Ετήσια εκδήλωση σε ανάμνηση του εκτοπισμού χιλιάδων Παλαιστινίων από τις πατρογονικές τους εστίες μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948.
H Παλαιστινιακή Αρχή και οι Παλαιστίνιοι της διασποράς τιμούν κάθε χρόνο στις 15 Μαΐου την Ημέρα της Καταστροφής (Νάκμπα), σε ανάμνηση του εκτοπισμού χιλιάδων Παλαιστινίων από τις πατρογονικές τους εστίες μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948 (14 Μαΐου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο). Η εκδήλωση μνήμης, αν και προϋπήρχε, καθιερώθηκε επίσημα με απόφαση του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ το 1998.
Στις 14 Μαΐου 1948 έληξε η Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη, που είχε επιβληθεί με απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανανεωθεί από το διάδοχο σχήμα του ΟΗΕ, και την ίδια ημέρα ανακηρύχθηκε η ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ.
Οι Παλαιστίνιοι και οι Άραβες σύμμαχοί τους, έχοντας απορρίψει το ψήφισμα 181/1947 του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών στην περιοχή της Παλαιστίνης (Ισραηλινό και Παλαιστινιακό), ενεπλάκησαν στον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο, που είχε ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων να καταστραφούν εκατοντάδες παλαιστινιακές πόλεις και χωριά.
Κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων, που διήρκεσαν περίπου ένα χρόνο, 700 χιλιάδες παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους ή απελάθηκαν κι εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Ιορδανία, το Λίβανο, τη Συρία, τη Δυτική Όχθη (περιοχή τότε της Ιορδανίας), τη Λωρίδα της Γάζας και σε περιοχές του νεοσύστατου Ισραήλ. Τα θύματα από την πλευρά των Παλαιστινίων κυμαίνονται από 3.000 έως 13.000.
Η 15η Μαΐου τιμάται στον αραβικό κόσμο και στις μουσουλμανικές χώρες ως Ημέρα της Παλαιστίνης.
Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, στρατηγός και πολιτικός μετά την ανεξαρτησία.
Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, στρατιωτικός και πολιτικός.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Αρκαδίας και ήταν δευτερότοκος γιος του κλεφταρματολού Νικόλα - Κόλια Πλαπούτα από τον Σουλιμά Μεσσηνίας. Νεαρότατος έγινε αρματολός και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη, ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις.
Το 1811, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό ως λοχαγός. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο χωριό και ανέλαβε καπόμπασης στους Δεληγιανναίους. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκου στην Αλωνίσταινα. Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Κατά την Επανάσταση, επικεφαλής σώματος και υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Την πολεμική του δραστηριότητα εξιστορεί στο βιβλίο του «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη». Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε διοικητής χιλιαρχίας ατάκτων στρατευμάτων και το 1832 στρατηγός.
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε' Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων.
Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη - Πλαπούτα»). Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν.
Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα (1858). Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου (1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862).
Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε στον οικογενειακό πύργο της Παλούμπας στις 27 Ιουλίου του 1864.
Το Θωρηκτό Αβέρωφ είναι ένα πλοίο - θρύλος του Πολεμικού μας Ναυτικού. Οι επιτυχίες του στο Αιγαίο του χάρισαν αμέσως τον χαρακτηρισμό «Το τυχερό πλοίο».
Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» είναι ένα πλοίο - θρύλος του Πολεμικού μας Ναυτικού. Είναι ζήτημα αν στην παγκόσμια ναυτική ιστορία θα συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την ιστορία ενός έθνους. Η φήμη και ο σεβασμός που απολαμβάνει απ’ όλους τους Έλληνες φθάνει ως τις μέρες μας.
Το πλοίο ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, αρχικά για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού της Ιταλίας. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας ώθησε την κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να ενδιαφερθεί για την αγορά του στα τέλη του 1909 (12 Νοεμβρίου) και να προλάβει τους Τούρκους που προς στιγμήν το διεκδίκησαν. Ήταν η εποχή που η χώρας μας είχε επιδοθεί σ’ ένα εκτεταμένο εκσυγχρονισμό των ενόπλων της δυνάμεων, μετά την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ειδικά στο Πολεμικό Ναυτικό, ο στόλος ήταν απαρχαιωμένος και η κυριαρχία στο Αιγαίο απαιτούσε την ένταξη νέων σύγχρονων μονάδων στη δύναμή του.
Η αγορά του θωρακισμένου καταδρομικού ή βαρέως ευδρόμου, σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία, κόστισε 24.000.000 δραχμές και ήταν συμφέρουσα χάρις στη διαπραγματευτική ικανότητα του υπουργού Ναυτικών, Ιωάννη Δαμιανού. Το 1/3 του ποσού καταβλήθηκε από το κληροδότημα του ηπειρώτη επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ (1815-1899) και εξ αυτού του λόγου το πλοίο έλαβε το όνομά του.
Το θωρηκτό «Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1910 και παραδόθηκε στη χώρα μας στις 15 Μαΐου 1911. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία με την ευκαιρία της στέψης του βασιλιά Γεωργίου Ε’, την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου κατέπλευσε στο Φάληρο κι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον ελληνικό λαό. Το πλοίο, από τα πιο σύγχρονα πολεμικά της εποχής του, ήταν ατμοκίνητο, έπλεε με ταχύτητα 24 κόμβων και είχε πλήρωμα 20 αξιωματικών και 670 ναυτών. Αμέσως έγινε η ναυαρχίδα του απαρχαιωμένου ελληνικού στόλου.
Στο θωρηκτό «Αβέρωφ» δόθηκε η ευκαιρία ήδη από την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου να επιβάλει την παρουσία τους και σε επιχειρησιακό επίπεδο να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Με κυβερνήτη τον ναύαρχο και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη (1855-1935), ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) κατά του τουρκικού στόλου, διαλύοντας τις προσδοκίες της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου.
Τον Οκτώβριο του 1918 το «Αβέρωφ» αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη και ύψωσε την ελληνική σημαία απέναντι από το παλάτι του Σουλτάνου, καθώς η χώρα μας ήταν μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Με την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου το καλοκαίρι του 1922 βρέθηκε ξανά στα παράλια της Ιωνίας, για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Αμέσως μετά υπέστη γενική επισκευή στη Γαλλία και το 1928 ανέλαβε και πάλι δράση. Την περίοδο του Μεσοπολέμου συνδέθηκε με θλιβερά επεισόδια, που είχαν μοιραίες συνέπειες για τις μετέπειτα εξελίξεις των εσωτερικών μας πραγμάτων. Το θλιβερότερο απ’ όλα ήταν η χρησιμοποίησή του από τους στασιαστές στο φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και γερασμένο, παρέμεινε η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Μετά τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, επικράτησε προς στιγμήν η ιδέα να βυθισθεί για να μην παραδοθεί στον εχθρό, αλλά γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Το «τυχερό καράβι», όπως είχε αποκληθεί, έφθασε τελικά σώο στην Αλεξάνδρεια και για το υπόλοιπο του πολέμου συμμετείχε σε νηοπομπές στον Ινδικό Ωκεανό.
Οι δύο τελευταίες του αποστολές - ειρηνικές αυτή τη φορά - ήταν η μεταφορά της κυβέρνησης της Απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου στον Πειραιά (17 Οκτωβρίου 1944) και το ταξίδι του στη Ρόδο (15 Μαΐου 1945), όπου έφερε το μήνυμα της προσάρτησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Το 1952 το «αήττητο πλοίο», που συνδέθηκε άρρηκτα με τον ναύαρχο Κουντουριώτη και την πολιτική πίστη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη ναυτική ισχύ της Ελλάδος, παροπλίστηκε και σήμερα ναυλοχεί στο Φάληρο, όπου λειτουργεί ως Πολεμικό Μουσείο.
Ο Όσιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 μ.Χ στην Κάτω Θηβαΐδα της Αίγυπτου από γονείς ειδωλολάτρες και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Στο στρατό, στον οποίο κατετάγη σε ηλικία 20 ετών, γνωρίσθηκε με Χριστιανούς στρατιώτες και διδάχθηκε από αυτούς τα της Χριστιανικής πίστεως. Όταν δεν απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, εγκατέλειψε τον κόσμο και αφού μετέβη στην Ανω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε και εκάρη μοναχός.
Επιθυμώντας μεγαλύτερη ησυχία, για να αφοσιωθεί στην ερημική ζωή και την άσκηση, κατέφυγε στην έρημο και ετέθη υπό την πνευματική καθοδήγηση του περίφημου ησυχαστού Παλάμονος (τιμάται 12 Αυγούστου), του οποίου έγινε τέλειος μιμητής.
Μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, περί το 320 μ.Χ., κατέφυγε σε έρημο νησίδα του Νείλου, τη νήσο Ταβέννη της Ανω Θηβαΐδας, όπου βοηθούμενος και από τον ασπασθέντα το μοναχικό σχήμα αδελφό του Ιωάννη, ίδρυσε μικρή μονή.
Η φήμη της αγιότητας και της συνέσεώς του είλκυσε πολλούς μοναχούς, εξ αιτίας δε τούτου ολοένα και μεγάλωνε τη μονή του, ώστε σε διάστημα λίγων ετών αυτή να αριθμεί περισσότερους από 14.000 μοναχούς. Έτσι ο Όσιος Παχώμιος έγινε ένας από τους μεγάλους οικιστές και ασκητές της ερήμου.
Ο Όσιος Παχώμιος θεωρείται θεμελιωτής της κοινοβιακής οργανώσεως των ασκητών. Όπως φαίνεται από την Λαυσαϊκή Ιστορία, βιβλίο που έγραψε ο Παλλάδιος περί το 420 μ.Χ., οι μοναχοί του Παχωμίου, που ονομάζονταν Ταβεννησιώτες, ζούσαν ανά τρεις σε μικρά οικήματα. Ο Όσιος Παχώμιος επέβαλε στους μοναχούς κοινή προσευχή κάθε πρωί και βράδυ (συνολικά βέβαια οι μοναχοί προσεύχονταν, σύμφωνα με τον Κανόνα, δώδεκα φορές την ημέρα και δώδεκα τη νύχτα), κοινή εργασία, κοινά έσοδα, κοινές δαπάνες, κοινά γεύματα και ομοιόμορφη ενδυμασία. Τα γεύματά τους αποτελούνταν από φυτικές τροφές και τυρί. Κατ' αυτά οι μοναχοί δεν μιλούσαν μεταξύ τους, και γι αυτό συνεννοούνταν με νεύματα. Κάλυπταν δε τα πρόσωπά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να βλέπουν μόνο την τράπεζα. Η ομοιόμορφη στολή τους αποτελείτο από τα εξής ενδύματα: λινό χιτώνα (« λεβιτωνάριο »), που έφθανε λίγο κάτω από τα γόνατα και ζωνόταν με ζώνη, λευκό μάλλινο ένδυμα αιγός ή προβάτου («μηλωτή»), επίσης ζωσμένο, που έφθανε έως τα γόνατα και είχε την μαλλοφόρο όψη προς τα έξω, κωνοειδές κουκούλιο, που στο πίσω μέρος έφθανε μέχρι τους ώμους και μικρό λινό ωμοφόριο (« μαφόριον » ή « μαφόριτιον ») που κάλυπτε συνήθως τον αυχένα και τους ώμους. Υποδήματα σπανίως χρησιμοποιούσαν.
Οι Ταβεννησιώτες μοναχοί εκοιμούντο καθήμενοι και κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο και Κυριακή. Διαιρούνταν σε είκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα από τα οποία χαρακτηριζόταν με ένα γράμμα της αλφαβήτου, ανάλογα με την κατάσταση και τον τρόπο συμπεριφοράς εκείνων που το αποτελούσαν.
Πνεύμα οργανωτικό και απαράμιλλος στην καθοδήγηση και την διακυβέρνηση προσώπων και πραγμάτων, κατόρθωσε να διατηρήσει μεταξύ του πλήθους της περί αυτόν αδελφότητας πειθαρχία και αγάπη, φροντίζοντας ως φιλόστοργος πατέρας για τις πνευματικές και υλικές τους ανάγκες, δια δε των σοφών συμβουλών του και του παραδείγματός του να τους ενθαρρύνει στον αγώνα προς την αγιότητα. Λόγω της θεοσέβειας και της θεοφιλούς του δράσεως ο Όσιος Παχώμιος επροικίσθηκε από τον Θεό δια της χάριτος της θαυματουργίας και επιτέλεσε πλείστα όσα θαύματα.
Το 348 μ.Χ. περιποιούμενος ο ίδιος τους μοναχούς που ασθένησαν από πανώλη, αρρώστησε και ο ίδιος και μετά από λίγο απέθανε. Τον Όσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο Όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος (τιμάται 16 Μαΐου).