοσιοποίηση των προθέσεως και των σκέψεων του αρχιεπισκόπου προκέλεσε αντιδράσεις και ανακοινώσεις από αντιτιθέμενους, όμως ο αρχιεπίσκοπος έπεισε τους ιεράρχες για την ανβαγκαιότητα της επισκέψεως και ο Πάπας έφτασε την Αθήνα, μετά από πρόσκληση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε στο βράχο του Αρείου Πάγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204. Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του, πρώτος άρχισε να τον χειροκροτεί ο Χριστόδουλος που το Δεκέμβριο του 2006, ανταπέδωσε την επίσκεψη, ταξιδεύοντας στο Βατικανό, όπου συναντήθηκε με τον τότε νεοεκλεγέντα Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ'.

Τελευταία χρόνια

Το Σάββατο 9 Ιουνίου 2007 επρόκειτο να επισκεφθεί το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, λίγες ώρες μετά από μία κουραστική περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα στη διάρκεια της οποίας και μέσα σε λίγες ώρες εκφώνησε 19 ομιλίες. Το πρωί εκείνης της ημέρας, παρουσιάστηκαν πόνοι, γαστρεντερικές διαταραχές και πυρετός. Παρ' ότι ο ίδιος επέμενε να πραγματοποιήσει την επίσκεψη του στην Αλεξάνδρεια, με την επιμονή των συνεργατών του εισήχθη για εξετάσεις στο «Αρεταίειο Νοσοκομείο» στην Αθήνα.

Νοσηλεία

Στο πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν η ιατρική ομάδα έκανε λόγο για «στένωση του αυλού του εντέρου», η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με χειρουργική επέμβαση. Την Τρίτη 12 Ιουνίου ο Αρχιεπίσκοπος χειρουργήθηκε στο παχύ έντερο και αφαιρέθηκε το τμήμα του αδενοκαρκινώματος, ενώ διαπιστώθηκε πρωτοπαθές νεόπλασμα στο ήπαρ, που είχε δημιουργηθεί από τη χρόνια ηπατίτιδα και μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενε ασυμπτωματικό, καθώς και κίρρωση του ήπατος. Νοσηλεύτηκε για ικανό χρονικό διάστημα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας[Μ.Ε.Θ.], του νοσοκομείου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε θάλαμο νοσηλείας. Παράλληλα, κλήθηκαν να τον εξετάσουν και γιατροί από το εξωτερικό. Στις 3 Ιουλίου ήρθαν στην Ελλάδα δυο κορυφαίοι Γερμανοί χειρουργοί Κρίστοφερ Μπρελς και Μάρκους Μπίχλερ, που τον εξέτασαν και την επόμενη ημέρα αναχώρησαν δίχως να τον αναλάβουν, διότι έκριναν ότι δεν είναι κατάλληλος ασθενής για μεταμόσχευση καθώς είχε δύο πρωτοπαθείς καρκίνους και, σύμφωνα με διεθνή πρωτόκολλα, το δυσεύρετο μόσχευμα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις πάει χαμένο.

Ταυτόχρονα ο Ανδρέας Τζάκης, κορυφαίος Έλληνας χειρουργός και προσωπικός φίλος του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος είχε τιμηθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας, έφτασε στις 11 Ιουλίου στην Ελλάδα, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, και πρότεινε ως μέθοδο θεραπείας τη μεταμόσχευση ήπατος, την οποία δήλωσε ότι αναλαμβάνει, αντίθετα με τη γνώμη πολλών γιατρών που συμφωνούσαν με τη γνώμη των Γερμανών συνάδελφων τους. Την Πέμπτη 19 Ιουλίου, αφού νοσηλεύθηκε για 41 ημέρες, ο Αρχιεπίσκοπος πήρε εξιτήριο. Αδυνατισμένος, με τρεμάμενη φωνή, εμφανώς συγκινημένος, απευθύνθηκε στον Ελληνικό λαό με τα λόγια: «Είμαι ο Χριστόδουλός σας», ενώ εξέφρασε ελπίδα και αισιοδοξία για βελτίωση της υγείας του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο σπίτι του στο Ψυχικό. Η μεταμόσχευση ήπατος προγραμματίστηκε να γίνει στο ειδικό κέντρο «Τζάκσον Μεμόριαλ» στο Μαϊάμι από τον καθηγητή Ανδρέα Τζάκη.

Ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Το Σάββατο 18 Αυγούστου ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αναχώρησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με το κυβερνητικό αεροσκάφος από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνος. Πριν την επιβίβαση του συγκινημένος ζήτησε από τους Έλληνες να προσεύχονται για κείνον. Στο Μαϊάμι παρέμεινε πενήντα δύο ημέρες, μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα, το οποίο βρέθηκε την Κυριακή 9 Οκτωβρίου, από νεαρό υγιή δότη, θύμα τροχαίου. Ο Χριστόδουλος εισήχθη στο χειρουργείο, όπου έπειτα από 12 ώρες απλώς διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μετάσταση της νόσου που καθιστούσε αδύνατη τη μεταμόσχευση.

Στις 26 Οκτωβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα από το Μαϊάμι και στις 28 του ίδιου μήνα ξεκίνησε χημειοθεραπεία. Στις 16 Νοεμβρίου συναντήθηκε με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Στις 21 Νοεμβρίου, τον επισκέφθηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως Γεώργιος Παπανδρέου και στις 23 Νοεμβρίου ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα του 2007 η κόπωση κατέβαλε τον αρχιεπίσκοπο και οι γιατροί του υπέδειξαν να λιγοστέψουν οι επισκέψεις. Παράλληλα αισθάνονταν έντονους πόνους και οι γιατροί του για την καταστολή τους χρησιμοποιούσαν πολύ ισχυρά αναλγητικά, τα οποία βύθιζαν τον αρχιεπίσκοπο σε παρατεταμένο ύπνο.

Πρωτοχρονιάτικο μήνυμα

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καθισμένος στο σαλόνι του πρώτου ορόφου του σπιτιού του, δέχθηκε τον τότε νομάρχη Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη που με ποντιακά σωματεία έψαλαν τα κάλαντα. Στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του ο αρχιεπίσκοπος αναφερόταν στην «κοινή μοίρα των ανθρώπων που είναι ο θάνατος» και τόνιζε ότι τη λύση δίνει μόνο η χριστιανική πίστη, ενώ απευθύνθηκε στους νέους στους οποίους έδωσε συμβουλές. Στο μήνυμα του αφήνει την παρακαταθήκη του και απευθύνεται στους Έλληνες με τα λόγια: «....Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών. ...{...}... Σταθείτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει. Με πατρική αγάπη και ευχές.»

Ακόμη και όταν η ασθένειά του Χριστόδουλου ήταν σε προχωρημένο στάδιο, διάβαζε ξένη λογοτεχνία από το πρωτότυπο. Λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 2008 ήταν δύσκολο έως αδύνατο ακόμη και να σηκωθεί από το κρεβάτι του και οι γιατροί του πρότειναν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν μεταστάσεις των καρκινικών όγκων, όμως ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε επίμονα και οι θεράποντες ιατροί σεβάστηκαν την επιθυμία του. Σταδιακά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και στις 14 Ιανουαρίου οι γιατροί εξέδωσαν ανακοινωθέν στο οποίο τόνιζαν την «περαιτέρω επιδείνωση» της υγείας του. Στις 17 Ιανουαρίου, την ημέρα των γενεθλίων του και ενώ οι διάκονοι του και οι στενοί του συνεργάτες του πρόσφεραν δώρα, ο Χριστόδουλος καταβεβλημένος κατάφερε να τους πει: «Αυτά δεν έχουν καμία σημασία, μόνο η ζωή έχει».

Ο θάνατος του

Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άφησε τη τελευταία του πνοή στο σπίτι, ιδιοκτησίας της Ιεράς μονής Πεντέλης, επί της οδού Εθνάρχου Μακαρίου, στο Παλαιό Ψυχικό. Στο πλευρό του βρίσκονταν ο μητροπολίτης Βρεσθένης Θεόκλητος, ο αδελφός του Γιάννης Παρασκευαϊδης, ο πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Θωμάς Συνοδινός αλλά και οι τρεις διάκονοι του. Τα μάτια του Μακαριστού Χριστόδουλου έκλεισε, σύμφωνα με την τάξη και την παράδοση της Εκκλησίας, ο αρχιδιάκονος του πατέρας Άνθιμος. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του Χριστόδουλου μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.

Εξόδιος ακολουθία

Παρόντες στο μυστήριο ήταν ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας με τη σύζυγο του, όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το σύνολο των υπουργών της Κυβερνήσεως, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Προέδροι της Δημοκρατίας, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και η σύζυγος του Άννα-Μαρία, οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες-εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας και Μόσχας, αντιπροσωπία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου, ο Πατριάρχης Αμπούνα Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης, πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών, μεγάλος αριθμός ξένων διπλωματών ορθοδόξων και μη χωρών. Έξω από τον Μητροπολιτικό Ναό συνωστίζονταν χιλιάδες λαού που είχε προσέλθει για το «ύστατο χαίρε». Εκφωνήθηκαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκ μέρους της Κυβερνήσεως, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων.

Νεκρώσιμη πομπή

Η έναρξη της νεκρώσιμης πομπής αναγγέλθηκε με 21 κανονιοβολισμούς από το λόφο Λυκαβηττό -ένας ανά 10 δευτερόλεπτα- και από τους ήχους παιάνων που έπαιζε η μπάντα του Στρατού. Οι πυροβολητές με τις κάνες των όπλων τους στραμμένες προς τα κάτω, σε ένδειξη πένθους, κάθονταν στο όχημα Στάγιερ, που έσερνε τον κιλλίβαντα με τη λάρνακα. Ένα Τάγμα Πεζοπόρων τμημάτων και από τα τρία Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων προπορευόταν της πομπής φέροντας τα όπλα υπό μάλης, δηλώνοντας συμμετοχή στο πένθος. Συνολικά ένα σύνταγμα αποτελούμενο από ένα τάγμα στρατιωτών, ένα τάγμα ναυτών κι ένα τάγμα σμηνιτών απέδιδε τιμές στον Μακαριστό καθ' όλη τη διάρκεια του τελετουργικού. Τέσσερις μητροπολίτες κρατούσαν τις ισάριθμες ταινίες που κρέμονταν από τη λάρνακα, ενώ τρεις άλλοι έφεραν το πένθος της Εκκλησίας. Το σκήνωμα ακολουθούσαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής και οι συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, οι συγγενείς του, οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι εκπρόσωποι της πολιτείας και οι πρέσβεις των ορθοδόξων κρατών. Την ώρα που ο κιλλίβαντας με τη σορό περνούσε μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος, ο λαός ξεσπούσε σε σθεναρά χειροκροτήματα και δυνατές φωνές: «Αθάνατος! Αξιος!». Πριν την ταφή από τον Μακαριστό Χριστόδουλο του αφαιρέθηκαν η ποιμαντορική ράβδος και η αρχιεπισκοπική μίτρα, ενώ μια διμοιρία στρατιωτών έριξε τις αποχαιρετιστήριες βολές στον αέρα σε τρεις χρόνους: «Άνδρες οπλίσατε» - «Τον νεκρό τιμήσατε» και «Πυρ», την ώρα της ταφής.

Μνήμη Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής και διατηρούσε σταθερά την πρώτη θέση, με μεγάλη απόσταση από τον επόμενο, στις κατά διαστήματα δημοσκοπήσεις της Κοινής γνώμης, αν και ο ίδιος έλεγε πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η Εκκλησία, οι αγώνες, οι ρίζες και η ταυτότητα του Ελληνισμού. Κομμουνιστές πολιτικοί αλλά και γενικότερα στελέχη της αριστεράς, συχνά αντιδρούσαν στις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ενώ ο Αλέκος Αλαβάνος, τότε πρόεδρος του Συνασπισμού, είχε ζητήσει την παραίτηση του εξαιτίας κειμένου που αποκαλούσε «νέους Διοκλητιανούς» όσους ζητούν χωρισμό κράτους-Εκκλησίας. Ο Αλαβάνος δήλωσε ότι ο Χριστόδουλος «χρησιμοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα για να διχάσει τον λαό σε πιστούς και σε άπιστους».

Αίσθηση προκάλεσαν διάφορες φράσεις και θέσεις που κατά καιρούς είχε εκφράσει, όπως «η Δεξιά του Κυρίου», ο χαρακτηρισμός «κουσούρι» για την ομοφυλοφιλία και το «σας πάω» στην προσπάθειά του να φέρει πιο κοντά τους νέους στην Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν δίστασε να τοποθετηθεί για ζητήματα εθνικά και εσωτερικά, παρότι αυτές οι παρεμβάσεις προκάλεσαν την οργή πολιτικών παραγόντων. Το 2004 μίλησε από τον Άμβωνα για το Σχέδιο Ανάν το οποίο καταδίκασε λέγοντας ότι «...οι Κύπριοι καλούνται να ξεχάσουν την Ελλάδα, τη γλώσσα τους, την ιστορία τους». Την ίδια χρονιά απέστειλε επιστολή για το ζήτημα των Σκοπίων στους Ευρωπαίους ηγέτες στην οποία ανέφερε ότι «...η αναγνώριση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το όνομα "Μακεδονία" δικαιώνει όλους όσοι κτίζουν την ιστορία τους με κλοπιμαία υλικά και επιβραβεύει όσους διατηρούν άσβηστη τη σπίθα της αταξίας και της μόνιμης αστάθειας σε μια κρίσιμη για την Ευρώπη περιοχή...». Παράλληλα ζήτησε να υπάρξει αναφορά στο Ευρωσύνταγμα για τις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης. Η σχέση του με τα Μέσα Ενημερώσεως μεταβλήθηκε σε αγάπης-μίσους και ο ίδιος είπε σε σνυνέντευξη του το 2005, ότι «...Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι είμαι στο απυρόβλητο. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου ο Τύπος είναι ιδιαιτέρως αυστηρός».

Ο Ιωάννης Παρασκευαΐδης, ο κατά δεκατρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός και μοναδικός εν ζωή συγγενής του Χριστόδουλου, ήταν ανύπανδρος και μετά το θάνατο του αδελφού του έζησε ως το τέλος του βίου του στον εκκλησιαστικό οίκο ευγηρίας «Αγάπης Μέλαθρον» της Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, όπου τον φιλοξένησε ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος, αδελφικός φίλος του Χριστόδουλου. Ο Ιωάννης, που ζούσε από τη σύνταξη του, είπε σε συνέντευξη του: «....Θυμάμαι που μου είπε τελευταία: “Γιάννη, πίστη και κουράγιο για τους καιρούς που έρχονται”. ...{...}... Ο αδερφός μου μιλούσε για “γενική έφοδο εναντίον της Ελλάδος” από το 2005 στους λόγους του και σήμερα φαίνεται πως επιβεβαιώνεται. Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος και έβλεπε μπροστά.»

Ο βουλευτής Μαγνησίας Γιώργος Σούρλας, που διατέλεσε αντιπρόεδρος της Ελληνική Βουλής, καθώς και ο αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου, στενός συνεργάτης του μακαριστού Χριστόδουλου, πρότειναν να στηθεί ο ανδριάντας του μπροστά από τον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου Βόλου, ως ένδειξη τιμής στη μνήμη του. Την πρόταση αποδέχθηκε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος, ενώ ο Γιώργος Σούρλας πρότεινε να δοθεί η ονομασία «Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου» σε κεντρικό δρόμο του Βόλου.


 Πηγή


Πάμε στο τραγούδι...



ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΩΣΤΕ ΝΑ ΖΩ ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΔΕ ΣΕ ΣΒΗΝΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΒΑΤΟΥΣ ΣΤΑΘΗΚΕΣ....ΣΑΝ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΚΡΙΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΦΗΝΕΣ ...ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΝΑ ΠΡΟΒΑΛΕΙ ΚΙ ΕΛΕΓΕΣ ΟΣΑ ΔΕ ΤΟΛΜΟΥΝ....ΠΟΤΕ ΝΑ ΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΦΥΓΕΣ ....ΜΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ.....ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΔΕΝ ΕΙΔΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΜΑΡΑΖΙ Σ 'ΕΚΑΙΓΕ.......'''ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ" Ο ΥΨΙΣΤΟΣ Σ 'ΑΞΙΩΣΕ......ΜΕΣΑ ΑΠ 'ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ' ΣΟΦΙΑ' ΤΖΑΜΙ.....ΝΑ ΜΗ ΤΗ ΔΕΙΣ ΠΟΤΕΣ ΣΟΥ! ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΟΥΜΑΣΤΕ....ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΜΑΣ ΘΑ ΣΤΑΖΕΙ Α'ΓΙΑ ΝΑ 'ΝΑΙ ΚΙ ΑΛΑΦΡΑ.......Η ΓΗΣ ΠΟΥ ΣΕ ΣΚΕΠΑΖΕΙ! ΕΦΥΓΕΣ ....ΜΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ.....ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΔΕΝ ΕΙΔΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΜΑΡΑΖΙ Σ 'ΕΚΑΙΓΕ.......'''ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ"



Όσιος Ξενοφών μετά της συμβίου του Μαρίας και των τέκνων Αρκαδίου και Ιωάννη



Καὶ γῆν λιπόντας, τοὺς περὶ Ξενοφῶντα,
Ἁβρᾷ ξενίζω τοῦ λόγου πανδαισίᾳ.
Παισὶν ἅμ' ἠδ' ἀλόχῳ Ξενοφῶν θάνεν εἰκάδι ἕκτῃ.


Λειτουργικά κείμενα

Φιλοποίμην Φίνος

 Κινηματογραφικός παραγωγός, ιδρυτής της Finos Film. Γεννήθηκε στην Κάτω Τιθορέα της Λοκρίδας το 1908...

Φιλοποίμην Φίνος (1907 – 1977)

Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε στην Κάτω Τιθορέα της Λοκρίδας το 1907. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε Νομικά. Ωστόσο, ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία, μιας και από τα παιδικά του, ακόμα, χρόνια το όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.

Το 1939 αποφασίζει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Πουλά όλα τα υπάρχοντά του και ιδρύει στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα με την ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Λήδα Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Τα χρόνια που ακολουθούν είναι πολύ δύσκολα για τον Φιλοποίμην Φίνο. Οι Γερμανοί εκτελούν τον πατέρα του. Ο ίδιος συλλαμβάνεται, ενώ όλος ο εξοπλισμός του λεηλατείται και τα «Επίκαιρα» που γύριζε επί Κατοχής κατάσχονται και καταστρέφονται. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω...

Το 1943 ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ», αρχικά στην οδό Στουρνάρα και το 1957 εγκαθιστά οριστικά τα κινηματογραφικά του εργαστήρια στην οδό Χίου 53. Το 1964 παράγει τον πρώτο, ελληνικό, στερεοφωνικό ήχο με τα «Κορίτσια για φίλημα», που θα προβληθεί στερεοφωνικά μόνο στο Αττικόν, τη μοναδική αίθουσα με την ανάλογη τεχνική υποδομή. Το 1971 εγκαινιάζει στην Παιανία τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο των Βαλκανίων.

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται 175 ταινίες, πολλές από τις οποίες έμειναν κλασσικές, όπως «Η Αγνή του λιμανιού» (1952), «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Μανταλένα» (1960), «Οι κυρίες της αυλής» (1966), «Στεφανία» (1966), «Λατέρνα, φτώχια και γαρύφαλλο» (1957), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), και πολλές άλλες.

Συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους ηθοποιούς, ανάμεσά τους η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Μάρθα Καραγιάννη, η Τζένη Καρέζη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Γεωργία Βασιλειάδου κ.α.

Ήταν αυτός που έδωσε ώθηση στην καριέρα της Ειρήνης Παπά, ωστόσο ποτέ δεν πίστεψε ότι η Μελίνα Μερκούρη θα μπορούσε να γίνει αστέρας της μεγάλης οθόνης, εξαιτίας του μεγάλου στόματός της. Έτσι, έχασε την ευκαιρία να βγάλει την εταιρία του εκτός των συνόρων, όταν αρνήθηκε την πρόταση να αναλάβει τη συμπαραγωγή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (1960).

Τελευταία παραγωγή του ήταν η ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977), με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Αυτή αποτέλεσε την «ταφόπλακα» της ήδη χρεοκοπημένης «Φίνος Φιλμ».

Ο «πατέρας» του ελληνικού κινηματογράφου πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1977, αρνούμενος να υπηρετήσει ούτε στιγμή την τηλεόραση, η οποία του προκαλούσε αποστροφή.



Πηγή

Ο σεισμός του 450

 Στις 26 Ιανουαρίου του 450 ισχυρός σεισμός έπληξε την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές καταστροφές και να σκοτωθούν πολλοί άνθρωποι...

Τα κατεστραμμένα τείχη της Κωνσταντινούπολης


Στις 26 Ιανουαρίου του 450 ισχυρός σεισμός έπληξε την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές καταστροφές και να σκοτωθούν πολλοί άνθρωποι. Την εποχή εκείνη στο θρόνο της Ρωμανίας βρισκόταν ο Θεοδόσιος Β' ο Μικρός (401-450). Οι σεισμολόγοι στις μέρες μας υπολόγισαν ότι ο σεισμός ήταν μεγέθους 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Μαλάλα (491-578), ο σεισμός συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες και εξαιτίας του κατέπεσαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και καταστράφηκε ένα μεγάλος μέρος των οικοδημάτων της, ιδιαίτερα στο τμήμα μεταξύ των Τρωαδησίων Εμβόλων και του Χαλκού Τετραπύλου.

Οι μετασεισμικές δονήσεις ήταν έντονες και συνεχίσθηκαν επί τρεις ολόκληρους μήνες, έως και τις 25 Απριλίου, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Κατά την περίοδο εκείνη, ο αυτοκράτορας διοργάνωνε πάνδημες λιτανείες και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Κύριε, μετανοούμε· λύτρωσέ μας από τη δίκαιη οργή Σου και από τα παραπτώματά μας. Έσεισες πράγματι τη γη και τη συντάραξες εξαιτίας των αμαρτιών μας, με σκοπό να μας κάμεις να συναισθανθούμε τα παραπτώματά μας και να δοξάζουμε Εσένα τον μόνο αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό μας».

Στο Χρονικό Πασχάλη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δεν έμπαιναν στα σπίτια τους για αρκετό χρονικό διάστημα και μερικοί ισχυρίζονταν ότι παρατήρησαν μία πύρινη λάμψη στον ουρανό.

Η μνήμη του σεισμού έχει περιληφθεί στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Ιανουαρίου.



Τα δάνεια του ’21

 Η έκθεση της δωδεκαμελούς επιτροπής, που είχε ορίσει η Β’ Εθνοσυνέλευση για να συντάξει ένα πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου Έθνους δεν άφηνε κανένα περιθώριο...


Στις 12 Απριλίου 1823 η έκθεση της δωδεκαμελούς επιτροπής, που είχε ορίσει η Β' Εθνοσυνέλευση για να συντάξει ένα πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου Έθνους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την κρισιμότητα της κατάστασης: Τα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα ανέρχονταν σε 38 εκατομμύρια γρόσια και τα έσοδα σε μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια. Η φορολογία, οι τελωνειακοί δασμοί, οι λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, ο εσωτερικός δανεισμός, οι εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Η έκθεση της Επιτροπής κατέληγε με την προτροπή να γίνεται καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους τοπικούς άρχοντες και την ανάγκη να αναζητηθούν νέοι πόροι. Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος.

Στις 2 Ιουνίου 1823 το Εκτελεστικό (Κυβέρνηση) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει, λόγω έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα.

Όμως, το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες. Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση, το ποσό θα αποστέλλονταν στις Τράπεζες Λογοθέτη και Βαρφ, που έδρευσαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο και θα παραδίδονταν τμηματικά στην ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση της επιτροπής που την αποτελούσαν ο Λόρδος Βύρων, ο συνταγματάρχης Στάνχοπ και ο Λάζαρος Κουντουριώτης.

Ιωάννης Ορλάνδος
Παρότι «ληστρικό», το δάνειο χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως πολιτική επιτυχία της Επανάστασης και ως έμμεση αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Πάντως, οι ελπίδες που στηρίχτηκαν πάνω του θα διαψευστούν οικτρά, καθώς θα χρησιμοποιηθεί για να κερδίσει η παράταξη Κουντουριώτη την εμφύλια διαμάχη. Μεγάλη ευθύνη για τους δυσμενείς όρους σύναψης του δανείου είχαν και οι δύο διαπραγματευτές, ο γιαννιώτης πολιτικός Ανδρέας Λουριώτης και ο σπετσιώτης πλοιοκτήτης Ιωάννης Ορλάνδος, οι οποίοι σπατάλησαν μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ζώντας πολυτελώς, σε αντίθεση με τους αγωνιστές, που πολεμούσαν με μεγάλες στερήσεις.

Στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών κι ενώ η Επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο. Το δεύτερο δάνειο ανέλαβε ο τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών (26 Ιανουαρίου 1825). Τη διαπραγματευτική ομάδα αποτελούσαν και πάλι οι Λουριώτης και Ορλάνδος. Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό περιορίστηκε στις 816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.

Ενώ, όμως, το ποσό του πρώτου δανείου το διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση, έστω και με σκανδαλώδη τρόπο, τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους. Από το δάνειο διατέθηκαν: 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία («Ελλάς») ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.

Και τα δύο δάνεια προβλεπόταν ότι θα ενίσχυαν τον Αγώνα, τον οποίον όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά υπήρξαν αφετηρία εξάρτησης της χώρας από την Αγγλία. Επί Βαυαροκρατίας, ο Υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Σπανιολάκης (1838) κατηγόρησε τους δύο διαπραγματευτές ότι ιδιοποιήθηκαν χρήματα από τις αγοροπωλησίες μετοχών των δανείων και επιπλέον τον Ορλάνδο ότι παρακράτησε ποσό 5.900 λιρών από τα δύο δάνεια. Μάλιστα, το Ελεγκτικό Συνέδριο προχώρησε σε προσημείωση των περιουσιακών τους στοιχείων.




ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ