Μεγαλώνοντας σε ένα μικρό χωριό που περιβάλλεται από βουνά και ποτάμια, αναπτύχθηκε μέσα της μια απέραντη αγάπη για τη φύση και τα πουλιά. Το καλλιτεχνικό της όνομα, Αλκυόνη, αποτελεί φόρο τιμής σε ένα όνειρο που συχνά είχε, όπου ήταν ένα πουλί.
Αισθητικά, η μουσική της επηρεάζεται βαθιά από indie-pop, κινηματογραφικά και λαϊκά στοιχεία. Οι χρόνοι της ως μέλους χορωδίας την οδήγησαν να ενσωματώσει μελαγχολικές χορωδίες και φωνητικά φόντα στα τραγούδια της, δηλώνοντας ότι “υπάρχει κάτι τόσο ακραία πρωτόγονο και ισχυρό σε μια χορωδία, που απλά ένιωσε σωστό να το χρησιμοποιήσει”. Πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της μουσικής. Μιας και η μουσική μπορεί να διαμορφώσει ιδέες. Και οι ιδέες μπορούν πραγματικά να διαμορφώσουν τον κόσμο.
Τα περισσότερα χωριά, κυρίως τα ορεινά, έχουν τη δική τους μοίρα. Τον ξενιτεμό, τη νοσταλγία για την πατρίδα και το όνειρο της επιστροφής. Αυτοί που έφυγαν από τα χωριά με ένα μαντήλι και λίγες ευχές, αφήνοντας πίσω τους πέτρες και βράχια, και πήγαν στα ξένα, γεμάτοι όνειρα για μια καλύτερη ζωή, νοσταλγούν τον τόπο που τους γέννησε και γυρίζουν πότε-πότε να προσκυνήσουν τη γενέθλια γη. Οι μικρές μας πατρίδες για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ο μεγάλος αιμοδότης της ξενιτιάς, με χιλιάδες μετανάστες να είναι διασκορπισμένοι εκείνα τα χρόνια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ήταν μεγάλη η αιμορραγία για τα μέρη αυτά, γιατί έφευγε ο νέος πληθυσμός, ερήμωναν ολόκληρα χωριά και μαράζωνε ο τόπος με τη μοναξιά των γερόντων που ζούσαν μονάχα για να περιμένουν. Δεν υπήρχε σπίτι να μην έχει και έναν ξενιτεμένο. Όσοι έμεναν πίσω δε σταματούσαν να τους σκέφτονται, να προσμένουν την επιστροφή τους και να πονούν. Και ο πόνος τους έγινε τραγούδι, και το τραγούδι βάλσαμο που τους γλυκαίνει κάπως τις πικραμένες τους καρδιές.
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που είσαι;
Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι.
Το δάκρυ μου είναι καυτό και καίει το μαντήλι.
Το «Ξενιτεμένο μου πουλί» είναι το πιο γνωστό τραγούδι, που αναφέρεται στον ξενιτεμένο νέο. Το άκουσμά του σκορπάει ρίγη συγκίνησης. Το τραγουδούν σε πολλές περιοχές της Ηπείρου, για να εκφράσουν το μεγάλο τους πόνο γι’ αγαπημένα τους πρόσωπα που βρίσκονται μακριά. Η λαϊκή μούσα παρομοιάζει τον ξένο με αποδημητικό πουλί, που έφυγε και βρίσκεται μόνος κι έρημος, με το παράπονο να τον πνίγει κάθε μέρα. Η ξενιτιά χαίρεται τα νιάτα του, ρουφώντας τα μέρα με τη μέρα, κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά της και πίνοντας καθημερινά τον τίμιο ιδρώτα του προσώπου του, ενώ οι δικοί του πίσω λιώνουν απ’ τον καημό του γυρισμού.
Αυτά που θέλουν να του στείλουν για να του δείξουν πως τον σκέφτονται και πως πονούν γι’ αυτόν, δεν φτάνουν γιατί είναι μακριά. Το μόνο που μπορούν να του στείλουν νοερά είναι ο πόνος, το δάκρυ της ψυχής, η σκέψη και η αμέριστη αγάπη τους, που είναι πολύτιμη σαν χρυσοκέντητο μαντήλι. Μα το μαντήλι καίγεται απ’ το μεγάλο πόνο, που σαν το δάκρυ είναι καυτός και καίει. [...]