Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι όμως δεν πίστεψα
Όρους αντέστρεψα
Είμαι ο Έλληνας που πολεμά
Είπαν πως χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Έμεινα μόνος μου κι όμως επέζησα
Έζησα στη φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στη φωτιά (Eurovision 1995)

Αναγνώστες

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Με Θ.Αναστασίου!Ελληνοτουρκικά Σεισμός Κίνα!


Ποιοί μπορεί να έρχονται στον κόσμο μας από μία παράλληλη πραγματικότητα;


Τα μυστήρια της κρυπτοζωολογίας, το Μοντόκ Πρότζεκτ και η τηλεμεταφορά;


Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος






Ἀγαθαγγέλου καὶ Κλήμεντος αἱμάτων,
Τὸ τοῦ ξίφους δίψαιμον ἐπλήσθη στόμα.
Εἰκάδι δ’ ἐτμήθητε τρίτῃ, Ἀγαθάγγελε, Κλήμη.


Λειτουργικά κείμενα

Άλεξ Τρεμούλης: Ο δημιουργός του θρυλικού «Tucker 48»

 Ελληνοαμερικανός σχεδιαστής αυτοκινήτων. Κορυφαία δημιουργία του, το μοντέλο «Tucker 48», ένα από τα εμβληματικά επιβατικά στην ιστορία του αυτοκινήτου.

Άλεξ Τρεμούλης (1914 – 1991)

Ο Άλεξ Τρεμούλης (Alex Tremulis) ήταν ελληνοαμερικανός σχεδιαστής αυτοκινήτων. Κορυφαία δημιουργία του υπήρξε το θρυλικό μοντέλο «Tucker 48», ένα από τα εμβληματικά επιβατικά στην ιστορία του αυτοκινήτου.

Ο Αλέξανδρος Τρεμούλης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1914 στο Σικάγο. Οι γονείς του, Σαράντος και Αντωνία, κατάγονταν από τη Λακωνία. O πατέρας του ήταν γιατρός και του μετέδωσε την αγάπη για τα αυτοκίνητα και την ταχύτητα. Σε ηλικία 19 ετών έπιασε δουλειά στην αυτοκινητοβιομηχανία Auburn - Cord - Duesenberg και γρήγορα εξελίχθηκε σ’ έναν από τους βασικούς σχεδιαστές της εταιρείας, αν και αυτοδίδακτος. Μεταξύ των δημιουργιών του, τα περίφημα και κλασικά πλέον αυτοκίνητα Cord 810 και 812, καθώς και το σπορ διθέσιο χειροποίητο Duesenberg. Παρέμεινε στην εταιρεία μέχρι την πτώχευσή της, το 1937.

Αφού δούλεψε για λίγο στη General Motors, μετακινήθηκε στην Briggs-Le Baron, που κατασκεύαζε αμαξώματα για την Chrysler. Το 1938 τον βρήκε στην Custom Motors, στο Μπέβερλι Χιλς, η οποία έφτιαχνε κατά παραγγελία αυτοκίνητα για τους σταρ του Χόλιγουντ. Παράλληλα, συνεργαζόταν με τις αυτοκινητοβιομηχανίες Crosley και American Bantam. Για τη δεύτερη σχεδίασε μοντέλα, τα οποία παρέμειναν στην παραγωγή έως το 1941, οπότε η εταιρεία άρχισε να κατασκευάζει στρατιωτικά οχήματα, με κορυφαίο το πρωτότυπο Jeep.

Το 1939 συμμετείχε στην ομάδα που σχεδίασε το αυτοκίνητο Packard Clipper και δύο χρόνια αργότερα το μοντέλο Thunderbolt της Chrysler. Η συνεισφορά του ήταν καθοριστική στη σχεδίαση των δύο αυτών μοντέλων, που επηρέασαν στυλιστικά τη μεταπολεμική αυτοκινητοβιομηχανία.

Μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ από τους Ιάπωνες (7 Δεκεμβρίου 1941) και την εμπλοκή των Αμερικανών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (8 Δεκεμβρίου 1941), ο Τρεμούλης επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στην Πολεμική Αεροπορία, όπου είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε διάφορα προωθημένα σχέδια. Ένα από αυτά ήταν η κατασκευή ενός αεροπλάνου πολλαπλών ρόλων, με διαστημικές ικανότητες. Το σχέδιό του άρχισε να υλοποιείται το 1957 από την Boeing με την κωδική ονομασία Χ-20 Dyna-Soar, αλλά εγκαταλείφθηκε το 1963, όταν άρχισε το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ. Σήμερα θεωρείται ο πρόδρομος του διαστημικού λεωφορείου.

Μετά τον πόλεμο δούλεψε για τον σχεδιαστικό οίκο Tammen & Denison και το 1947, ύστερα από μια δεκαπεντάλεπτη συνομιλία με τον οραματιστή σχεδιαστή και επιχειρηματία Πρέστον Τάκερ, τον έπεισε ν’ αναλάβει τον σχεδιασμό του θρυλικού μοντέλου «1948 Tucker Sedan» ή «Tucker 48», το οποίο με τις καινοτομίες που εισήγαγε έγραψε ιστορία. Κατασκευάστηκαν μόνο 51 αυτοκίνητα του συγκεκριμένου μοντέλου, λόγω χρεωκοπίας της Tucker, και σήμερα θεωρούνται πανάκριβα συλλεκτικά αντικείμενα.

Το 1957 μεταπήδησε στη Ford για να σχεδιάσει το «αυτοκίνητο του 2000», το μοντέλο Ford X-2000, από το οποίο παράχθηκε μόνο ένα αυτοκίνητο από τον άγγλο μηχανικό Άντι Σόντερς για να επιδειχθεί σε εκθέσεις αυτοκινήτων το 2000. Το 1962 σχεδίασε το Ford Seattle-ite XXI, το οποίο παρουσιάστηκε στην Παγκόσμια Έκθεση του Σιάτλ, αλλά η εταιρεία δεν προχώρησε στην παραγωγή του. Εγκατέλειψε την Ford το 1963 και ίδρυσε το δικό του σχεδιαστικό γραφείο στο Αν Άρμπορ του Μίτσιγκαν. Πιο γνωστές δημιουργίες του ήταν το «αγροτικό» Subaru BRAT και το φουτουριστικό Subaru X-100.

Το 1966 σχεδίασε τη μοτοσυκλέτα «Gyronaut X-1», η οποία με αναβάτη τον Μπομπ Λέπαν πέτυχε παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας με 395.361447 χλμ/ω στις αλυκές της Γιούτας. Σχεδίασε, ακόμη, τα πρωτότυπα αγωνιστικά αυτοκίνητα «Goodyear Wingfoot Express» (το πρώτο πυραυλοκίνητο αυτοκίνητο, που έφθασε τα 836,86 χιλμ/ω) και «Green Monster» (που έχασε την ευκαιρία να δημιουργήσει παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας, όταν έχασε ένα τροχό κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του κι ενώ έτρεχε με ταχύτητα 965 χλμ/ω. Ανάμεσα στα σχέδιά του περιλαμβάνεται κι ένα δίτροχο σεληνιακό όχημα, παραγγελία της NASA, η οποία δεν προχώρησε στην κατασκευή του.

Ο Τρεμούλης ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Road & Track», ενώ συμμετείχε ως σύμβουλος στα γυρίσματα της ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Τάκερ, ο άνθρωπος και το όνειρό του» (Tucker: The Man and His Dream), παραγωγής 1988. Τον ρόλο του Τρεμούλη στην ταινία έπαιζε ο ελληνοκαναδός ηθοποιός Ηλίας Κοτέας. Παρεμπιπτόντως, ο Κόπολα είναι ο ιδιοκτήτης μιας από τις 49 «Tucker 48» που κυκλοφορούν σήμερα.

Το 1982 εισήλθε στο Πάνθεον του Αυτοκινήτου (Automobile Hall of Fame) και το 1987 τιμήθηκε από τη Διεθνή Ένωση Μηχανικών Αυτοκίνησης (SAE) για τον σχεδιασμό του «Tucker 48», ενός από τα «σημαντικότερα αυτοκίνητα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα».

Ο Άλεξ Τρεμούλης πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1991, στην πόλη Βεντούρα της Καλιφόρνιας.



             Πηγή

Ο καταστροφικός σεισμός του 1867 στην Κεφαλονιά

 Ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα. Με επίκεντρο το Ληξούρι ισοπέδωσε σχεδόν ολοκληρωτικά τη χερσόνησο της Παλικής στη δυτική Κεφαλονιά.


Ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα. Με επίκεντρο το Ληξούρι ισοπέδωσε σχεδόν ολοκληρωτικά τη χερσόνησο της Παλικής στη δυτική Κεφαλονιά.

Σύμφωνα με μεταγενέστερες μετρήσεις, η σεισμική δόνηση ήταν μεγέθους 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 10 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι. Εκδηλώθηκε στις 4:19 το πρωί της 4 Φεβρουαρίου του 1867 (23 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο), την ώρα του βαθέως ύπνου. Του κυρίου σεισμού είχαν προηγηθεί μερικές άλλες σεισμικές δονήσεις, μικρότερου μεγέθους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, λίγο πριν από την εκδήλωση του κυρίου σεισμού ένα άλογο στο Αργοστόλι έσπασε τα δεσμά του και άρχισε να τρέχει αλαφιασμένο.

Από τον σεισμό 12 χωριά της δυτικής Κεφαλονιάς καταστράφηκαν ολοκληρωτικά (Κατωή, Ανωή, Νισοχώρι, Θυννιός, Δελλαπορτάτα, Κουραλάτα, Μεταξάτα, Καλλιγάτα, Σχοινιά, Αγία Θέκλα Ποριοράτα και Βαρόσκες), ενώ από το Ληξούρι άντεξαν μόνο δύο σπίτια. 224 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 2.612 σπίτια κατέρρευσαν και 2.946 έπαθαν βλάβες. Μικρότερες ήταν οι βλάβες στο Αργοστόλι, όπου επλήγη κυρίως η παραλιακή ζώνη. Σημειώθηκαν κατολισθήσεις και διαρρήξεις εδαφών, ενώ παρατηρήθηκε κι ένα ανεπαίσθητο τσουνάμι.

Ο σεισμός έγινε αισθητός στην κεντρική και νότιο Ελλάδα, τη Νότια Ιταλία και την περιοχή της σημερινής Αλβανίας. Μικρής έκτασης ζημιές προκλήθηκαν στην Ιθάκη, τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν επί μήνες στην Κεφαλονιά και μέχρι το τέλος Απριλίου δεν πέρασε μέρα χωρίς σεισμούς. Μερικοί από αυτούς ήταν τόσο ισχυροί, που έγιναν αισθητοί και στην ηπειρωτικοί Ελλάδα. Ο καταστροφικός σεισμός προκάλεσε μεταναστευτικό ρεύμα, ενώ μεγάλη εκστρατεία υπέρ της ενίσχυσης των σεισμοπλήκτων πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Κουμουνδούρου και από Κεφαλλονίτες της διασποράς.




Γεώργιος Καραϊσκάκης

 Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα).

Γεώργιος Καραϊσκάκης (1780 – 1827)

Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα).

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.

Σε κλέφτικη ομάδα από 15 ετών

Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.

Τον Μάρτιο του 1798 ακολουθεί τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου κι έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του. Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά του πρώην αφεντικού του και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.

Την άνοιξη του 1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ' Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά και θανατώνεται. Την αρχηγία της ομάδας αναλαμβάνει ο αδελφό του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης συνεχίζει τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάσσεται στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά τη διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά δηλώνει υποταγή και επιστρέφει στα Γιάννινα. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Περί τα μέσα του 1820, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης τον βοήθησε αρχικά, αλλά όταν διαπίστωσε το μάταιο του αγώνα τον εγκατέλειψε με τον Ανδρούτσο και άλλους Έλληνες και δήλωσε υποταγή στο Σουλτάνο. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Η πρώτη μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.

Τον Δεκέμβριο του 1824 συμμετέχει στο ρουμελιώτικο σώμα που εκστράτευσε στην Πελοπόννησο, με σκοπό να βοηθήσει τους «κυβερνητικούς» στη διαμάχη τους με τους «αντικυβερνητικούς» (δεύτερος εμφύλιος πόλεμος). Ο Καραϊσκάκης θα λάβει μέρος στο πλιάτσικο στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αποτελεί μία από τις ατυχέστερες στιγμές του ήρωα στην επανάσταση του ‘21. Στις 7 Απριλίου του 1825 συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν για πρώτη φορά το στρατό του Ιμπραήμ και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.

Στη συνέχεια προσπαθεί να βοηθήσει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου με κινήσεις αντιπερισπασμού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο και θα ζητήσει από την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση για να απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα.

Αρχιστράτηγος της Ρούμελης

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.

Ο θάνατος

Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.




Άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Πλατεία Μητροπόλεως, στην Αθήνα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ