Διά τὴν Πόλῐν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά
Τετάρτη 22 Μαΐου 2024
Λυκούργος Λογοθέτης
Πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Σάμου, κατά την Επανάσταση του 1821, με σημαντικό έργο τα προεπαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια.
Ο Λυκούργος Λογοθέτης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού χώρου, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Διακρίθηκε, κυρίως, ως πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Σάμου κατά την Επανάσταση του 1821. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπλωματάς.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1772 στο Καρλόβασι και ήταν γιος του Γιάννη και της Μαρούδας Παπλωματά. Ο πατέρας του έλαβε το επώνυμο Παπλωματάς, από το επάγγελμα που ασκούσε. Μετά την ολοκλήρωσή των σπουδών του στην ονομαστή Πορφυριάδα Σχολή της γενέτειράς του, εγκαταστάθηκε το 1788 στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρέθηκε σε φαναριώτικο περιβάλλον. Εκεί, αφού διδάχθηκε φιλοσοφία και λογική, διορίστηκε γραμματέας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η προεπαναστατική δράση του Λυκούργου Λογοθέτη
Το 1795 μετακόμισε στο Βουκουρέστι και ανέλαβε γραμματέας του ηγεμόνα της Μολδαβίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και στη συνέχεια του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου. Εκείνος τον προήγαγε σε λογοθέτη (αξίωμα που προσομοιάζει με αυτό του υπουργού) και τον τίτλο αυτό χρησιμοποιούσε στο εξής ως επώνυμο αντί του Παπλωματάς. Στο Βουκουρέστι έμαθε στοιχεία πρακτικής ιατρικής, που θα του φανούν χρήσιμα τα κατοπινά χρόνια. Αργότερα στάλθηκε ως σύμβουλος στον γαμβρό του Σούτσου και ηγεμόνα τής Μολδαβίας Ιωάννη Σαμουρκάση και το 1802 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρραβωνιάστηκε με τη Μαριορή Καλλιμάχη, κόρη του ηγεμόνα Αλέξανδρου Καλλιμάχη. Ο αρραβώνας τους, όμως, γρήγορα διαλύθηκε.
Οι υψηλές γνωριμίες του Λυκούργου Λογοθέτη και η οικονομική του άνεση τον έκαναν γνωστό στους συμπατριώτες του και, όταν το 1805 επικράτησε προσωρινά στη Σάμο η λαϊκή παράταξη των «Καρμανιόλων», τον κάλεσαν να αναλάβει τη διοίκηση του νησιού. Η έντονη αντίδραση των «Καλλικάντζαρων», που αντιπροσώπευαν την άρχουσα τάξη της Σάμου, τον ανάγκασε να επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Οι απειλές για τη ζωή του πολλαπλασιάστηκαν και το 1808 υποχρεώθηκε να κρυφτεί, αλλά σύντομα οι Οθωμανικές αρχές τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.Στα τέλη του 1810 ο Λογοθέτης ελευθερώθηκε με ενέργειες φίλων του κι επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου στις 22 Μαΐου 1811 νυμφεύθηκε την Πουλουδίτσα Γεωργιάδη, αδελφή του πλοιάρχου Σταμάτη Γεωργιάδη. Το 1812 εκλέχθηκε προεστός της Δυτικής Σάμου, σύντομα όμως ήλθε σε ρήξη και πάλι με τους «Καλλικάντζαρους», και αφού διέφυγε από τέσσερις δολοφονικές απόπειρες, κατέφυγε στη Μύκονο και στη συνέχεια στην Κέρκυρα.
Στη Σάμο επέστρεψε το 1813, αλλά οι διαμάχες του με τους «Καλλικάντζαρους» συνεχίστηκαν και ο ίδιος φυλακίστηκε, ενώ παράλληλα έχασε την περιουσία του. Τελικά, εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου άσκησε το επάγγελμα του γιατρού και του φαρμακοποιού. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 κι έλαβε το συνωμοτικό όνομα «Λυκούργος». Έτσι, από τότε με μέχρι το θάνατό του χρησιμοποιούσε ως ονοματεπώνυμο το Λυκούργος Λογοθέτης.
Τα επαναστατικά χρόνια του Λυκούργου Λογοθέτη
Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων της Σάμου. Στο νησί έφθασε στις 24 Απριλίου, μία εβδομάδα μετά την κήρυξη της Επανάστασης στη Σάμο από τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά. Αμέσως ανέλαβε την αρχηγία και επιδόθηκε στην πολιτική και στρατιωτική οργάνωση των επαναστατημένων Σαμιωτών, δείχνοντας πολιτική οξυδέρκεια και μεγάλη οργανωτική ικανότητα. Το πρώτο του μέλημα ήταν η συμφιλίωσή του με τους «Καλλικάντζαρους», με αποτέλεσμα να μην αμφισβητηθεί η εξουσία του σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Στις 8 Μαΐου, σε μεγάλη συγκέντρωση στο Νέο Καρλόβασι κηρύχθηκε και επίσημα η Επανάσταση στο νησί και στις 12 Μαΐου ο Λυκούργος Λογοθέτης αναγορεύεται Γενικός Διοικητής και Στρατηγός της Σάμου.
Οι στρατιωτικές του ικανότητες αναδείχθηκαν, όταν στις 4 Ιουλίου, ο οθωμανικός στόλος υπό τον Καρά Αλή επιχείρησε να αποβιβάσει αγήματα και να καταλάβει τη Σάμο. Οι πρόκριτοι τρομοκρατήθηκαν και ήθελαν παράδοση. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες των Τούρκων, παρά τον σφοδρό κανονιοβολισμό, απέτυχαν και σκοτώθηκαν περί τους 300 εχθρούς που μπόρεσαν να αποβιβαστούν. Η επιτυχία αυτή αύξησε το κύρος του, η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια του νησιού και ο Δημήτριος Υψηλάντης τον διόρισε Αρχιστράτηγο της Σάμου.
Για την καταστροφή της Χίου θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Λυκούργος Λογοθέτης και η προσωρινή κυβέρνηση τον κάλεσε στο Ναύπλιο για απολογία και τον φυλάκισε. Ύστερα από λίγους μήνες όμως αποφυλακίστηκε, χάρη στην επέμβαση των στρατιωτικών και συγκεκριμένα του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, είχαν αναζωπυρωθεί οι εμφύλιες διαμάχες στη Σάμο, μεταξύ των «Καρμανιόλων» και «Καλλικάντζαρων». Ο Λογοθέτης, με το αναμφισβήτητο κύρος που διέθετε, ανέλαβε και πάλι καθήκοντα διοικητή, μετά την επιστροφή του στην πατρίδα, στις 10 Ιανουαρίου 1823. Αφού επανέφερε την ενότητα, οργάνωσε από την αρχή την άμυνα της Σάμου και το 1824 ήταν έτοιμος να αποκρούσει τις νέες προσπάθειες των Τούρκων να προσβάλουν το νησί.
Όταν ο οθωμανικός στόλος υπό τον Χοσρέφ Πασά εμφανίστηκε στη Σάμο, πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν να παραδοθούν ή να εγκαταλείψουν το νησί. Σε μεγάλη συγκέντρωση των κατοίκων, ο Λυκούργος Λογοθέτης μίλησε με ρεαλισμό κι έπεισε τους συμπατριώτες του ότι η μόνη διέξοδος ήταν να παραμείνουν στην πατρίδα τους και να πολεμήσουν ως το τέλος. Ο εμπνευσμένος λόγος του ενθουσίασε τους Σαμιώτες, οι οποίοι οχύρωσαν το νησί αποτελεσματικά. Όταν ο Χοσρέφ προσπάθησε να διενεργήσει απόβαση, συνάντησε αποφασιστική αντίδραση και μετά τη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) υποχρεώθηκε να αποσυρθεί. Έκτοτε, και κάθε χρόνο, οι συμπατριώτες του τον εξέλεγαν διοικητή της Σάμου. Τον Ιούλιο του 1826 μία ακόμη επιχείρηση του Χοσρέφ Πασά να καταλάβει τη Σάμο απέτυχε.
Η μετεπαναστατική δράση του Λυκούργου Λογοθέτη
Με απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου» (16 Μαρτίου 1829) και στη συνέχεια έκτακτος επίτροπος Μεσσηνίας και Κάτω Λακωνίας (14 Αυγούστου 1829 - 28 Μαρτίου 1830). Ενδιάμεσα είχε εκλεγεί πληρεξούσιος Σάμου στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου).
Το 1830 οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» αποφάσισαν να μη συμπεριληφθεί η Σάμος στο νέο ελληνικό κράτος (Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου). Τότε, ο Λυκούργος Λογοθέτης παραιτήθηκε από τη θέση του, επέστρεψε στην πατρίδα του και άρχισε τον αγώνα για να ανατρέψει την άδικη αυτή απόφαση. Το μόνο όμως που πέτυχαν οι Σαμιώτες ήταν να ονομαστεί η Σάμος αυτόνομη ηγεμονία φόρου υποτελής στην Υψηλή Πύλη (1832). Ο Σαμιώτης αγωνιστής αναγκάστηκε, κάτω και από την πίεση των Τούρκων, αλλά και των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, να εγκαταλείψει οριστικά την πατρίδα του και να καταφύγει στην Τήνο (10 Μαΐου 1834) και από εκεί στο Ναύπλιο (1836) και στην Αθήνα (1837).
Επί Όθωνος το 1836 έλαβε το βαθμό του συνταγματάρχη στη Βασιλική Φάλαγγα και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας. Το 1843 εκπροσώπησε τη Σάμο ως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και ψήφισε το πρώτο Σύνταγμα μετά την ανεξαρτησία (Σύνταγμα του 1844) και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε γερουσιαστής από τον Όθωνα. Το 1847 του απενεμήθη ο βαθμός του υποστρατήγου της Βασιλικής Φάλαγγας.
Ο Λυκούργος Λογοθέτης πέθανε στις 22 Μαΐου 1850 στην Αθήνα, σε ηλικία 78 ετών, «εξ αποστεώσεως των βαλβίδων της καρδίας», όπως ανέφερε το πιστοποιητικό θανάτου του. Έφυγε από τη ζωή πικραμένος και απογοητευμένος, που δεν αξιώθηκε να δει τη Σάμο τμήμα του πρώτου ελληνικού κράτους. Κηδεύτηκε την επομένη με ιδιαίτερες τιμές. Άφησε δύο γιους και δύο θυγατέρες. Έγραψε απομνημονεύματα που αναφέρονται στην περίοδο της Επανάστασης.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1791
Μέγας Κωνσταντίνος
Ο Έλληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ονομάστηκε Μέγας για το πολυσύνθετο έργο του, που επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την παγκόσμια ιστορία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο.
Ο Έλληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ονομάστηκε Μέγας για το πολυσύνθετο έργο του, που επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την παγκόσμια ιστορία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο, επειδή υποστήριξε παντοιοτρόπως τον Χριστιανισμό. Η μνήμη του συνεορτάζεται μαζί με αυτή της μητέρας του Αγίας Ελένης στις 21 Μαΐου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν τον έχει εντάξει στη χωρεία των Αγίων της, επειδή η ιστορική έρευνα του χρεώνει τη διαταγή για τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας (Κρίσπος και Φαύστα πρέπει να είχαν ερωτική σχέση, σύμφωνα τα νεώτερα ιστορικά δεδομένα).
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας (σήμερα Νις Σερβίας) και ήταν γιος του ρωμαίου αξιωματικού Κωνστάντιου Χλωρού και της συζύγου ή παλλακίδας του Ελένης. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα κοντά στον πατέρα του και από νεαρής ηλικίας κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό, όπου διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και την εν γένει προσωπικότητά του. Η προώθηση του πατέρα του στα ανώτατα κλιμάκια της αυτοκρατορίας βοήθησε και τη δική του ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Ρώμης.
Το 305 ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία του στη Μεγάλη Βρετανία και μετά τον θάνατό του (7 Ιουλίου του 306) ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα διάδοχός του με τον τίτλο του Αυγούστου στο Εβόρακο (σήμερα Γιορκ). Σε μία περίοδο μεγάλων εντάσεων στην αυτοκρατορία εξαιτίας της πολυαρχίας, ο Κωνσταντίνος θέλησε να γίνει κυρίαρχος πρώτα στο Δυτικό τμήμα και στη συνέχεια στο Ανατολικό. Γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να επικρατήσει του άλλου Αύγουστου της Δύσης, του Μαξέντιου.
Οι στρατοί του Κωνσταντίνου και του Μαξέντιου συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 312 στα περίχωρα της Ρώμης, κοντά στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη. Την παραμονή της μάχης, στις 27 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμά του, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “Εν τούτω Νίκα”. Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “θεία έμπνευση”, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες, τον οδήγησαν την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.
Παρότι δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον Χριστιανισμό, διείδε τη δυναμική της θρησκείας αυτής και αποφάσισε να την υιοθετήσει και να την εντάξει στην πολιτική του. Το 313 υπέγραψε με τον σύμμαχό του στην Ανατολή Λικίνιο το “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, με το οποίο κατοχυρωνόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας στην επικράτειά του. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το 311 με το διάταγμα του αυτοκράτορα Γαλέριου, που έπαυε τους διωγμούς κατά των χριστιανών.
Οι φιλοδοξίες του Κωνσταντίνου δεν σταματούσαν με την επικράτησή του στη Δύση. Ήθελε να κυριαρχήσει σε όλη την αυτοκρατορία και γι' αυτό πολύ γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον σύμμαχό του στην Ανατολή και γαμπρό του Λικίνιο (Ο Λικίνιος ήταν σύζυγος της αδελφής του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίας). Ο Κωνσταντίνος επικράτησε σε σειρά μαχών και ναυμαχιών και το 324 έγινε κυρίαρχος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Μετά την επικράτησή του, κύριο μέλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανόρθωση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Με μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησε, αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και περιόρισε τις κεντρόφυγες τάσεις, με την κατάργηση των αξιωμάτων του Αύγουστου και του Καίσαρα, ενώ περιόρισε σημαντικά τις εξουσίες της Συγκλήτου. Στο οικονομικό πεδίο, έκοψε νέο νόμισμα, το σόλιδο και προέβη σε μαζικές αγορές χρυσού, που όχι μόνο το σταθεροποίησαν, αλλά το κατέστησαν το σταθερότερο νόμισμα στη διεθνή αγορά μέχρι τον 11ο αιώνα. Στο διοικητικό πεδίο, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ριζική ανανέωση της αυτοκρατορίας που επιδίωκε ο Κωνσταντίνος. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330.
Η εύνοια του Κωνσταντίνου προς την εκκλησία εκδηλώθηκε με το σταθερό του ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εσωτερικής της ενότητας, που είχε διαρρηχθεί από την αίρεση του Αρειανισμού. Γι’ αυτό το λόγο συγκάλεσε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικουμενική Σύνοδο, που καθόρισε το δόγμα του Χριστιανισμού (“Πιστεύω”). Λίγο πριν από τον θάνατό του στις 22 Μαΐου του 337, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί δύο φορές: Το 303 τη Μινερβίνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κρίσπο και το 307 τη Φαύστα, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο, τον Κώνστα, την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Το 326 ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή για τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Κρίσπου και της δεύτερης συζύγου του Φαύστας, επειδή, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τους υποπτευόταν ότι διατηρούσαν ερωτική σχέση. Εξ αυτού του λόγου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον Μέγα Κωνσταντίνο ως Άγιο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/834
Το Κίνημα του Ναυτικού
Συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το Κίνημα που ετοίμαζαν από το 1969 δεν εκδηλώθηκε, γιατί προδόθηκε στις 22 Μαΐου 1973. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και βασανισμοί.
Το Ναυτικό, στρατιωτικό σώμα με φιλελεύθερη παράδοση, δεν έλαβε ενεργά μέρος στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτό φάνηκε και από την παραίτηση του αρχηγού του Κωνσταντίνου Εγκολφόπουλου, αμέσως μετά την επικράτηση των συνταγματαρχών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού στη Χούντα εκδηλώθηκε στο αποτυχόν κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (13 Δεκεμβρίου 1967), όταν ο Στόλος εξήλθε στο Αιγαίο.
Αμέσως μετά, στελέχη του Ναυτικού της τάξεως του 1940, όπως οι Πλωτάρχες Παππάς, Σέκερης και Μάλιαρης, άρχισαν να οργανώνουν ένα συνωμοτικό πυρήνα εντός του στρατεύματος, με στόχο την ανατροπή της Δικτατορίας. Από τις αρχές του 1969 ο μικρός πυρήνας των στελεχών αυτών άρχισε να μεγαλώνει, με τη συστηματική μύηση αξιωματικών στο κίνημα τα οποία έδιδαν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την ανατροπή της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια: από την απαγωγή του Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της άσκησης του Στόλου με την επωνυμία «Θρίαμβος» (Αύγουστος 1969), μέχρι την κατάληψη της Κρήτης, της Μήλου και άλλων νησιών και το σχηματισμό εκεί κυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την επάνοδο και του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1969). Στην πράξη, όμως, τα σχέδια αυτά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Τρία χρόνια αργότερα, ο κύκλος των κινηματιών είχε μεγαλώσει, ενώ επίλεκτα μέλη της είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στην Ιεραρχία του Ναυτικού. Οι Παππάς, Παπαδόγκωνας, Μάλλιαρης, Γκιόγκεζας, Κουσουρής κ.ά. ήταν όλοι τους διοικητές σε μεγάλα αντιτορπιλικά, έχοντας μυήσει και ανώτερα στελέχη κάθε πλοίου, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πάρουν τα πλοία και να εξεγερθούν κατά της χούντας. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί και αξιωματικοί από τον Στρατό και την Αεροπορία, πολίτες μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και απόστρατοι αξιωματικοί, όπως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που θα προμήθευε με καύσιμα τους κινηματίες από την οικογενειακή επιχείρηση.
Μετά την εξέγερση της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973, οι κινηματίες πήραν το λαϊκό μήνυμα και αποφάσισαν να δράσουν. Την απόφασή τους αυτή την κοινοποίησαν στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μέσω αυτού στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους. Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία αφού καταλάμβαναν θα τοποθετούσαν διοικητή τον απόστρατο ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, που ήταν μυημένος στο Κίνημα. Μόλις επικρατούσαν, θα καλούσαν πολιτικούς όλων των κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Η ημερομηνία για την εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε η 22α Μαΐου, όταν στο Αιγαίο θα έπλεε μοίρα Νατοϊκών πλοίων, παρά τις αντιρρήσεις των Παππά, Σέκερη και Παπαθανασίου, που προτιμούσαν την 18η Μαΐου, όταν τρία αντιτορπιλικά θα απέπλεαν σε προγραμματισμένες ασκήσεις με σχεδόν όλη τη δύναμη των Πεζοναυτών. Πρότειναν να κυκλώσουν με τα αντιτορπιλικά τους τα πλοία με τους πεζοναύτες και είτε να τους πάρουν με το μέρος τους, είτε να τους χρησιμοποιήσουν ως ομήρους για να εκβιάσουν τη Χούντα. Η πρότασή τους δεν έγινε αποδεκτή.Την παραμονή της εκδήλωσης του κινήματος, οι μυημένοι αξιωματικοί υποψιάστηκαν ότι το σχέδιό τους έγινε αντιληπτό από τη Χούντα και αποφάσισαν την αναβολή του. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή περικύκλωσαν τον Ναύσταθμο, ενώ από το πρωί της 23ης Μαΐου αρχίζουν οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι βασανισμοί. Η έλλειψη ενός ηγέτη στο Κίνημα ήταν εμφανής, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με ομάδα στρατιωτικών.
Η Χούντα με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», αποκρύβοντας το μέγεθος του κινήματος, που το γνώριζε πολύ καλά. Σε ηρωική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού αναδείχτηκε ο απόστρατος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος βασανίστηκε απάνθρωπα στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για 47 ημέρες και έμεινε ανάπηρος.
Στις 25 Μαΐου 1973, το πολεμικό πλοίο «Βέλος», με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, έναν από τους πρωτεργάτες του κινήματος, αποχώρησε από την άσκηση του ΝΑΤΟ, που διεξαγόταν στα ανοικτά της Σαρδηνίας και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου κυβερνήτης και πλήρωμα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, ρίχνοντας με αυτό τον τρόπο την αυλαία του Κινήματος του Ναυτικού. Η ενέργειά του αυτή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και κατέδειξε ότι η αντίθεση στη Δικτατορία ήταν μεγάλη και μέσα στο στράτευμα.
Το σύνολο των συλληφθέντων στο Κίνημα του Ναυτικού ήταν 79 άτομα. Από αυτούς, οι 63 ήταν του Ναυτικού (60 εν ενεργεία και τρεις απόστρατοι), πέντε του Στρατού (τρεις απόστρατοι και δύο εν ενεργεία), πέντε της Αεροπορίας (εν ενεργεία) και έξι ιδιώτες. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι έως τις 27 Αυγούστου 1973 και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, αφού έλαβαν αμνηστία. Δεν συνέφερε τη Χούντα να αντιπαρατεθεί με έναν ολόκληρο Κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το Κίνημα του Ναυτικού μπορεί να απέτυχε οργανωτικά, αλλά πέτυχε πολιτικά. Διότι έκανε φανερό ότι το καθεστώς των Απριλιανών κλονίζεται στη βάση του, που ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Το καθεστώς Παπαδόπουλου προσπάθησε στη συνέχεια να δείξει ένα «φιλελεύθερο» πρόσωπο, αλλά μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανετράπη από τους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς του Ιωαννίδη.
Η Μάχη του Γρανικού
Η πρώτη μεγάλη νίκη του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, που εδραίωσε τη φήμη του ως μέγα στρατηλάτη. Έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου του 334 π.Χ. στον ποταμό Γρανικό.
Η πρώτη μεγάλη νίκη του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, που εδραίωσε τη φήμη του ως μέγα στρατηλάτη. Έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου του 334 π.Χ. στον ποταμό Γρανικό (σημερινό Μπιγκάτσαϊ), που βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, κοντά στην Τροία.
Οι πέρσες σατράπες Μιθριδάτης και Σπιθριδάτης κατείχαν τη μία όχθη του Γρανικού ποταμού, έχοντας υπό τας διαταγάς τους 12.000 πεζούς, 15.000 ιππείς και 5.000 έλληνες μισθοφόρους υπό τον Μέμνωνα τον Ρόδιο. Στην αντίπερα όχθη, ο Αλέξανδρος παρέταξε 30.000 πεζούς και 5000 ιππείς.
Ο Αλέξανδρος είχε ξεκινήσει στις αρχές Μαΐου από την Πέλλα με το στρατό του και στόλο 160 πλοίων με στρατηγούς τους Παρμενίωνα, Φιλώτα, Κράτερο, Κλείτο και Ηφαιστίωνα. Στη Μακεδονία άφησε ως αντικαταστάτη του τον Αντίπατρο με 12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς. Δια μέσου της Θράκης φθάνει στον Ελλήσποντο, όπου τον ανέμενε ο στόλος του, ο οποίος διαβίβασε τις δυνάμεις του στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στην Άβυδο, υπό την εποπτεία του Παρμενίωνα.
Ο Αλέξανδρος αποσπάστηκε για λίγο από το στρατό του για να θυσιάσει στο τέμενος του Πρωτεσίλαου (του πρώτου Έλληνα που εφονεύθη στον Τρωικό Πόλεμο) στην Ελεούντα, ενώ στη συνέχεια μετέβη στο Ίλιον, όπου τέλεσε θυσία στην Αθηνά και αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα.
Όταν επέστρεψε στην Άβυδο πληροφορήθηκε από τους στρατηγούς του ότι οι Πέρσες τον ανέμεναν παρατεταγμένοι στην όχθη του Γρανικού. Η θέση τους ήταν πλεονεκτική, καθώς η όχθη του ποταμού ήταν απότομη. Ο Αλέξανδρος μετά από εισήγηση του Παρμενίωνα διαβαίνει τον ποταμό την αυγή της 22ας Μαΐου και επιτίθεται με τη δεξιά του πτέρυγα, της οποίας προΐστατο ο ίδιος, έχοντας εφαρμόσει τη Λοξή Φάλαγγα.
Ο Αλέξανδρος μάχεται μεταξύ των πρώτων. Σε μία στιγμή της μάχης, ο πέρσης σατράπης Σπιδριδάτης υψώνει το ξίφος του για να τον σκοτώσει. Με μία αστραπιαία κίνηση ο Κλείτος αποκόπτει το χέρι του Σπιθριδάτη και σώζει τον Αλέξανδρο. Εν τω μεταξύ, οι περσικές δυνάμεις είχαν υποπέσει σ' ένα σημαντικό τακτικό σφάλμα με καθοριστική σημασία στην έκβαση της μάχης. Είχαν τοποθετήσει τους ιππείς έμπροσθεν των πεζών, με αποτέλεσμα όταν αυτοί άρχισαν να υποχωρούν υπό την πίεση των Μακεδόνων να παρασύρουν τους πεζούς, οι οποίοι βάλλονταν ανηλεώς από τους σαρισοφόρους.
Όσοι επέζησαν τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας μόνους στο πεδίο της μάχης τους έλληνες μισθοφόρους. 2.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι στη Μακεδονία για καταναγκαστικά έργα, επειδή «παρά τα κοινή δόξαντα τοις Έλλησι, Έλληνες όντες εναντία τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο», όπως αναφέρει ο Αρριανός. Οι απώλειες των Μακεδόνων ανήλθαν σε 150 άνδρες, ενώ οι Πέρσες έχασαν 4.000 στρατιώτες.
Την επομένη του θριάμβου του, ο Αλέξανδρος διέταξε να ταφούν οι πεσόντες άνδρες του μετά των όπλων τους, αλλά και έλληνες μισθοφόροι κατά τα έθιμα. Διέταξε, επίσης, να αποσταλούν στον Παρθενώνα ως αφιέρωμα 300 περσικές ασπίδες με την επιγραφή «Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων».
Η νίκη του Αλέξανδρου καταρράκωσε το ηθικό των Περσών, ενώ άρχισε να δημιουργείται η φήμη περί του αηττήτου του Αλέξανδρου. Η μία μετά την άλλη οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας απελευθερώθηκαν και δημιουργήθηκε ένα προγεφύρωμα, χρήσιμο στον Αλέξανδρο για τη συνέχιση της εκστρατεία του κατά των Περσών.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/142
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, μαζί με την Μαντώ Μαυρογένους, ήταν οι δύο κορυφαίες γυναικείες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης.
Κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της επίσης υδραίας Σκεύως Κοκκίνη, που καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα. Το 1797, ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία.
Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτριο Μπούμπουλη και έγινε έκτοτε γνωστή ως Μπουμπουλίνα (η γυναίκα του Μπούμπουλη). Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.
Με την περιουσία του συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, η Μπουμπουλίνα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά κι έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία. Όμως, το 1816 οι Οθωμανοί επεχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, επειδή τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806. Με τη μεσολάβηση του ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ και της μητέρας του Σουλτάνου Βαλιντέ κατόρθωσε να διασώσει την περιουσία της.
Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, αλλά το γεγονός αμφισβητείται, καθώς είναι γνωστό ότι η οργάνωση δεν έκανε ποτέ μέλη της, γυναίκες. Μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες διέταξε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», για το οποίο δαπάνησε 25.000 δίστηλα. Με μήκος 48 πήχεις (περίπου 34 μέτρα) και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, ο «Αγαμέμνων» καθελκύστηκε το 1820 και ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που έλαβε μέρος στην Επανάσταση.
Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους. Σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Ιωάννης Γιάννουζας. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας, στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και της Τριπόλεως, στην οποία εισήλθε πάνω σε λευκό ίππο και έσωσε τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά από τη μήνη των πολιορκητών.
Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824. Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.
O θάνατος της Μπουμπουλίνας
Έτσι, η Μπουμπουλίνα επέστρεψε πικραμένη στις Σπέτσες και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της, μόνη με τα υπολείμματα της περιουσίας της, μέχρι το τέλος της ζωής της, που δεν άργησε να έλθει. Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλόφ. Ο Ορλόφ, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειας Κούτση, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας. Στη λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία. Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου.
Οι απόγονοι της Μπουμπουλίνας δώρισαν το πλοίο «Αγαμέμνων» στο νεοσύστατο κράτος, το οποίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου με το όνομα «Σπέτσαι». Ανατινάχθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο κατά τη διάρκεια των πολιτικών ταραχών της 29ης Ιουλίου 1831. Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες είναι σήμερα Μουσείο. Περιλαμβάνει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα και διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις.
Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα. Το 2018, ήταν η σειρά της πατρίδας της να τήν τιμήσει. Με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΦΕΚ 373, Τεύχος Γ, της 11 Απριλίου), της απονεμήθηκε ο βαθμός του υποναυάρχου επί τιμή, ο Πολεμικός Σταυρός Α ‘ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, για « τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες», σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης.
Σχετικά
- «Μπουμπουλίνα», βιογραφική ταινία του Κώστα Ανδρίτσου με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά στον ομώνυμο ρόλο. Η ταινία, που πρωτοπροβλήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1959, έκοψε 37.675 εισιτήρια και κατέλαβε την 21η θέση στον κατάλογο με τις εμπορικότερες παραγωγές της κινηματογραφικής σεζόν 1959-1960.
Μνήμη της Β' Αγίας Οικουμενικής Συνόδου
Tολμά το θείον Πνεύμα μη Θεόν λέγειν,
Tο παμπόνηρον πνεύμα Mακεδονίου.
Μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου, ο Ευνόμιος Κυζίκου με το διδάσκαλό του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.
Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (390 μ.Χ.), όπως και η λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο νου, γιατί αυτό θα σήμαινε την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πως ο Χριστός για την σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν έλαβε κατά την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «σαρξ», όχι όμως με την βιβλική του σημασία. Επέμενε στη στενή ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη» ανθρώπινη φύση μετά την ένωση πρέπει να θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα πιο κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος Θεός..
Οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό «κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν κατά του Θεού και του Υιού και ότι χριστομαχούσαν, αλλά και ότι πνευματομαχούσαν..
Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας έγινε από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ..
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β' Οικουμενικής έγινε από την Δ+ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.
Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.
Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ' όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι' Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
Σχετικά κείμενα
Άγιος Βασιλίσκος
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν,
Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν.
Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ο Άγιος Βασιλίσκος, ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας και μαρτύρησε διά ξίφους επί Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.) και άρχοντος Αγρίππα. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Ασκληπιάδη (ή Ασκληπιόδοτο) με τους στρατιώτες του Ευτρόπιο και Κλεόνικο (τιμάται 3 Μαρτίου), οι οποίοι, επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τελειώθηκαν διά μαρτυρικού θανάτου.
Ο Άγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοπαθήσεις, θα αρνιόταν τον Χριστό, οπότε ο αντίκτυπος από την πράξη του αυτή θα ήταν μέγας μεταξύ των Χριστιανών. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, αφού απέκρουσε όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές.
Μία ημέρα ο Άγιος πέτυχε, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, να μεταβεί στον οίκο του, να παρηγορήσει τους γονείς και αδελφούς του και να τους συστήσει εμμονή στη Χριστιανική πίστη.
Όταν πληροφορήθηκε τούτο ο ηγεμόνας Αγρίππας διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα. Ερχόμενος προς τον ηγεμόνα, όταν έφθασαν στο χωριό των Δακών, οι στρατιώτες που τον συνόδευαν τον έδεσαν σε ξερό πλάτανο, για να γευματίσουν. Τότε ο Βασιλίσκος, διά της προσευχής του, πέτυχε να αναβλαστήσει ο πλάτανος και από την ρίζα του να αναβλύσει μικρή πηγή. Αφού είδαν το θαύμα αυτό οι στρατιώτες, θαύμασαν και πίστεψαν στον Χριστό.
Όταν έφθασε στα Κόμανα, προσήχθη ενώπιον του Αγρίππα, ο οποίος οδήγησε τον Βασιλίσκο στον ειδωλολατρικό ναό, ελπίζοντας ότι το επίσημο περιβάλλον θα τον ωθούσε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Βασιλίσκος όμως με θερμή προσευχή πέτυχε την πτώση και συντριβή των ειδώλων. Τότε ο Αγρίππας διέταξε να αποκεφαλισθεί και τα ιερά λείψανά του να ριχθούν στον ποταμό.
Χριστιανοί των Κομάνων ανέσυραν το τίμιο σκήνωμα κρυφά και το ενταφίασαν με ευλάβεια. Αργότερα, από τον ευσεβέστατο άρχοντα των Κομάνων Μαρίνο ανοικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του Μάρτυρος, στον οποίο κατετέθησαν και τα ιερά αυτού λείψανα.
Η μνήμη του Αγίου Βασιλίσκου επαναλαμβάνεται στις 3 Μαρτίου.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν, στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
-
Εν αρχή ην ο πόνος, τούτες τις τρομερές μέρες του φετινού Αυγούστου. Ναι, ο πόνος. Γιατί πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα και την εμβριθέστερη...
-
Τίτλοι αρχής (το παρακάτω βίντεο ανέβηκε από το κανάλι bellllllochannel στο Youtube) Μοιάζει...
-
Πηγή εικόνας: i-diadromi.gr Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται...