Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων — Αθήνα 2004

Η Αθήνα επιλέχθηκε να διοργανώσει για δεύτερη φορά Ολυμπιακούς Αγώνες μετά το 1896, με ψήφους 66 έναντι 41 της Ρώμης, στην ψηφοφορία που διεξήχθη στις 5 Σεπτεμβρίου 1997 στη Λοζάνη. Με την ψυχή στο στόμα και με μεγάλες υπερβάσεις στον προϋπολογισμό έγιναν οι Ολυμπιακοί της Αθήνας (13 29 Αυγούστου), που έπεσαν θύμα των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ και της συνακόλουθης τρομοφοβίας, με αποτέλεσμα να υπάρξει μικρή προσέλευση φιλάθλων από το εξωτερικό.

Κολακευτικά σχόλια απέσπασαν οι τελετές έναρξης και λήξης, όπως και η διεξαγωγή των Αγώνων, αλλά αργότερα πολλαπλασιάστηκαν οι επικρίσεις για την μεταολυμπιακή αχρησία των αθλητικών εγκαταστάσεων, που έκτοτε αναφέρεται ως παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε πόλη που διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες. Μασκότ των αγώνων, ο Φοίβος και η Αθηνά, αρχαίες κούκλες, που εκτός από τις λατρευτικές τους χρήσεις ήταν επίσης και παιχνίδια.

­ Η Ολυμπιακή Φλόγα, για πρώτη φορά, ταξίδεψε μέσω της λαμπαδηδρομίας και στις πέντε ηπείρους, ενώ διάνυσε απόσταση μεγαλύτερη των 78.000 χιλιομέτρων. Πέρα από τους λαμπαδηδρόμους, χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά της αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία, βάρκες, ποδήλατα και μοτοσικλέτες.

Το αγώνισμα της σφαιροβολίας στην Αρχαία Ολυμπία
Από τους 264 αθλητές από 14 χώρες το 1896, η Αθήνα φιλοξένησε 10.625 αθλητές (6.296 άνδρες και 4.329 γυναίκες) από 201 χώρες το 2004. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή, διεξήχθη αγώνισμα στην Αρχαία Ολυμπία και συγκεκριμένα η σφαιροβολία ανδρών και γυναικών, με νικητές τον Γιούρι Μπιλόνγκ από την Ουκρανία και τη Γιουμιλέιντι Κούμπα από την Κούβα.

Οι ΗΠΑ κατέκτησαν τα περισσότερα μετάλλια, 101 (36-39-26), έναντι 90 της Ρωσίας (28-26-36) και 63 της Κίνας (32-7-14). Μορφή των αγώνων αναδείχθηκε ο αμερικανός κολυμβητής Μάικ Φέλπς με 8 μετάλλια (6 χρυσά και 2 αργυρά). Ξεχώρισαν, ακόμη, η Γερμανίδα Μπριγκίτε Φίσερ στο κανόε – καγιάκ, η οποία κατέκτησε ένα χρυσό κι ένα αργυρό, αλλά έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε έξι διαφορετικούς Ολυμπιακούς Αγώνες και ο Μαροκινός, Χισάμ Ελ Γκερούζ με δύο χρυσά στα 1.500 μ. και 5.000 μ.

Κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου, ο προπορευόμενος δρομέας, ο βραζιλιάνος Βαντερλέι ντε Λίμα δέχθηκε επίθεση από τον ιδιόρρυθμο ιρλανδό ιερέα Κορνέλιους Χόραν, ο οποίος ήθελε να κάνει γνωστά τα πιστεύω του για το τέλος του κόσμου. Ο βραζιλιάνος δρομέας βρήκε το κουράγιο να τερματίσει τρίτος και να κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο.

Στα αρνητικά των Αγώνων τα 23 κρού­σματα ντόπινγκ, 10 περισσότερα από το Σίδνεϊ.

Η Ελληνική Συμμετοχή

Η ελληνική ομάδα υδατοσφαίρισης γυναικών
Η Ελλάδα παρουσίασε πολυπληθή ομάδα ως διοργανώτρια χώρα με 426 αθλητές (215 άνδρες και 211 γυναίκες) και πανηγύρισε 16 μετάλλια, τα περισσότερα από το 1896.

Συγκεκριμένα, κατέκτησε 6 χρυσά (Φανή Χαλκιά στα 400 μ. μετ’ εμποδίων, Αθανασία Τσουμελέκα στο βάδην, το δίδυμο των Θωμά Μπίμη και Νίκου Συρανίδη στις καταδύσεις, Ηλίας Ηλιάδης στο τζούντο, το δίδυμο της Σοφίας Μπεκατώρου και Αιμιλίας Τσουλφά στην ιστιοπλοΐα και Δημοσθένης Ταμπάκος στη γυμναστική), 6 ασημένια (Αναστασία Κελεσίδου στη δισκοβολία, Παρασκευή Δεβετζή στο τριπλούν, Νίκος Κακλαμανάκης στην ιστιοσανίδα, η ομάδα υδατοσφαίρισης των γυναικών, Αλέξανδρος Νικολαΐδης και Έλλη Μυστακίδου στο τάε κβο ντο) και 4 ασημένια (Μιρέλα Μανιάνι στον ακοντισμό, Πύρρος Δήμας στην άρση βαρών, το δίδυμο των Βασίλη Πολύμερου και Νίκου Σκιαθίτη στην κωπηλασία και Αρτιόμ Κιουρεγκιάν στην ελληνορωμαϊκή πάλη).

Ιστορία έγραψε η ολυμπιακή ομάδα της υδατοσφαίρισης γυναικών, καθώς έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που έφτασε σε τελικό ομαδικού αθλήματος (26 Αυγούστου) σε Ολυμπιακούς Αγώνες και φυσικά η πρώτη που κατέκτησε μετάλλιο (αργυρό).

Την παραμονή της τελετής έναρξης ξέσπασε το σκάνδαλο Κεντέρη - Θάνου. Οι δύο ολυμπιονίκες αρνήθηκαν να περάσουν από ντόπινγκ κοντρόλ. Έπεσαν θύματα τροχαίου ατυχήματος με μοτοσικλέτα, το οποίο χαρακτηρίστηκε σκηνοθετημένο, και τέθηκαν εκτός αγώνων.

Η Κυπριακή Συμμετοχή

Η Κύπρος συμμετείχε με 20 αθλητές (13 άνδρες και 7 γυναίκες), χωρίς να κατακτήσει μετάλλιο. Την καλύτερη εμφάνιση πραγματοποίησε ο Ανδρέας Καριόλου, που τερμάτισε 13ος στο αγώνισμα της ιστιοσανίδας «Μιστράλ».


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/545/111

Δημήτρης Παπαμιχαήλ

Δημήτρης Παπαμιχαήλ (1934 – 2004)

Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1934 στον Πειραιά. Σπούδασε ηθοποιός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου κι έκανε την πρώτη εμφάνισή του με την «Εκάβη» του Ευριπίδη το 1955. Στη συνέχεια και ως το 1960 ερμήνευσε αρκετούς σημαντικούς ρόλους στο Θέατρο Τέχνης.

Η συνάντησή του το 1959 στα κινηματογραφικά πλατώ της ταινίας «Αστέρω» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη αποτέλεσε απαρχή της ιστορίας του διασημότερου ζευγαριού στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου. Το 1965 ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου και απέκτησαν ένα παιδί, τον Γιάννη. Ωστόσο, ο θυελλώδης γάμος τους δεν κράτησε πολύ...

Εκτός από τις δεκάδες ταινίες που γύρισαν μαζί, από το 1964 έως το 1974 συνεργάσθηκαν σε θίασο που συνέστησαν οι δυο τους. Μία από τις πολλές θεατρικές επιτυχίες τους ήταν στο έργο του Μπέρναρ Σο «Ωραία μου κυρία».

Μετά το διαζύγιό τους, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στράφηκε περισσότερο στο ποιοτικό θέατρο, που ήδη είχε υπηρετήσει, είτε στο Εθνικό, είτε με τον Κάρολο Κουν. Οι πρωταγωνιστικές του ερμηνείες σε έργα το κλασσικού ρεπερτορίου και την αρχαία τραγωδία αποτελούν σημείο αναφοράς για τους νέους έλληνες ηθοποιούς.

Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2004.

Εργογραφία

1956
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας

1957
Το τελευταίο ψέμα
Η θεία απ' το Σικάγο

1958
Δύο αγάπες δύο κόσμοι
Η κυρά μας η μαμή

1959
Αστέρω
Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο

1960
Mανταλένα
Το ραντεβού της Κυριακής
Ποτέ την Κυριακή

1961
Η Αλίκη στο Ναυτικό
Χαμένα όνειρα
Ο θάνατος θα ξανάρθει

1962
Εταιρεία θαυμάτων
Ο λουστράκος
Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο
Ποτέ δεν σε ξέχασα

1963
Τα κόκκινα φανάρια
Χτυποκάρδια στο θρανίο
Το τεμπελόσκυλο

1964
Αν έχεις τύχη

1965
Μοντέρνα σταχτοπούτα
Ο νικητής
Περάστε την 1η του μηνός

1966
Διπλοπενιές
Ο εξυπνάκιας
Η κόρη μου η σοσιαλίστρια

1967
Αχ! αυτή η γυναίκα μου
Ανάμεσα σε δυο γυναίκες
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου
Το πιο λαμπρό αστέρι

1968
Η αγάπη μας
Το κορίτσι του λούνα παρκ

1969
Η αρχόντισσα και ο αλήτης
Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά
Το λεβεντόπαιδο
Η νεράιδα και το παλικάρι
Ο παραμυθάς

1970
Υπολοχαγός Νατάσα

1971
Παπαφλέσσας

1972
Η Αλίκη δικτάτωρ
Ιπποκράτης και δημοκρατία
Ως την τελευταία στιγμή

1974
Εραστές του ονείρου

1978
Κραυγή γυναικών

1981
Πολίτες δεύτερης κατηγορίας
Αγριες κότες

1996
Προς την ελευθερία



Στέλιος Καζαντζίδης

Στέλιος Καζαντζίδης (1931 – 2001)

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές, που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.

Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή… Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης.

Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ' ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…

Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία.

Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.

Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (ΤσιτσάνηςΠαπαϊωάννουΧιώτηςΚαλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, ΒίρβοςΘεοδωράκηςΧατζιδάκις, Λεοντής, ΞαρχάκοςΛοΐζοςΜαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».

Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».

Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.



Αλέξανδρος Καραμανλάκης: Ο πρώτος νεκρός της ελληνικής αεροπορίας

Αλέξανδρος Καραμανλάκης (1888 – 1912)

Έλληνας δημοσιογράφος και πρωτοπόρος αεροπόρος. Υπήρξε ο πρώτος νεκρός της ελληνικής αεροπορίας.

Ο Αλέξανδρος Καραμανλάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 18 Ιανουαρίου 1888. Πρωτότοκος γιος του εμπόρου Θεμιστοκλή Καραμανλάκη και της Ευρυδίκης Καραμανλάκη, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1908 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων.

Ο Καραμανλάκης ασχολήθηκε από μικρός με τη δημοσιογραφία και στις 7 Ιανουαρίου 1911 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα Ανεξάρτητος Αθηνών με τον υπότιτλο «Πολιτική, κοινωνιολογική και φιλολογική εβδομαδιαία επιθεώρησις». Η εφημερίδα κυκλοφόρησε 43 φύλλα και ανέστειλε την έκδοσή της στις 28 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.

Στις 8 Αυγούστου 1911 ο Καραμανλάκης αναχώρησε για τη Γερμανία και Γαλλία «προς μελέτην ειδικήν των μεγάλων εκδόσεων και της εν γένει δημοσιογραφικής κινήσεως εν Ευρώπη», όπως έγραψε η εφημερίδα του. Αφού έμεινε για λίγο στη Γερμανία, πήγε στη Γαλλία και γράφτηκε στην αεροπορική σχολή του διάσημου αεροπόρου και μηχανικού Λουί Μπλεριό (1872-1936).

Τέσσερις ημέρες μετά την ιστορική πτήση του Εμμανουήλ Αργυρόπουλου, στις 12 Φεβρουαρίου 1912, ο Καραμανλάκης φτάνει στην Πάτρα, με ένα αεροπλάνο Μπλεριό 11 (Bleriot XI) στις αποσκευές του. Στις 26 Μαρτίου 1912 επιχειρεί να πετάξει από το Ρίο στην Αθήνα, ένα εγχείρημα επικών διαστάσεων για εκείνη την εποχή, δεδομένης και της πτητικής απειρίας του. Το αεροπλάνο του σηκώνεται και πέφτει σχεδόν αμέσως. Οι ζημιές δεν είναι μεγάλες και ο ίδιος δεν τραυματίζεται.

Ακολουθεί μία ακόμη αποτυχημένη απογείωση στις 9 Απριλίου, αλλά στις 23 του ίδιου μήνα απογειώνεται κανονικά από το Ρίο και πετάει για λίγο πάνω από την Πάτρα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Απριλίου, προσπαθώντας να απογειωθεί από την Εγλυκάδα της Πάτρας, θα πέσει και θα τραυματισθεί, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στο αεροπλάνο του.

Ο Καραμανλάκης μεταφέρει τις αεροπορικές του δραστηριότητες στην Αττική, όπου ο ουρανός της θα αποδειχθεί πιο φιλόξενος. Στις 17 Ιουλίου 1912 πετάει σε ύψος 2.200 μέτρων και στις 19 Αυγούστου υψώνεται στα 3.050 μέτρα, μία αξιοσημείωτη επίδοση για την εποχή του. Τώρα νοιώθει απόλυτα έτοιμος για την πραγματοποίηση του ονείρου του, την πτήση από την Αθήνα στην Πάτρα.

Την Τετάρτη 29 Αυγούστου 1912, στις 6:10 το πρωί, απογειώνεται από το Παλαιό Φάληρο. Περίπου δύο ώρες αργότερα επιχειρεί αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό Κόλπο (ανάμεσα στα χωριά Στόμι και Λυγιά και σε μικρή απόσταση από την ακτή), λόγω μηχανικής βλάβης. Το αεροπλάνο αρχίζει να χάνει ύψος και καταπέφτει στη θάλασσα. Ο Καραμανλάκης, μπλεγμένος στα σχοινιά του αεροπλάνου, προσπαθεί να απεμπλακεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Αφήσει την τελευταία του πνοή στο βυθιζόμενο αεροπλάνο του, σε ηλικία 24 ετών, και γίνεται ο πρώτος μάρτυρας της ελληνικής αεροπορίας.

Την επομένη γίνεται η κηδεία του στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση στην Αθήνα, παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και πλήθους κόσμου, που τον συνοδεύει στην τελευταία του κατοικία στο Α' Νεκροταφείο. Τραγικές φιγούρες, η γηραιά μητέρα του και η νεαρά σύζυγός του. Μία εφημερίδα της εποχής έγραψε χαρακτηριστικά: «Η αρχαία Ελλάς έδωσε τον Ίκαρο θυσία της αεροπορικής ιδέας, η νεωτέρα Ελλάς δίδει τον Καραμανλάκη».

Διαβάστε: Η Ποιητική Μούσα για τον Α. Καραμανλάκη



Κύκλες

 Ηπειρώτικο χορευτικό έθιμο, που χάνεται στα βάθη των αιώνων κι έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.


Οι «Κύκλες» είναι ένα ηπειρώτικο χορευτικό έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και τηρείται ευλαβικά κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, ημέρα της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού στο χωριό Βαπτιστής και στις 9 Σεπτεμβρίου, την επομένη του εορτασμού του Γενεθλίου της Θεοτόκου, στο χωριό Χουλιαράδες, οπότε ολοκληρώνεται το διήμερο πανηγύρι του χωριού.

Βαπτιστής (πρώην Γκούρα) και Χουλιαράδες είναι δύο από τα επτά Χουλιαροχώρια, στα Βόρεια Τζουμέρκα, τα οποία παλαιότερα έβγαζαν εξαιρετικούς κτίστες. Το έθιμο, που έχει εγγραφεί στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, σηματοδοτεί την τελευταία μέρα των πανηγυριών και είναι μία ημέρα χαράς για τους κατοίκους των περιοχών και παλαιότερα κατάλληλη για προξενιά, γάμους βαφτίσια, αρραβώνες.

Οι «Κύκλες» είναι ένας παραδοσιακός κυκλικός χορός με συγκεκριμένο τελετουργικό. Ξεκινάει με το σούρουπο και τελειώνει τη νύχτα, με διάρκεια πάνω από τρεις ώρες. Στο χορό δεν υπάρχουν μουσικά όργανα. Μπροστάρης πάντα είναι ο παπάς του χωριού. Εκείνος σέρνει τον χορό και παίρνει τα παραγγέλματα από τους χορευτές, δηλαδή να κάνει τα σπασίματα, τις «κύκλες», για να καταλήξει στο τέλος να κερδίσει τις εντυπώσεις και να τον θυμούνται οι επισκέπτες.

Σύμφωνα με το τελετουργικό του χορού, τον παπά ακολουθούν οι Αρχές, οι γεροντότεροι, οι νεότεροι, τα παιδιά και στη συνέχεια η γυναίκες. Η διάταξη θυμίζει τον χορό των Σπαρτιατών, που ξεκινούσαν το χορό οι γεροντότεροι και ακολουθούσαν οι νεότεροι. Τους στίχους τραγουδούν οι άνδρες και επαναλαμβάνουν οι γυναίκες. Όλοι πιάνονται μπράτσο με μπράτσο, ο χορός ξεκινάει με το δεξί κι έχει μία ρυθμική κίνηση.

Παράλληλα με τους χορευτές υπάρχουν και οι «κεραστάδες». Είναι νέοι από την αδελφότητα, που κερνούν λουκούμια, νερό και τσίπουρο, καθώς το έχουν ανάγκη όσοι χορεύουν τραγουδώντας.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ρίζες του έρχονται από την Τουρκοκρατία, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι είναι από τα αρχαία χρόνια. Οι στίχοι του τραγουδιού διαμορφώθηκαν ανάλογα με τις συνθήκες και τα δεδομένα της κάθε εποχής, ενώ διεσώθησαν από γενιά σε γενιά. Σε πολλά σημεία έχουν και αλληγορικές έννοιες, ανάλογα με τα ζητούμενα και τις ανάγκες των περασμένων χρόνων.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/1231

Η Ναυμαχία του Γέροντα

 Μία από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης του ’21, που τελείωσε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη στις 29 Αυγούστου 1824...

«Εμπρησμός της Οθωμανικής Φρεγάτας εις Γέροντα», πίνακας του Γ. Κ. Μιχαήλ, που φιλοξενείται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή)

Μία από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης του ’21, που τελείωσε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη στις 29 Αυγούστου 1824 στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Ποσείδιο ή Γέροντας της Μικράς Ασίας (νυν Didim Τουρκίας), απέναντι από τα νησιά Λειψοί και Λέρος της Δωδεκανήσου. Αντιμέτωποι τέθηκαν ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, που αριθμούσε γύρω στα 70 πλοία και ο υπέρτερος (τεχνολογικά και ποσοτικά) τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό τους πασάδες Χοσρέφ και Ιμπραήμ, με πάνω από 250 πλοία.

Μετά την καταστροφή της Κάσου (29 Μαΐου 1824) και των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), το ηθικό του ελληνικού ναυτικού είχε καταπέσει. Η βοήθεια που παρείχε ο χεβίδης της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ έθετε σε κίνδυνο την Ελληνική Επανάσταση. Στόχος του Μοχάμετ Άλι ήταν να συντρίψει το ελληνικό ναυτικό για να μπορέσει ο γιος του Ιμπραήμ Πασάς να αποβιβασθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στη Πελοπόννησο και να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, το έπαθλο για τον πανέξυπνο Αλβανό εκ Καβάλας ήταν μεγάλο. Αν επιτύγχανε τον στόχο του, ο σουλτάνος θα τον επιβράβευε με την παραχώρηση της Κρήτης και της Πελοποννήσου.

Στο πλαίσιο του κοινού τουρκοαιγυπτιακού σχεδίου, ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέφ Πασάς επιχείρησε στις αρχές Αυγούστου του 1824 να καταλάβει τη Σάμο. Ο ελληνικός στόλος, που αποτελείτο από υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά πλοία, τον εμπόδισε να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων, που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και την Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ, που κατέφθασε στην περιοχή στις 19 Αυγούστου.

Πέντε ημέρες αργότερα έγιναν οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο στόλων, οι οποίες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Η αποφασιστική ναυμαχία δόθηκε στις 29 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή. Τα εχθρικά πλοία προσπάθησαν να κυκλώσουν τα ελληνικά, αλλά ο Μιαούλης με εννέα πλοία και δύο πυρπολικά προχώρησε προς τον κόλπο του Γέροντα. Τα αιγυπτιακά πλοία, που κάλυπταν το δεξιό άκρο του εχθρικού στόλου, αποφάσισαν να τα χτυπήσουν, καθώς ήταν απομονωμένα. Ο Παπανικολής προσπάθησε να τα εμποδίσει να πλησιάσουν τα πλοία του Μιαούλη, αλλά δέχθηκε ομαδικό πυρ και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού έκαψε πρώτα το πυρπολικό του. Η νηνεμία που επικρατούσε στη θάλασσα δεν επέτρεψε τη δράση των πυρπολικών του Ματρόζου, του Πιπίνου και του Νικόδημου.

Η κατάσταση μεταβλήθηκε γύρω στο μεσημέρι, όταν ο άνεμος έγινε ευνοϊκός για τον ελληνικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως (θα ήταν χαμένη υπόθεση για τον ελληνικό στόλο, λόγω της ποιοτικής και ποσοτικής υπεροχής του εχθρού), αλλά για μια σύγκρουση, όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα. Η κίνηση τακτικής του Μιαούλη ευνοούσε τα πυρπολικά, που ανέλαβαν δράση, κρίνοντας την έκβαση της ναυμαχίας.

Ο σπετσιώτης μπουρλοτιέρης Λάζαρος Μουσούς κατόρθωσε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σ' ένα αιγυπτιακό μπρίκι. Έντρομοι οι 300 άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμά του έπεσαν στη θάλασσα και το μπρίκι ακυβέρνητο παρασύρθηκε από το ρεύμα και λίγο πιο κάτω ανατινάχθηκε. Δύο πυρπολικά υπό τους Παπαντώνη και Βατικιώτη κατόρθωσαν να κολλήσουν σε μια μεγάλη αιγυπτιακή φρεγάτα με 44 κανόνια, η οποία κάηκε μέσα σε λίγα λεπτά, παρασύροντας στον βυθό τούς περισσότερους από τους 1.100 άνδρες του πληρώματός της.

Μετά τη δυσμενή γι’ αυτόν εξέλιξη, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος άρχισε να υποχωρεί προς την Κω, ενώ ο ελληνικός αγκυροβόλησε και πάλι στον Γέροντα. Η επιτυχία αυτή του ελληνικού ναυτικού αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών του, διέσωσε τη Σάμο και καθυστέρησε την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Η ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του '21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες, που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Έλληνες προκάλεσε τον θαυμασμό των ξένων. Ο Γάλλος ναύαρχος Εντμόν Ζιριέν ντε λα Γκραβιέρ (1812-1892), αναφερόμενος στη ναυμαχία του Γέροντα, παρατηρεί: «Η ναυτική ιστορία ίσως να μην έχει σελίδα περισσότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν για έναν ναυτικό».


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/662

Η Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου


Τέμνει κεφαλὴν χεὶρ μιαιφόνος ξίφει,
Τοῦ χεῖρα θέντος εἰς κεφαλὴν Κυρίου.
Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Προδρόμου τάμεν αὐχένα χαλκός.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ