Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι όμως δεν πίστεψα
Όρους αντέστρεψα
Είμαι ο Έλληνας που πολεμά
Είπαν πως χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Έμεινα μόνος μου κι όμως επέζησα
Έζησα στη φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στη φωτιά (Eurovision 1995)

Αναγνώστες

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Με Απολλώνιο!H CABAL και η άλλη πλευρά-Κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος;


ΘΑ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - Είναι μήνυμα από το εξωτερικό


ΞΕΣΠΑΣΕ Η ΕΦΗ ΘΩΔΗ με κατάρες στον Μητσοτάκη: Κανένα έλεος!


Ηλίας Βενέζης

 Έλληνας λογοτέχνης, από τους σημαντικότερους της γενιάς του ‘30. H ζωή του ακολούθησε τις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού και τις αποτύπωσε στο έργο του.

Ηλίας Βενέζης (1904 – 1973)

Ο Ηλίας Βενέζης ήταν έλληνας πεζογράφος, από τους σημαντικότερους της λογοτεχνικής γενιάς του 1930. Από την παιδική του ηλικία, η ζωή του ακολούθησε τις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού και τις αποτύπωσε στο έργο του. Έγινε ο ραψωδός της προσφυγιάς και του ξεριζωμού, αλλά μαζί και της ανθρωπιάς, της καρτερίας και της πίστης. Μείζονα έργα του τα μυθιστορήματα «Το Νούμερο 31328» (1931), «Γαλήνη» (1939) και «Αιολική Γη» (1943).

Ο Ηλίας Μέλλος, όπως ήταν το πατρικό επώνυμο (Βενέζης ήταν το επώνυμο του παππού του, το οποίο υιοθέτησε ως φιλολογικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1904 στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Για το έτος της γέννησής του η νεότερη έρευνα έχει αποδείξει, με βάση τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του, ότι είχε γεννηθεί το 1898.

Ο Ηλίας ήταν ένα από τα επτά παιδιά του κτηματία Μιχαήλ Μέλλου, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και της Βασιλικής Μπιμπέλα, κόρης του μεγαλοτσιφλικά Γιαννακού Μπιμπέλα. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένειά του κατέφυγε στη Μυτιλήνη, τόπο καταγωγής της μητέρας του, όταν οι Τούρκοι άρχισαν διωγμούς κατά των χριστιανών. Εκεί ο Βενέζης πέρασε τα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια με σκληρές στερήσεις, σπουδάζοντας την ημέρα και εργαζόμενος τη νύχτα.

Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στο Αϊβαλί και άρχισε να μελετά ανώτερα μαθηματικά για να σπουδάσει μηχανικός στη Γαλλία. Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και η έξοδος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ανέτρεψαν τα σχέδια του. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Αϊβαλί, τον συνέλαβαν μαζί με άλλους 3.000 Έλληνες και τον οδήγησαν αιχμάλωτο στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για να εργασθεί στα διαβόητα «Τάγματα Εργασίας».

Εκεί, ο Βενέζης υπέστη επί 14 μήνες αφάνταστα βάσανα, τα οποία περιέγραψε στο βιβλίο του «Το Νούμερο 31328», που εκδόθηκε το 1931. Το νούμερο αυτό ήταν ο αριθμός με τον οποίο ήταν καταχωρημένος στα «Τάγματα Εργασίας». Οι απάνθρωπες συνθήκες της αιχμαλωσίας (ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπολίτες του που επέζησαν) και ο ξεριζωμός από την πατρώα γη άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο νεαρό τότε Βενέζη και σημάδεψαν με καίριο τρόπο τη θεματογραφία του έργου του.

Μετά τη διάσωσή του, κατέφυγε και πάλι στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε και άρχισε να εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα. Εκεί γνωρίστηκε με τον Στράτη Μυριβήλη και την ομάδα των λογοτεχνών και καλλιτεχνών του νησιού, τη γνωστή με την ονομασία «Λεσβιακή Άνοιξη». Το 1930 μετατάχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση για το Κεντρικό Κατάστημα της Αθήνας, όπου υπηρέτησε ως το 1957 και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Υποδιευθυντή.

Στα αθηναϊκά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1928, μετά την βράβευσή του στο διαγωνισμό του περιοδικού «Νέα Εστία» για το διήγημά του «Ο θάνατος». Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε στη Μυτιλήνη το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Ο Μανώλης Λέκκας και άλλα διηγήματα», το οποίο έγινε ευμενώς δεκτό από τους κριτικούς των Αθηνών.

Το 1938 παντρεύτηκε τη Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Άννα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Γαλήνη». Είναι, ίσως, το πρώτο βιβλίο που αντιμετωπίζει με λογοτεχνική επάρκεια το θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες για να συνυπάρξουν δύο διαφορετικοί ουσιαστικά κόσμοι και οι αναπόφευκτες συγκρούσεις τους εξιστορούνται τόσο μέσα από την ομαδική περιπέτεια του πλήθους, όσο και μέσα από τα ιδιωτικά περιστατικά της οικογενειακής ζωής του κεντρικού ήρωα, του γιατρού Δημήτρη Βένη. Για τη «Γαλήνη» τιμήθηκε το 1940 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.

Ζάππειο 1933. Από αριστερά: Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης
Ζάππειο 1933. Από αριστερά: Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης

Στις 28 Οκτωβρίου 1943 οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδας είχαν συγκεντρωθεί στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου για να τιμήσουν την επέτειο του «ΟΧΙ», αλλά και τη μνήμη των συναδέλφων τους που έπεσαν μαχόμενοι. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην αίθουσα και συνέλαβαν τον διοικητή και μερικούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και τον Βενέζη. Τον απομόνωσαν στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και θα τον εκτελούσαν, αν δεν επενέβαινε συντονισμένα ο πνευματικός κόσμος της χώρας και ζητούσε την απελευθέρωσή του. Από τη νέα αυτή τραγική εμπειρία θα προκύψει το μοναδικό θεατρικό του έργο «Μπλοκ C», που ανέβηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1945 από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσούλη και πρωταγωνιστές τον Θάνο Κωτσόπουλο και τον Ιορδάνη Μαρίνο.

Στα τέλη του 1943 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Αιολική Γη», το δημοφιλέστερο και περισσότερο μεταφρασμένο από τα έργα του Βενέζη. Το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο από την οπτική ενός μικρού παιδιού, αποτελεί έναν ύμνο για τον χαμένο παράδεισο των παιδικών του χρόνων και, ταυτόχρονα, ένα χρονικό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό.

Από το 1946 χρονολογείται και η πρώτη μετάφραση βιβλίων του στο εξωτερικό, σε πολλές γλώσσες, που είχαν μεγάλη απήχηση. Εκτός από τα τρία μείζονα έργα του, για τα οποία κατέχει περίοπτη θέση στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ιστορικά έργα. Το 1958 συμμετείχε στο «Μυθιστόρημα των 4», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και το οποίο έγραψαν κατά σειρά ο Στράτης Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης και ο ίδιος.

Το 1948, εν μέσω Εμφυλίου Πολέμου, συμμετείχε στην ίδρυση της αντικομουνιστικής Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και τον επόμενο χρόνο με πρόσκληση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών περιόδευσε επί εξάμηνο στις ΗΠΑ, όπου έδωσε διαλέξεις και συνεντεύξεις.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο συνεργάστηκε για πολλά χρόνια (1954-1970) με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) σε εκπομπές λόγου, ενώ υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, της Λυρικής Σκηνής, της Κοινότητας Ευρωπαίων Συγγραφέων, της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και ιδρυτι­κό μέλος της λογοτεχνικής «Ομάδας των 12».

Τον Ιανουάριο του 1957 η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τον Ηλία Βενέζη τακτικό μέλος της στην τάξη των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών και το 1959 του απενεμήθη ο Ταξιάρχης του Τάγματος Γεωργίου Α.

Ο Ηλίας Βενέζης πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973, καταβεβλημένος από τον καρκίνο του λάρυγγα, με τον οποίο είχε διαγνωστεί πριν από δύο χρόνια.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2387

© SanSimera.gr


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων

Έλληνας διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)

Διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και στη Σκόπελο, φοίτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της Χαλκίδας και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βαρβάκειο) με χίλιες δυο στερήσεις. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν πήρε το δίπλωμά του.

Φύση ασκητική ο Παπαδιαμάντης, στα είκοσί του πήγε στο Άγιο Όρος μαζί με τον εξάδελφό του, επίσης διηγηματογράφο, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, για να προσκυνήσει, όπως έλεγε ο ίδιος. Πάντως, δεν έμεινε πολύ εκεί. Γύρισε στην Αθήνα και όλη του η ζωή κύλησε λιτά και ασκητικά ανάμεσα στη βιοπάλη, τη συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια ήταν ο τακτικός ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι και από τα μικρά του χρόνια ως το θάνατό του η πιο αγαπημένη του ενασχόληση ήταν η μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων.

Ο Παπαδιαμάντης πολύ νέος άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Δημοσίευε ιδίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά και γαλλικά, γλώσσες που τις έμαθε μόνος του. Παράλληλα, άρχισε και το καθαυτό λογοτεχνικό του έργο. Τα πρώτα χρόνια καταγίνεται με ιστορικά μυθιστορήματα: «Μετανάστις (1880), «Οι Έμποροι των Εθνών» (1883), «Η Γυφτοπούλα» (1884). Γράφει και μερικά ποιήματα.

Γρήγορα, όμως, βρήκε τον αληθινό του δρόμο και στράφηκε προς το διήγημα. Ο «Χρήστος Μηλιόνης» (1885), εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, είναι η απαρχή της στροφής αυτής. Από το 1885 καταγίνεται αποκλειστικά μ’ αυτό το είδος. Γράφει μικρά και μεγάλα διηγήματα (νουβέλες): «Η Χολεριασμένη (1901), «Ο Πεντάρφανος» (1905), «Ο Νεκρός ταξιδιώτης (1910), «Η Φόνισσα» (1903), «Οι Μάγισσες (1900), «Η Νοσταλγός» (1894), τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», τα « Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα και τα «Πασχαλινά διηγήματα».

Το πλούσιο διηγηματικό του έργο, με θέματα και τύπους από τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας ή την απλοϊκή ζωή της κοινωνίας της Σκιάθου, τον παρουσιάζει συγγραφέα του είδους, που λέγεται ηθογραφία. Αλλά η ηθογραφία του είναι μόνο ο σκηνικός διάκοσμος, όπου κινούνται τα πρόσωπα και ξετυλίγονται τα γεγονότα. Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιγράφει ήθη και έθιμα. Βλέπει τη λαϊκή ψυχή, ζει τις εκδηλώσεις και αποτυπώνει όλα αυτά στο έργο του, ένα έργο τελείως προσωπικό και ιδιότυπο ως προς την εκλογή των θεμάτων, την έμπνευση και τη γλώσσα.

Ο Παπαδιαμάντης αγάπησε την απλοϊκή ζωή, τη νοσταλγούσε και την ονειροπολούσε συνεχώς και είχε το μεγάλο μυστικό να μεταμορφώνει τα ονειροπολήματά του σε εκλεκτά διηγήματα. Ασφαλώς τέτοιες ώρες νοσταλγίας και ονειροπόλησης έπλασε τα «Ρόδινα Ακρογιάλια» (1908), «Ολόγυρα, στη λίμνη» (1892), «Το Αστεράκι» (1909), «Το μοιρολόγι της φώκιας»(1908) κ.ά. Τέτοιες ώρες, επίσης, καθώς έσκυβε πάνω από τον ανθρώπινο πόνο, έγραψε τη «Μαυρομαντηλού» (1891), τη «Σταχομαζώχτρα» (1889), το «Σπιτάκι στο λιβάδι» (1896), την «Υπηρέτρα» (1888) ή το μικρό αριστούργημα «Στο Χριστό στο κάστρο» (1892).

Στο προσωπικό ύφος του Παπαδιαμάντη ανήκουν ακόμα η έντονη λατρεία της φύσης, η θρησκευτική ευλάβεια και η βυζαντινή μελωδία, που είναι διάχυτη στο έργο του. Άλλωστε, το λέει και ο ίδιος: «Όσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Ιδιόμορφη είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, επηρεασμένη από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει ούτε τη σαφήνεια και κατανόηση, ούτε το να έχουν οι φυσικές του περιγραφές, ποίηση αληθινή.

Γενικά, ο Παπαδιαμάντης χάρισε σελίδες αριστοτεχνικές στη νεοελληνική λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους μας. Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα και όταν κατάλαβε το τέλος του, αναζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911.

Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.




               Πηγή

Η Μάχη του Κερατσινίου

 Στις 4 Μαρτίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποκρούει επίθεση του Κιουταχή στο Κερατσίνι, περιοχή βόρεια του Πειραιά, και του προξενεί βαρύτατες απώλειες.

Πηγή εικόνας: «Καραϊσκάκης - Ο Σταυραετός της Ρούμελης», Εκδόσεις Στρατίκη

Στις 4 Μαρτίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποκρούει επίθεση του Οθωμανού πολέμαρχου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (γνωστού ως Κιουταχή) στο Κερατσίνι, περιοχή βόρεια του Πειραιά, και του προξενεί βαρύτατες απώλειες. Η Μάχη του Κερατσινίου ανέδειξε για μία ακόμα φορά τα ηγετικά προσόντα του «γιου της καλογριάς», που τον επόμενο μήνα θα σκοτωνόταν εντελώς άδοξα στο Φάληρο προς ζημία της Επανάστασης.

Βρισκόμαστε στο έβδομο έτος του εθνικού ξεσηκωμού και οι Τούρκοι πολιορκούσαν την Ακρόπολη, από τον Ιούλιο του 1826. Ο Καραϊσκάκης, έχοντας ήδη απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Ρούμελης, με λαμπρότερο παράδειγμα την επική Μάχη της Αράχωβας (18-24 Νοεμβρίου 1826), είχε διαισθανθεί ότι τυχόν πτώση του «Κάστρου της Αθήνας» θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην πορεία της Επανάστασης, που βρισκόταν ήδη σε κρίσιμο σημείο μετά την πτώση του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) και τις επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Από την Ελευσίνα, όπου βρισκόταν, θεώρησε αναγκαίο να καταλάβει την περιοχή του Κερατσινίου για να διασφαλίσει αφ’ενός τα νώτα του από τη θάλασσα και αφ’ ετέρου ν’ ανοίξει δρόμο προς την Ακρόπολη διαμέσου του Δαφνίου και του Ελαιώνα για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους. Πίστευε ότι η διαδρομή αυτή θα του εξασφάλιζε την προστασία του στρατού του από το εχθρικό ιππικό, ενώ έχοντας ως ορμητήριο το παραθαλάσσιο Κερατσίνι θα μπορούσε να εφοδιάζονται ευκολότερα οι δυνάμεις του από τα πλοία.

Στις 2 Μαρτίου ο Καραϊσκάκης έφθασε με τους άνδρες του στην περιοχή και οργάνωσε το σχέδιό του. Ο Κιουταχής, που πολιορκούσε την Ακρόπολη, μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του παλιού του γνώριμου στο Κερατσίνι, έσπευσε την επομένη με 800 άνδρες να κατασκοπεύσει τις κινήσεις του. Κατέλαβε ένα λόφο στο νότιο ύψωμα του Κορυδαλλού, που τότε οι Αθηναίοι ονόμαζαν λόφο του Σαρδελά κι έστησε δύο κανόνια. Την ίδια ημέρα ενεπλάκη σε αψιμαχίες με τους άνδρες του Καραϊσκάκη, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα.

Στις 4 Μαρτίου επανέλαβε την επίθεση με πολύ ισχυρότερη δύναμη, που την αποτελούσαν, σύμφωνα με ορισμένους απομνημονευματογράφους, 3.000 πεζοί και 400 ιππείς (άλλες πηγές αναφέρουν μεγαλύτερο αριθμό: 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς). Αρχικά στράφηκε σ’ ένα οχυρωμένο μετόχι, που το υπερασπίζονταν ο Τούσας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Νικόλαος Κασομούλης, με τους λιγοστούς άνδρες τους. Αφού το κανονιοβόλησε, ετοιμάστηκε γύρω στο μεσημέρι για την τελική έφοδο.

Βλέποντας ο Καραϊσκάκης την κρισιμότητα της κατάστασης, επιχείρησε αντιπερισπασμό, τον οποίο όμως αντιλήφθηκε ο Κιουταχής και χώρισε τις δυνάμεις του στα δύο. Η ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών του μετοχίου καθήλωσε τους Τούρκους, οι οποίοι αργότερα αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή, όταν εμφανίστηκε το ιππικό του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, που τους προξένησε βαρύτατες απώλειες. Την ίδια ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τη γειτονική Καστέλα, ολοκληρώνοντας την ήττα του Κιουταχή.

Οι απώλειες των Τούρκων ήταν σημαντικές για τη δύναμη που παρέταξαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ότι οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, βλέποντας από μακριά την εξέλιξη της μάχης, βγήκαν και χτυπήθηκαν με τους πολιορκητές. Η πληροφορία αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, φαίνεται υπερβολική, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν ακριβή αντίληψη της μάχης στο Κερατσίνι. Ωστόσο, η αναφορά του Μακρυγιάννη απηχεί το κλίμα γενικής ευφορίας και του αναπτερωμένου ηθικού των Ελλήνων, μετά τη μεγάλη νίκη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι.

Ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης», όπως τον αποκάλεσε ο Κωστής Παλαμάς, απέδειξε για μία ακόμη φορά τις στρατιωτικές του ικανότητες στο πεδίο της μάχης, έχοντας υπό τις διαταγές του άνδρες απειθάρχητους που δεν συγκροτούσαν ούτε κατά διάνοια τακτικό στράτευμα. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, θα του αφαιρεθεί η αρχιστρατηγία της Ρούμελης με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, οπότε τα πράγματα θα πάρουν διαφορετική τροπή με την ανάληψη της αρχηγίας του στρατού από τον άγγλο φιλέλληνα Ρίτσαρντ Τσορτς.



ΣΟΚ!Συγκλονιστική εξέλιξη για την Ελλάδα ως χώρα "πιλότο" εξελίξεων!


Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης



Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας,
Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου.
Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη.


Λειτουργικά κείμενα


Άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Πλατεία Μητροπόλεως, στην Αθήνα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ