Περισσότερες πληροφορίες για τον Μιχάλη Βιολάρη εδώ
Ο Ανδρέας Λάμπρου
Ο Ανδρέας Λάμπρου γεννήθηκε στη Σαλαμίνα στις 8 Απριλίου του 1978 και μέχρι τα 12 του χρόνια, έζησε στα Λουτρά της Αιδηψού με τους γονείς του, Κώστα και Κική και τη γιαγιά του, Χαρίκλεια. Όταν πήγε γυμνάσιο επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Σαλαμίνα, όπου γνώρισε τη γυναίκα του Φλώρα, με την οποία έχει δύο γιους, τον Κωνσταντίνο και τον Θεοφάνη. Σπούδασε γραφίστας στα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, “Αθηναϊκός Καλλιτεχνικός Τεχνολογικός Όμιλος” (Α.Κ.Τ.Ο.) & “Middlesex University” αλλά παράλληλα έκανε και σπουδές μουσικής. 6 χρόνια πιάνο και κιθάρα με τη Λίλα Γερογιάννη και τη Νάνσυ Παπαγεωργίου και 6 χρόνια φωνητική και ορθοφωνία με τη Λία Βίσση και τη Νάγια Γεωργίου στο ωδείο “Φίλιππος Νάκας”.
Άρχισε να γράφει τραγούδια από τη παιδική του ηλικία, ενώ στη δισκογραφία ξεκίνησε το 2003 και θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους τραγουδοποιούς, έχοντας κυκλοφορήσει δισκογραφικά πάνω από 650 τραγούδια, που πολλά από αυτά έγιναν μεγάλες επιτυχίες, καθώς έχει πάρει και αρκετούς χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Έχει κάνει τραγούδια για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το internet, τη διαφήμιση, τον τύπο, αλλά και για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Πολλά από τα τραγούδια του έχουν κυκλοφορήσει στο εξωτερικό κάνοντας επιτυχία και έχοντας παίξει σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα clubs και ραδιόφωνα στον κόσμο, ενώ άλλα έχουν συμμετάσχει σε φεστιβάλ και διαγωνισμούς λαμβάνοντας την πρώτη θέση και σπουδαίες διακρίσεις.
Ένα τραγούδι που προκαλεί μία ιδιαίτερη συγκίνηση, ένα τραγούδι ύμνος και φόρος τιμής για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν, για τα αιματοβαμμένα χώματα!»
Επιφανής έλληνας χειρουργός, καθηγητής της Ιατρικής, συγγραφέας επιστημονικών συγγραμμάτων περί χειρουργικής και ευεργέτης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επιφανής έλληνας χειρουργός, καθηγητής της Ιατρικής, συγγραφέας επιστημονικών συγγραμμάτων περί χειρουργικής και ευεργέτης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1829 στο Ναύπλιο από πατέρα καταγόμενο εκ Σμύρνης. Σπούδασε με στερήσεις ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1853.
Αφού εργάσθηκε επί τριετία σε χειρουργικές κλινικές του Βερολίνου, της Βιέννης και των Παρισίων επανήλθε στην Αθήνα το 1856 και διορίσθηκε γιατρός στη νεοϊδρυθείσα Αστυκλινική. Τότε άλλαξε το επώνυμό του από Κωνσταντινίδης σε Αρεταίος, ως φόρο τιμής στον ονομαστό Καππαδόκη γιατρό του δευτέρου μ.Χ. αιώνα.
Το 1863 ξεκίνησε η πανεπιστημιακή του καριέρα ως υφηγητής της Εγχειρητικής και της Επιδεσμολογίας. Το 1864 προήχθη σε έκτακτο καθηγητή της Χειρουργικής και το 1870 σε τακτικό. Διετέλεσε κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής (1873-1874) και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1879-1880).
Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει τις επιστημονικές πραγματείες «Η χειρουργία παρ’ Έλλησιν», «Ανάλεκτα χειρουργικά», «Περί των προόδων της χειρουργίας», «Η ηλεκτροκαυστική εφηρμοσμένη εις χειρουργικάς εγχειρήσεις», «Περί της ισχαίμου αγωγής» κ.α. Από το 1860 έως το 1861 εξέδιδε την ιατρική εφημερίδα «Ασκληπιός».
Εκτός του σεβασμού και της εκτίμησης, με την οποία τον περιέβαλε ο επιστημονικός κόσμος και το κοινό για για τη χειρουργική του ικανότητα, ο Θεόδωρος Αρεταίος ήταν αγαπητός και λατρευόταν από τους φοιτητές του για τη μειλιχιότητα και το ακριβοδίκαιο του χαρακτήρα του. Πέθανε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 1893, σε ηλικία 63 ετών.
Ο Θεόδωρος Αρεταίος με τη σύζυγό του Ελένη, κληροδότησαν μεγάλη περιουσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να ιδρυθεί χειρουργική και γυναικολογική κλινική. Το 1894 τέθηκαν τα θεμέλια και το 1898 πρωτολειτούργησε το «Αρεταίειο» νοσοκομείο επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα, το πρώτο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του ελληνικού κράτους.
Αμερικανοσκωτσέζος φυσικός, ειδικευμένος στην ακουστική. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο εφευρέτης του τηλεφώνου, αν και στις μέρες μας αμφισβητείται η πρωτιά του αυτή.
Αμερικανοσκωτσέζος φυσικός, ειδικευμένος στην ακουστική. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο εφευρέτης του τηλεφώνου, αν και στις μέρες μας αμφισβητείται η πρωτιά του αυτή.
Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ (Alexander Graham Bell) γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας στις 3 Μαρτίου 1847. Περίπου ένα χρόνο πήγε σε ιδιωτικό σχολείο και δύο χρόνια στο Βασιλικό Γυμνάσιο του Εδιμβούργου, από το οποίο αποφοίτησε σε ηλικία 14 ετών. Δεν χρειάστηκε παραπάνω μαθήματα, καθώς μελετούσε κατ’ οίκον με τον πατέρα του που ήταν καθηγητής πανεπιστημίου.
Η λέξη «ήχoς» ήταν αυτή που σημάδεψε την πορεία της οικογένειας Μπελ. Η μεν μητέρα του, Ελάιζα Γκρέις Σάιμοντς Μπελ, καθότι κωφή, δεν γνώρισε την έννοιά της ποτέ. Ο δε πατέρας του, ο δόκτωρ Αλεξάντερ Μέλβιλ Μπελ, αφιέρωσε τη ζωή του στην παραγωγή της ηχητικής ομιλίας από κωφά άτομα όπως η γυναίκα του. Αυτό ήταν και το αντικείμενο της διδασκαλίας του: απαγγελία, ορθοφωνία και αποκατάσταση ομιλίας. Το σύγγραμμά του «Κλασική μέθοδος της σωστής άρθρωσης» είχε ανατυπωθεί περίπου 200 φορές στην αγγλική γλώσσα.
Τα δε παιδιά του κλήθηκαν να εκπαιδευθούν έτσι, ώστε να συνεχίσουν το πατρικό έργο. Αυτοδίδακτος, λοιπόν, κατά βάσιν, ο Αλεξάντερ Γκράχαμ φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και αργότερα στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου. Η πρώτη επαγγελματική απασχόλησή του είχε, φυσικά, να κάνει με την ακουστική. Σε ηλικία 17 ετών, το 1864, βρέθηκε να διδάσκει μουσική και ορθοέπεια σ’ ένα σχολείο του Έλγκιν της Σκωτίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1868, γίνεται βοηθός του πατέρα του στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου.
Η υγεία του εικοσάχρονου Αλεξάντερ Γκράχαμ, όμως, δεν συμβαδίζει ούτε με την ισχυρή του θέληση, ούτε με το νεαρό της ηλικίας του. Κλονίζεται. Η οικογένεια Μπελ είναι τυχερή που ζει τουλάχιστον ο δευτερότοκος γιος της. Τα άλλα δύο αδέλφια του έχουν προσβληθεί από φυματίωση και χάνουν τη μάχη μαζί της. Συγκλονισμένοι από τον θάνατο των δύο γιων τους και ανήσυχοι για την ασθενική υγεία του τρίτου, οι Μπελ αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το υγρό και «αρρωστιάρικο» κλίμα της Μεγάλης Βρετανίας και να μεταναστεύσουν στον Καναδά. Έτσι, το 1870 εγκαθίστανται στο Μπράντφορντ του Οντάριο.
Μετανάστης στον Καναδά
Ένα χρόνο αργότερα, ο Αλεξάντερ Γκράχαμ όχι απλώς έχει προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, αλλά κι έχει αρχίσει να διδάσκει στη Βοστώνη το σύστημα «ομιλία μέσω οράσεως» που περιέγραφε ο πατέρας του στο έργο του «Visible Speech». Η μέθοδος βασίζεται στην εξής αρχή: κάθε φωνητικό σύμβολο αποδίδεται από συγκεκριμένη θέση των οργάνων ομιλίας, όπως τα χείλη, η γλώσσα και ο ουρανίσκος. Έτσι, οι κωφάλαλοι, μιμούμενοι τις κινήσεις, μπορούν να μάθουν να μιλούν. Δεν χρειάζεται να ακούνε. Τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι εκπληκτικά. Οι διαλέξεις του για την «οπτική μέθοδο διδασκαλίας σε κωφαλάλους» σημειώνουν τεράστια επιτυχία. Και το 1873 ο μοναδικός πλέον γιος των Μπελ γίνεται καθηγητής Φυσιολογίας των Φωνητικών Οργάνων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στα 26 χρόνια του.
Οι προτάσεις για διδασκαλία διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ, όμως, έχει ήδη ανοίξει τη δική του σχολή στη Βοστώνη και αφιερώνεται στην εκπαίδευση διδασκάλων για κωφαλάλους. Διδάσκει, αλλά εξακολουθεί τη μελέτη του πάνω στη «μαγική λέξη» της οικογένειας: ήχος. Τώρα οι έρευνές του δεν αφορούν μόνο την εκμάθηση της εκφοράς λόγου από τους κωφαλάλους, αλλά και τη μετάδοση του ήχου. Πώς; Με ηλεκτρισμό.
Στάθηκε διπλά τυχερός, διότι όχι μόνο ανακάλυψε και ενέπνευσε τον Τόμας Γουότσον, ένα νεαρό επισκευαστή μηχανών που με ιδιαίτερο ενθουσιασμό πειραματιζόταν για την κατασκευή μιας διάταξης, η οποία θα μπορούσε να μεταδίδει ήχο με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού, αλλά γνωρίστηκε με τις οικογένειες δύο κωφάλαλων μαθητών του, του Τζορτζ Σάντερς και της Μέιμπελ Χούμπαρντ. Ο Μπελ τους βοήθησε με όλη του την ψυχή. Και οι γονείς τους δεν στάθηκαν αχάριστοι. Ενθουσιασμένοι με την αποτελεσματικότητα του έργου του νεαρού δασκάλου, αποφάσισαν να ενισχύσουν οικονομικά τις έρευνές του.
Η εφεύρεση του τηλεφώνου
Το 1875, ο Μπελ, με τη βοήθεια του φίλου πια και συνεργάτη του Γουότσον, πειραματίζεται για την κατασκευή μιας διάταξης, η οποία θα μπορέσει να μεταδώσει ήχο με τη βοήθεια ηλεκτρισμού. Τελικώς, την ίδια χρονιά επινοεί τον πολλαπλό τηλέγραφο. Στις 7 Μαρτίου 1876 το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ δίνει στον Μπελ το υπ’ αριθμόν 174.465 δίπλωμα, με το οποίο κατοχυρώνεται «η μέθοδος και η συσκευή για τη μετάδοση φωνής ή άλλων ήχων τηλεγραφικώς (...) με τη χρήση ηλεκτρικών παλμών της ίδιας μορφής με τις ταλαντώσεις του αέρα, οι οποίες ακολουθούν τη μετάδοση φωνής ή άλλων ήχων...». Το τηλέφωνο δηλαδή.
Την ίδια ημέρα, όμως, μαζί με τον Μπελ είχε καταθέσει αίτηση για παρόμοιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και ο αμερικανός φυσικός Ελίσα Γκρέι. Αρχίζει τότε ένας μαραθώνιος δικαστικών αγωγών. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία μία εφεύρεση δεν διεκδικήθηκε από τόσους «πατέρες» και ποτέ άλλοτε η πατρότητα ευρεσιτεχνίας δεν δέχθηκε περισσότερες προσφυγές. Τελικά, το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παραχωρήθηκε στον Γκρέι, αλλά η πατρότητα του τηλεφώνου στον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ο οποίος εν τω μεταξύ με νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας είχε κατοχυρώσει και την καινούργια, εξελιγμένη τηλεφωνική συσκευή του.
Το 1877 είναι έτος - ορόσημο για τις τηλεπικοινωνίες. Ο Μπελ ιδρύει την πρώτη μεγάλη τηλεφωνική εταιρεία στον κόσμο. Το όνομά της «Bell Company». Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του, την κωφάλαλη μαθήτριά του και κόρη των χορηγών του Μέιμπελ Χούμπαρντ, που ήταν κατά δέκα χρόνια μικρότερή του και με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Το γραφόφωνο
Το 1879 ο Μπελ εγκαθίσταται στην Ουάσιγκτον, όπου συνεχίζει τις έρευνές του. Το νέο επιστημονικό «παιδί» του τώρα είναι μία συσκευή, η οποία μεταδίδει τον ήχο με τη δημιουργία ταλαντώσεων σε μία ακτίνα φωτός: το φωτόφωνο (πρόδρομος των οπτικών ινών). Θα ακολουθήσει αμέσως μετά το γραφόφωνο, ο πρόδρομος του γραμμοφώνου, το οποίο θα καταφέρει να επινοήσει χάρη στο τεράστιο για τότε ποσόν των 10.000 δολαρίων που συνόδευαν το γαλλικό βραβείο «Βόλτα» (από το όνομα του ιταλού φυσικού Αλεσάντρο Βόλτα), με το οποίο τιμήθηκε. Τι ακριβώς είναι το γραφόφωνο; Μία συσκευή εγγραφής ήχου, η οποία βασίζεται στη χρήση μιας ελεγχόμενης ταχύτητας, ενός χαρακτικού στελέχους και κυλίνδρων ή δίσκων από κερί.
Τα κέρδη από τις εφευρέσεις είναι μεγάλα τώρα. Ο Μπελ, όμως, δεν τα συσσωρεύει, αλλά τα διοχετεύει στη χρηματοδότηση της Αμερικανικής Εταιρείας για την Προώθηση της Διδασκαλίας Ομιλίας σε Κωφαλάλους (από το 1956 μετονομάσθηκε σε «Εταιρεία για τους Κωφαλάλους - Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ») και το Γραφείο Βόλτα (σήμερα είναι το σημαντικότερο ίσως διεθνές κέντρο πληροφόρησης για θέματα εκπαίδευσης κωφαλάλων).
Το 1898 ο Μπελ, ο οποίος έχει συμβάλει στην ίδρυση του περιοδικού «Science» κι έχει αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα από το 1882, διορίζεται διευθυντής του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον. Ο πεθερός του είναι πρόεδρος της Εθνικής Γεωγραφικής Εταιρείας. Και ο Μπελ τον διαδέχεται στην προεδρία. Σε μία εποχή όπου τα μεγάλα ταξίδια ήταν προνόμιο των λίγων, εκείνος εκπονεί ένα πρόγραμμα για την κατανόηση του τρόπου ζωής των κατοίκων σε μακρινές και ανεξερεύνητες περιοχές. Και πεπεισμένος ότι οι επιστήμες - ιδιαίτερα η γεωγραφία - μπορούν να διδαχθούν καλύτερα με τη βοήθεια εικόνων, προωθεί την έκδοση του εκπαιδευτικού εντύπου της Γεωγραφικής Εταιρείας: του «National Geographic».
Τα πειράματα αεροναυτικής
Στο πρόσωπο του μελλοντικού γαμπρού του Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ θα βρει το κατάλληλο άτομο που θα μεταμορφώσει αργότερα το τότε μέτριο διδακτικό έντυπο - εφημερίδα στο πιο έγκυρο περιοδικό, με κυκλοφορία εκατομμυρίων αντιτύπων σε όλο τον κόσμο. Ο ίδιος εξάλλου, εδώ και τρία χρόνια, από το 1895, είναι απορροφημένος σε άλλο τομέα: την αεροναυτική. Πειραματίζεται διαρκώς. Ειδικά με γιγαντιαίους χαρταετούς, οι οποίοι μπορούν να σηκώσουν το βάρος ενός ανθρώπου.
Έτσι επινοεί τετράεδρες συσκευές, κατάλληλες για επανδρωμένη μηχανική πτήση και το 1907, με τη βοήθεια της συζύγου - μούσας του, ιδρύει την «Aerial Experiment Association» (Εταιρεία Αεροπορικών Πειραμάτων), το πρώτο ερευνητικό ίδρυμα που δημιουργείται και υποστηρίζεται οικονομικά από μία γυναίκα. Αποτέλεσμα των ερευνών του, το (βασισμένο στο τετράεδρο) υδρόπτερο, το οποίο ζυγίζει 4,5 τόνους, αλλά αναπτύσσει την ιλιγγιώδη για την εποχή ταχύτητα των 114 χλμ. την ώρα.
Είναι 60 ετών, αλλά οι ιδέες του γίνονται ολοένα και πιο δημιουργικές. Κάνει έρευνα τώρα για την ανίχνευση του ήχου και την ηλιακή ακτινοβολία. Δημοσιεύει άρθρα, παραδίδει σεμινάρια, συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια. Εξακολουθεί να εκδίδει τις μελέτες του ως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Στις 2 Αυγούστου 1922 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στη Νέα Σκωτία του Καναδά, σε ηλικία 75 ετών.
Το μέγεθος της εφευρετικής δραστηριότητας του Μπελ αντιπροσωπεύεται μόνο κατά ένα μέρος από τα 30 διπλώματα ευρεσιτεχνίας που απέκτησε (18 δικά του και 12 με συνεργάτες του). Από αυτά 14 αναφέρονται στο τηλέφωνο και τον τηλέγραφο, 4 στο φωτόφωνο, 1 στο γραφόφωνο, 5 στα ιπτάμενα οχήματα, 4 στα υδροπτέρυγα σκάφη και 2 στο κύτταρο σελινίου. Εξάλλου, ελάχιστες από τις ιδιοφυείς ιδέες του βρήκαν πρακτική εφαρμογή τότε. Οι περισσότερες καρποφόρησαν ύστερα από πολλά χρόνια.
Ο συνθέτης και τραγουδοποιός Δήμος Μούτσης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους επιγόνους του Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι στον χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού που αναδύθηκαν την δεκαετία του ‘60.
Ο συνθέτης και τραγουδοποιός Δήμος Μούτσης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους επιγόνους του Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι στον χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού που αναδύθηκαν την δεκαετία του ‘60. Συνέθεσε μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα», «Σ' έβλεπα στα μάτια», «Αύριο πάλι» και «Με ένα παράπονο». Τα τραγούδια του ερμήνευσαν καλλιτέχνες, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Μανώλης Μητσιάς, η Δήμητρα Γαλάνη, η Σωτηρία Μπέλλου και φυσικά ο ίδιος. Είχε επίσης μελοποιήσει ποίηση και είχε ενορχηστρώσει έργα άλλων δημιουργών. Ένας από τους εμβληματικότερους δίσκους της καριέρας του ήταν ο «Άγιος Φεβρουάριος», που κυκλοφόρησε το 1972, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και ερμηνευτές τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα.
Ο Δήμος Μούτσης γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1938 στον Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει βιολί στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 - 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι. Το 1967 ο Νίκος Γκάτσος άρχισε να του δίνει στίχους του και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια, με πρώτο το «Βρέχει ο Θεός», σε ερμηνεία Σταμάτη Κόκοτα.
Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού, και το 1969 με το «Αύριο πάλι», που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και το «Με ένα παράπονο», με τον Μπιθικώτση και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά. Το 1970 ο Μάνος Χατζιδάκις ανέθεσε στον Μούτση τη φροντίδα της ενορχήστρωσης και της μουσικής διεύθυνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή», όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα». Την ίδια εποχή ο συνθέτης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου), που ερμήνευσε ο Μανώλης Μητσιάς.
Ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, ερμηνευμένων από παλαιούς και νέους τραγουδιστές, όπως ο Μητσιάς και η Γαλάνη, αλλά και τα άλμπουμ «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο», στα τέλη του 1971 ηχογράφησε τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος». Ο δίσκος αυτός, που κυκλοφόρησε αρχές του 1972, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και ερμηνευτές τους Δημήτρη Μητροπάνο και Πετρή Σαλπέα, σφράγισε όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ελληνική δισκογραφία. Εκτός από το ομότιτλο τραγούδι, περιλαμβάνει κι άλλα τραγούδια που άφησαν εποχή, όπως τα «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά», «Η σούστα πήγαινε μπροστά» και «Άλλος για Χίο τράβηξε».
Το 1972 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Συνοικισμός Α», σε στίχους Γιάννη Λογοθέτη, Νίκου Γκάτσου, Μάνου Ελευθερίου και Βαρβάρας Τσιμπούλη και ερμηνευτές τους Αντώνη Καλογιάννη και Βίκυ Μοσχολιού. Στον δίσκο αυτό θα ακουστούν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», «Έτσι ειν' η ζωή» με την Μοσχολιού και«Στο παράθυρο αγναντεύοντας» με τον Καλογιάννη. Ακολούθησε το 1973, το άλμπουμ «Στροφές», άλλη μια λαϊκή και συνάμα πολύ μελωδική δισκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση, με ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού, σε στίχους Πυθαγόρα, Γιάννη Λογοθέτη, Μάνου Ελευθερίου και Νίκου Γκάτσου. Μεταξύ των τραγουδιών που ξεχωρίζουν είναι και το ατμοσφαιρικό «Στους μπαξέδες», που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη.
Το 1974 κυκλοφορούν οι «Μαρτυρίες», που περιλάμβαναν τα τραγούδια του Μούτση τα οποία είχε κόψει η λογοκρισία της χούντας, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και ερμηνευτές τους Μανώλη Μητσιά, Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές, και Χρήστο Λεττονό. Το 1975 κυκλοφορεί η «Τετραλογία», ένας πρωτοποριακός κύκλος μελοποιημένης ποίησης βασισμένος σε ποιήματα των Κ.Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου, και με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά, τον Χρήστο Λεττονό και με την πρωτοεμφανιζόμενη τότε τραγουδίστρια Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», ενώ το 1979 κυκλοφορεί το «Δρομολόγιο», σε στίχους Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία Μανώλη Μητσιά.
Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, με τραγούδια όπως «Δε λες κουβέντα», «Delenda est (Ερηνούλα μου)», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Νταλίκα» κ.λπ. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από τη μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου, με τον Δήμο Μούτση να τραγουδάει μόνο το ρεφρέν από το πασίγνωστο «Δε λες κουβέντα». Οι ηλεκτρικές μπαλάντες τραγουδήθηκαν από τον συνθέτη. Στην ίδια δουλειά, ο Δήμος Μούτσης τραγούδησε μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κουβεντούλες με τον Φρόιντ».
Το 1983 με το «Ενέχυρο» εγκαινιάζει την μοναχική πορεία. Το 1987 ακολουθεί το «Να!» που περιέχει και τα πολύ γνωστά του τραγούδια «Το όνειρο» και το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει» και το 1990 ο «Ταξιδιώτης του παντός» με την Νανά Μούσχουρη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος δίσκος που έγραψε για άλλον τραγουδιστή. Το 1994 επέστρεψε με το «Για Πούλημα Λοιπόν!» πάλι με στίχους και ερμηνεία δική του. Το 1999 ο Δήμος Μούτσης συνεργάστηκε ξανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και τη Δήμητρα Γαλάνη σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο στην οποία τραγούδησαν μαζί παλαιότερες και νεότερες επιτυχίες του μεγάλου δημιουργού.
Στις ευρωεκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΜέΡΑ25. Το κόμμα του Γιάννη Βαρουφάκη ανέστειλε την ιδιότητα μέλους του συνθέτη τον Φεβρουάριο του 2021 μετά την καταγγελία της τραγουδίστριας Λυδίας Σέρβου, ότι υπέστη σεξουαλική επίθεση το 1996 από τον Μούτση, όταν ήταν 15 ετών και είχε πάει στο σπίτι του για δοκιμαστικό.
Ο Δήμος Μούτσης πέθανε στις 6 Μαρτίου 2024 στην Αθήνα, σε ηλικία 85 ετών. Ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον σπουδαίο δημιουργό δόθηκε στις 11 Μαρτίου στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Στενοί φίλοι και συγγενείς που παραβρέθηκαν στη σεμνή τελετή, άκουσαν με συγκίνηση αποσπάσματα από την μουσική του διαδρομή, τα οποία ερμήνευσε πιανίστας, ενώ παράλληλα προβλήθηκαν φωτογραφίες από τη ζωή του.
Στο διάβα των αιώνων πολλές απόπειρες έγιναν για την κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, του Μύτικα (2.918 μ.), αλλά μόλις το 1913 ευοδώθηκαν...
Στο διάβα των αιώνων πολλές απόπειρες έγιναν για την κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, του Μύτικα (2.918 μ.), αλλά μόλις το 1913 ευοδώθηκαν. Ίσως να έπαιξε αποτρεπτικό ρόλο η παρουσία και η δράση πολλών και γνωστών λήσταρχων (Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Λιόλιος) στο «Βουνό των Θεών». Πάντως, μέχρι τον Οκτώβριο του 1912, το μεγαλύτερο μέρος του βουνού και η κορυφή Μύτικας ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η ιστορία αναφέρει τον Άγιο Διονύσιο ως τον πρώτο σύγχρονο εξερευνητή και οδοιπόρο του Ολύμπου στις αρχές του 16ου αιώνα. Τον τίτλο διεκδικεί και ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ' ο Κυνηγός, σύμφωνα με άλλους ιστορικούς. Τον Ιούλιο του 1780 ο γάλλος αξιωματικός του ναυτικού Σονινί προσπάθησε ανεπιτυχώς να φθάσει στις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου. Από τότε, οι προσπάθειες ήταν συνεχείς, μέχρι τις 2 Αυγούστου 1913, όταν δύο ελβετοί, ο Φρεντ Μπουασονά και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, με οδηγό τον ντόπιο κυνηγό Χρήστο Κάκαλο, πάτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα.
Ο Φρεντ Μπουασονά (1858 - 1946) ήταν πολύ γνωστός φωτογράφος με έδρα τη Γενεύη. Με τον φακό του αποτύπωσε την Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από μια συλλογή 7.000 φωτογραφιών. Ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί (1870 - 1958) ήταν ποιητής και ζωγράφος, πατέρας του ελληνιστή μουσικολόγου Σαμιέλ Μπο-Μποβί.
Οι τρεις ορειβάτες ξεκίνησαν την προσπάθειά τους στις 29 Ιουλίου 1913, ακολουθώντας την κλασσική διαδρομή προς το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Στις 30 Ιουλίου φθάνουν στον προορισμό τους και αντικρίζουν τον Μύτικα, αλλά αποφασίζουν να επιστρέψουν στη βάση τους, επειδή νυχτώνει. Την επομένη, έχοντας πάρει το δρόμο της επιστροφής, το μετανοιώνουν και αποφασίζουν να επιχειρήσουν το μεγάλο κατόρθωμα.
Περνούν τη νύχτα μέσα σε θύελλα και την 1η Αυγούστου φτάνουν σε μια καλύβα στον Μαυρόλογγο, όπου διανυκτερεύουν. Τα χαράματα της 2ας Αυγούστου ξεκινούν την τελική τους προσπάθεια και μέσα σε ομίχλη φτάνουν στις 9 το πρωί σε μία κορυφή, την οποία θεωρούν την πιο ψηλή. Τη βαπτίζουν «Κορυφή της Νίκης», προς τιμή της Μάχης του Σαρανταπόρου (5 Οκτωβρίου 1912) και σε μια πρόχειρη κατασκευή τοποθετούν τις κάρτες τους και την ελβετική σημαία. Έξαφνα, η ομίχλη διαλύεται και ανακαλύπτουν ότι η πραγματική κορυφή βρίσκεται ακόμη πιο ψηλά. Η επιμονή του Χρήστου Κάκαλου, ο οποίος αναρριχάται ξυπόλητος, οδηγεί τους ορειβάτες στις 10:25 το πρωί στην ψηλότερη κορυφή, τον Μύτικα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και άλλοι ορειβάτες έγραψαν το όνομά τους στο Πάνθεον των κατακτητών του Μύτικα:
Γιώργος Κωνσταντάκος, πρώτη μοναχική ανάβαση: (20 Ιουλίου 1920).
Τασία Αποστολοπούλου και Έφη Νομίδη - Μαρκεζίνη από την Αθήνα, πρώτη ανάβαση από γυναίκες με οδηγό τον Χρήστο Κάκαλο. (20 Ιουλίου 1920)
Ζορζ Ντοριέ, Ηρακλής Ιωαννίδης και Κώστας Νάτσης, πρώτη χειμερινή ανάβαση. (20 Μαρτίου 1931)
Άννα Πετροχείλου, πρώτη χειμερινή ανάβαση γυναίκας. (27 Δεκεμβρίου 1953).
Ο Χρήστος Κάκκαλος συνέχισε τις αναβάσεις έως το 1972. Προς τιμή του, ένα καταφύγιο στον Όλυμπο, στα 2.660 μέτρα, φέρει το όνομά του.
Μία από τις πολυσυζητημένες μάχες της αρχαιότητας. Διεξήχθη στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. ανάμεσα στους Μακεδόνες του Φιλίππου Β’ και στις συμμαχικές δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων...
Μία από τις πολυσυζητημένες μάχες της αρχαιότητας. Διεξήχθη στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. στην πεδιάδα του Βοιωτικού Κηφισού, κοντά στην οχυρή πόλη της Χαιρώνειας, ανάμεσα στους Μακεδόνες του Φιλίππου Β’ και στις συμμαχικές δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων. Ο Φίλιππος επικράτησε και αναδείχθηκε κυρίαρχος του ελληνικού χώρου.
Το 339 π.Χ. ο Φίλιππος βρήκε την αφορμή να επέμβει στη Νότιο Ελλάδα. Το αμφικτιονικό συνέδριο των Δελφών κατηγόρησε τους Λοκρούς της Άμφισσας ότι σφετερίστηκαν γη του Μαντείου και ζήτησαν την κήρυξη ιερού πολέμου για την τιμωρία τους. Οι εκπρόσωποι των πόλεων, χωρίς τη συμμετοχή της Αθήνας και της Θήβας, όρισαν αρχιστράτηγο τον Φίλιππο.
Ο Φίλιππος, με 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, με επικεφαλής τον 18χρονο γιο του Αλέξανδρο, εξόρμησε στη Νότια Ελλάδα και αφού πέρασε τις Θερμοπύλες, κατέλαβε την Ελάτεια, όπου και στρατοπέδευσε, ενώ τμήμα του στρατού του κατέστρεψε την Άμφισσα. Η κατάληψη της Ελάτειας παρείχε στον Φίλιππο τον έλεγχο της οδού προς τη Βοιωτία και την Αττική και η κίνησή του έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να τελειώνει τους λογαριασμούς του με την Αθήνα και τη Θήβα. Η είδηση αυτή προκάλεσε ταραχή στους δυο «προαιώνιους» εχθρούς, οι οποίοι με πρωτοβουλία του ρήτορα Δημοσθένη (ηγέτη της αντιμακεδονικής μερίδας στην Αθήνα) παραμέρισαν τις διαφορές τους και συνέπηξαν συμμαχία.
Οι δυο αντίπαλες στρατιές έλαβαν θέση μάχης στην πεδιάδα της Χαιρώνειας στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. Οι Μακεδόνες παρέταξαν 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, ενώ οι σύμμαχοι 30.000 άνδρες και 500 ιππείς. Επικεφαλής των Αθηναίων ήταν οι στρατηγοί Στρατοκλής, Χάρης και Λυσικλής, ενώ των Θηβαίων ο Θεαγένης. Ο στρατός του Μακεδόνων με επικεφαλής τον Φίλιππο υπερτερούσε σε συνοχή και πολεμική πείρα. Επιπλέον, διέθετε ηγήτορες υψηλού επιπέδου, όπως ο Αλέξανδρος, ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων, ενώ οι στρατηγοί των συμμάχων ήταν περιορισμένων ικανοτήτων, με ελάχιστη πολεμική εμπειρία. Εξαίρεση στην πολεμική μετριότητα της συμμαχικής δύναμης οι επίλεκτοι Θηβαίοι του Ιερού Λόχου.
Ο Φίλιππος ηγείτο της δεξιάς πτέρυγας και ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής του ιππικού και ήταν αντιμέτωπος με τους Θηβαίους. Με την έναρξη της μάχης, ο Φίλιππος τήρησε αμυντική στάση έναντι των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Θηβαίους, όταν οι ιερολοχίτες, που μάχονταν με πείσμα, έπεσαν μέχρις ενός. Τότε στράφηκε προς τα δεξιά και πλευροκόπησε τους Αθηναίους, οι οποίοι βαλλόμενοι από δύο σημεία υποχώρησαν. Η μάχη σ’ αυτό το σημείο είχε κριθεί. Οι Αθηναίοι έχασαν 1000 άνδρες, ενώ 2000 αιχμαλωτίσθηκαν. Ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων.
Μετά τη μάχη, ο Φίλιππος έδειξε επιείκεια στους Αθηναίους, αφού ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους τους και δεν προχώρησε στην κατάκτηση της πόλης τους. Απαίτησε, όμως, να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του. Αντίθετα, συμπεριφέρθηκε σκληρά στους Θηβαίους. Θανάτωσε ή εξανδραπόδισε όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και επανέφερε τους εξόριστους φίλους του. Στην Καδμεία εγκατέστησε μακεδονική φρουρά. Μετά τη βαριά ήττα τους στην Χαιρώνεια, οι Θηβαίοι έθαψαν τους νεκρούς του «ιερού λόχου» σ’ ένα κοινό τάφο κι έστησαν στον χώρο αυτό, πάνω σε ψηλό βάθρο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι. Είναι ο γνωστός «Λέων της Χαιρωνείας», ο οποίος σήμερα έχει αναστηλωθεί.
Ο Φίλιππος εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές στη Χαλκίδα, στην Αμβρακία, τα Μέγαρα και την Κόρινθο, ενώ συνήψε συνθήκες με τους Ηλείους, Αρκάδες και Μεσσηνίους, ενώ τους Σπαρτιάτες τους περιόρισε στην πόλη τους. Έχοντας κατά νου την ένωση των Ελλήνων και την εκστρατεία κατά των Περσών, ο Φίλιππος συγκάλεσε το 337 π.Χ. στην Κόρινθο συνέδριο των Ελλήνων. Όλες οι πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους τους εκτός από τη Σπάρτη. Το Συνέδριο αποφάσισε τη διάλυση όλων των συνασπισμών, την επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ των πόλεων από διαιτητικό δικαστήριο υπό την προεδρία του Φιλίππου και τη διενέργεια της εκστρατείας στην Περσία υπό την ηγεσία του μακεδόνα στρατηλάτη.
Για πολλούς αιώνες, η Μάχη της Χαιρώνειας οριοθετούσε στην ιστορική αντίληψη και θεώρηση του αρχαίου κόσμου το τέλος τής ελληνικής «πόλεως» και της ελευθερίας. Ας σημειώσουμε εδώ ότι στη Χαιρώνεια συγκρούστηκαν η Μακεδονία υπό μοναρχικό καθεστώς και οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας, που άλλες είχαν δημοκρατικό και άλλες ολιγαρχικό πολίτευμα. Για πολλούς, η Χαιρώνεια ήταν το τέλος της πιο αξιόλογης εποχής της ελληνικής ιστορίας, της κλασικής. Πόσοι μετά τον Δημοσθένη πολιτικοί, ιστορικοί και φιλόλογοι δεν θρήνησαν για την ταφόπετρα της Ελλάδας που μπήκε στη Χαιρώνεια! Με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και με ευρύτερη προοπτική κρινόμενη η μάχη αυτή μετά τον 19ο αιώνα (καθοριστική η συμβολή του γερμανού ελληνιστή Κ. Γ. Ντρόιζεν), φαίνεται να αποβάλλει μεγάλο μέρος της δραματικότητας που της είχε αποδοθεί και να θεωρείται πια ως ένα γεγονός που ανοίγει μια νέα εποχή, την Ελληνιστική, με ηγεμονεύουσα δύναμη τώρα τον Μακεδονικό Ελληνισμό.
Πότε έζησε ακριβώς η Οσία Φωτεινή (γνωστή στην Κύπρο και σαν Αγία Φώτου η θαυματουργός) και ποια ήταν η καταγωγή της, δεν γνωρίζουμε. Η παράδοση μας λέει πώς γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασο από απλοϊκούς, αλλά ευλαβείς γονείς.
Από μικρούλα η Φωτού ξεχώριζε από τις συνομήλικες της για την καλοσύνη της, το φέρσιμο της, την προθυμία της να εξυπηρετήσει τους άλλους, την αρετή της. Τα μεγάλα της φωτεινά μάτια καθρέφτιζαν τον πλούτο της καρδιάς της και σκόρπιζαν παντού την εμπιστοσύνη, τη χαρά. Στο σχολείο του χωρίου της έμαθε η Φωτού τα πρώτα γράμματα. Σαν έμαθε να διαβάζει πήρε κι άρχισε να αποστηθίζει διάφορους ψαλμούς και ύμνους της Εκκλησίας μας.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, η Αγία, έφυγε από το σπίτι της και πήγε σε μια σπηλιά για να ασκητεύσει.
Στο σπήλαιο αυτό η αγνή κι η ηρωική κόρη πέρασε όλη της τη ζωή. Μια ζωή εγκαρτέρησης και προσευχής, ζωή εγκράτειας και αφιέρωσης ολοκληρωτικής στον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό.
Το άγιο λείψανο της που τάφηκε κι ευρέθηκε στη σπηλιά γύρω στα 1718 - 32 μ.Χ. με τη σκαλιστή επιγραφή από πάνω «Φωτεινή Παρθένος Νύμφη Χριστού», εξακολουθεί και σήμερα να προσφέρει τη θεραπεία στους αρρώστους, στους τυφλούς το φως, στους πονεμένους το ψυχικό ξεκούρασμα και τη χαρά.
Το ασκητήριο της αγίας Φωτεινής υπάρχει και σήμερα και βρίσκεται στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος. Σ' αυτό μπαίνει ένας από μια στενή είσοδο και καταβαίνει από μια σκάλα φτιαγμένη από εγχώριες πέτρες και που έχει 23 σκαλοπάτια. Το σπήλαιο μοιάζει με κατακόμβη, σαν κι εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στο βάθος του σπηλαίου είναι το αγίασμα. Από το νερό αυτό παίρνουν οι άρρωστοι και πλένουν τα αρρωστημένα μέλη τους για να θεραπευτούν. Ιδιαίτερα η Αγία πιστεύεται, πως θεραπεύει τα οφθαλμικά νοσήματα. Τέλος, στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς το σπήλαιο της Οσίας χρησιμοποιήθηκε και ως ναός.
Ο νεομάρτυρας Θεόδωρος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της επαρχίας Ελλησπόντου και Τρωάδος, που στα τουρκικά ονομαζόταν Ερένκιοι. Ανατράφηκε δε από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Κυριακή.
Σε νεαρή ηλικία πήγε στην πόλη Τανάκ Καλέ (Δαρδανέλια), όπου έμαθε και εξασκούσε την τέχνη επεξεργασίας σουσαμιού. Αν και ήταν μόλις 20 χρονών, ο Θεός τον είχε προικίσει με πλούσια αρετή. Αυτό όμως το πρόσεξε και κάποιος πλούσιος Τούρκος της πόλης, που θέλησε να τον εξισλαμίσει και να τον κάνει γαμπρό του και κληρονόμο του. Γι' αυτό και χρησιμοποίησε πολλά δόλια μέσα. Αλλά ο Θεόδωρος απέρριψε όλες τις προτάσεις του. Τότε ο Τούρκος τον συκοφάντησε στον κριτή της πόλης, ότι δήθεν ο Θεόδωρος - μετά από μια αρρώστια του - είπε ότι θα γίνει μωαμεθανός, αν γίνει υγιής. Ο Κριτής ρώτησε τον Θεόδωρο αν αληθεύουν όλα αυτά. Τότε ο μάρτυρας απάντησε: «Εγώ είμαι χριστιανός απ' τους γονείς μου και χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τον Ιησού μου δεν αρνούμαι και τη μιαρή θρησκεία σας απεχθάνομαι». Αμέσως τότε τον άρπαξαν και υπέστη πολλά και φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 2 Αυγούστου 1690 μ.Χ., στις 3.00 μ.μ. τον αποκεφάλισαν.
Το 1922 μ.Χ., φεύγοντας από τις πατρικές εστίες ο αείμνηστος ιερέας Πατήρ Κωνσταντίνος Οικονόμου με μερικούς πατριώτες μετέφεραν την Αγία Κάρα στη Νίκαια και φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Οσίας Ξένης.
Το γεγονός αυτό συνέβη στα χρόνια που οι μεγάλοι διωγμοί των πρώτων χριστιανών είχαν κοπάσει και αυτοκράτωρ ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Τότε, ο Άγιος Στέφανος (βλέπε 27 Δεκεμβρίου) φανερώθηκε τρεις φορές σε κάποιον ευσεβή γέροντα ιερέα, το Λουκιανό, και του αποκάλυψε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το λείψανο του. Αυτός αμέσως το ανέφερε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη, που με τη σειρά του πήγε στον υποδεικνυόμενο τόπο και πράγματι βρήκε το Ιερό λείψανο του Αγίου Στεφάνου.
Κατά την εύρεση έγινε μεγάλος σεισμός, και το λείψανο του Αγίου πλημμύρισε ευωδιά τους παρευρισκόμενους στον τόπο εκείνο. Λέγεται ότι από τον ουρανό ακούστηκαν αγγελικές φωνές, που έλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ας είναι στο Θεό, στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στην ταραγμένη από την αμαρτία γη ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός φανέρωσε την ευαρέσκεια Του στους ανθρώπους, με την ενανθρώπιση του Υιού Του. Φανέρωναν, έτσι, οι άγγελοι περίτρανα ότι ο πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.
Αργότερα, τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθησαν στον – επ’ ονόματι αυτού – ανεγερθέντα Ναό υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου.