Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ: Οι εξαφανίσεις τουριστών και τέλος η Σακελλαροπούλου;


Άρης Βελουχιώτης

 Ηγετική και συνάμα τραγική μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής, υποστράτηγος του ΕΛΑΣ και σημαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διχάζει με τη δράση του....

Άρης Βελουχιώτης (1905 – 1945)
Άρης Βελουχιώτης (1905 – 1945)

Ηγετική και συνάμα τραγική μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής, υποστράτηγος του ΕΛΑΣ και σημαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διχάζει με τη δράση του. Για τους Αριστερούς είναι ο ήρωας, που ενσάρκωσε τα προδομένα οράματα της παράταξης και για τους Δεξιούς ένας βίαιος εγκληματίας και σφαγέας αθώων πολιτών.

Ο Αθανάσιος Κλάρας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στη Λαμία. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Αγλαΐα Ζέρβα καταγόταν από οικογένεια συμβολαιογράφου και πιθανώς να είχε μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Ζέρβα, τον ορκισμένο εχθρό του κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο αδελφός του ήταν ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μπάμπης Κλάρας (1910-1987).

Σε ηλικία 14 ετών αποβλήθηκε από το Γυμνάσιο λόγω κακής διαγωγής και γράφτηκε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Μετά από μία σύντομη καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στη Δράμα και τα Τρίκαλα, κατέβηκε στην Αθήνα το 1924, οπότε και εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και κατόπιν στο ΚΚΕ.

Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και λόγω των γνώσεών του έγινε δεκανέας Πυροβολικού. Μόλις έγινε γνωστή η κομμουνιστική του δράση καθαιρέθηκε και στάλθηκε σε μονάδα ανεπιθυμήτων στο Καλπάκι. Μετά την απόλυσή του αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών του κομουνισμού με το ψευδώνυμο «Μιζέριας».

Φυλακίστηκε επανειλημμένα και εξορίστηκε πολλές φορές έως το 1940 για την πολιτική του δράση. Το 1936 καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση από τη δικτατορία Μεταξά για παράβαση το νόμου 117/36 «Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών». Τον Ιούλιο του 1939 αποφυλακίστηκε από τις φυλακές της Κερκυρας, αφού προηγουμένως είχε υπογράψει «δήλωση μετανοίας», αποκηρύσσοντας τον κομουνισμό και το ΚΚΕ, ενέργεια ατιμωτική για ένα κομμουνιστή, που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.

Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε στη Μακεδονία ως στρατιώτης του πυροβολικού στο 3ο Σύνταγμα. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψε στην Αθήνα.

Η αντιστασιακή δράση του άρχισε τον Μάιο του 1942, όταν συγκρότησε ομάδα από 15 άνδρες και άρχισε τον αγώνα από το χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου, όπου διακήρυξε πως ο αγώνας γίνεται και κατά των ντόπιων συνεργατών του κατακτητή. Την περίοδο εκείνη απέκτησε και το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης, από τον Άρη, τον θεό του πολέμου και το βουνό Βελούχι (Τυμφρηστός η επίσημη ονομασία του).

Με τις πρώτες του πράξεις έχει δημιουργήσει την εικόνα του σκληρού, μα δίκαιου τιμωρού των προδοτών, όπως έλεγε, του έθνους. Στις 9 Ιουνίου, επιτέθηκε με τους άνδρες του στο τσιφλίκι του Μαραθέα, στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού. Ο Μαραθέας είχε τη φήμη σκληρού τσιφλικά και συνεργάτη των Ιταλών. Σε πρόσφατη αναταραχή, που δημιουργήθηκε από τους κολίγους που δούλευαν για λογαριασμό του, κάλεσε τους ιταλούς φίλους του και σκότωσαν δέκα από αυτούς, χωρίς άλλη διαδικασία. Οι ένοπλοι αντάρτες σκότωσαν το Μαραθέα και πήραν τα παιδιά του ως ομήρους. Η πρωτοβουλία αυτή του Άρη που θεωρήθηκε από πολλούς ακραία, αντιμετωπίστηκε από τους κατοίκους της περιοχής μάλλον με θετικό τρόπο.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 το τμήμα του Άρη δίνει την πρώτη μάχη στη χαράδρα της Ρεκάς στην Γκιώνα κατά ιταλικού αποσπάσματος και στις 29 Οκτωβρίου αντιμετωπίζει με επιτυχία ένα ιταλικό λόχο στο Κρίκελο της Ευρυτανίας. Η φήμη του εδραιώθηκε μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25-26 Νοεμβρίου 1942), η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία αντάρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη και του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και άγγλων αξιωματικών. Ακολούθησε στις 18 Δεκεμβρίου 1942 η επιτυχία του κατά τη σύγκρουσή του με ιταλικό σύνταγμα στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας.

Μετά την επιτυχία που είχε η συνεργασία των αντάρτικων ομάδων στην ανατίναξη του Γοργοποτάμου, καταβλήθηκε προσπάθεια για την εδραίωση της συνεργασίας των αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων. Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και η αποτυχία επισφραγίστηκε ύστερα από μία άκαρπη συνάντηση του Βελουχιώτη με τον Ζέρβα και τον υπαρχηγό της Βρετανικής Αποστολής Κρις Γούντχαουζ στη Ροβελίστα της Ηπείρου τον Δεκέμβριο του 1942.

Η αποτυχία αυτή είχε ως επακόλουθο την ένταση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η στυγνή σφαγή του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, συνιδρυτή της αντιστασιακής οργάνωσης (σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων), ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση), από άνδρες του Βελουχιώτη στις 17 Απριλίου 1944 στο Κλήμα Φωκίδας. Για το έγκλημα αυτό θεωρήθηκε από πολλούς υπεύθυνος ο Άρης, αν και είναι βέβαιο ότι ο ίδιος προσωπικά δεν ήταν παρών στη δολοφονία.

Από τη Ρούμελη ο Βελουχιώτης στάλθηκε στην Πελοπόννησο και πολέμησε ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ της περιοχής εναντίον των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που αποτελούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη. Ιδιαίτερα αιματηρές για τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν οι συγκρούσεις που έγιναν σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου μετά τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν άρχισαν να αποχωρούν οι Γερμανοί. Η Μάχη του Μελιγαλά (13-15 Σεπτεμβρίου 1944) και η επακολουθήσασα σφαγή «επί δικαίων και αδίκων» από τους άνδρες του Άρη εξακολουθεί να διχάζει μέχρι σήμερα.

Στις πόλεις που καταλαμβάνονταν από τον ΕΛΑΣ άρχισαν να λειτουργούν «λαϊκά δικαστήρια» και με συνοπτική διαδικασία εκτελέστηκαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί αθώοι, που εκτελέστηκαν απλώς για τις πολιτικές τους αντιλήψεις ή την κοινωνική τους τάξη. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1944, ο Βελουχιώτης, με τη μεσολάβηση του υπουργού της εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δέχθηκε να αναστείλει τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο κι έφυγε για τη Ρούμελη τον επόμενο μήνα, τις μέρες της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Αποχαιρετώντας τους Μοραΐτες καπετάνιους του ΕΛΑΣ, τους ευχήθηκε «Καλή αντάμωση στα γουναράδικα», μια φράση που επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλη Διαμαντόπουλο.

Τα κομμένα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα στην πλατεία των Τρικάλων.
Τον Νοέμβριο του 1944 σε σύσκεψη καπετάνιων του ΕΛΑΣ πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ για την αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, αντικρούστηκε όμως από τον καπετάνιο της Ομάδας Μεραρχιών της Μακεδονίας Μάρκο Βαφειάδη και τελικά ο Βελουχιώτης δεν έλαβε μέρος στα «Δεκεμβριανά».

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουάριου 1945), υπέγραψε με τον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη, την αποστράτευση των αντάρτικων ομάδων, κατηγόρησε όμως με δριμύτητα την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ για την εσφαλμένη τακτική της, που κατά την άποψή του οδηγούσε στην εγκαθίδρυση των Άγγλων στην Ελλάδα και στη δίωξη των αγωνιστών του ΕΑΜ. Ο ίδιος ήταν από τους πιο επίμονους υπέρμαχους για τη μετατροπή του αντιστασιακού αγώνα σε κοινωνικό - πολιτικό και την επιβολή «λαοκρατικού» καθεστώτος. Έτσι, στο Γαρδίκι, παρά την αρχική αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον «του νέου ζυγού», η ενέργειά του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Στις 16 Ιουνίου 1945 το κόμμα του τον αποκήρυξε και τον διέγραψε με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη», την ίδια ημέρα που ο ίδιος αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του, όταν βρέθηκε περικυκλωμένος από παραστρατιωτικές ομάδες και μονάδες του Στρατού στη Μεσούντα της Άρτας.

Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από τους άνδρες των παραστρατιωτικών ομάδων και κρεμάστηκε μαζί με του συντρόφου του Τζαβέλα σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι από τους διώκτες του, που κράτησε μέχρι πρωίας. Σε ερώτησε στη Βουλή των Κοινοτήτων από βουλευτές του Εργατικού Κόμματος για το «βάρβαρο της πράξης», ο αρμόδιος υπουργός απάντησε ότι αυτό αποτελεί «αρχαιοελληνικό πολεμικό έθιμο».

Τα κατοπινά χρόνια, δύο φορές το ΚΚΕ απεκατέστησε πολιτικά τον Άρη Βελουχιώτη, στις 20 Ιουνίου 1962 και στις 16 Ιουλίου 2011.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1371

Η Εξέγερση του Σοβέτο

 Αιματηρές ταραχές, που ξέσπασαν στις παραγκουπόλεις του Σοβέτο στα μέσα Ιουνίου του 1976, ανάμεσα σε μαύρους μαθητές και την αστυνομία της λευκής μειονότητας της Ν. Αφρικής.

Αιματηρές ταραχές, που ξέσπασαν στις παραγκουπόλεις του Σοβέτο (περιοχής του μητροπολιτικού Γιοχάνεσμπουργκ) στα μέσα Ιουνίου του 1976, ανάμεσα σε μαύρους μαθητές και την αστυνομία της λευκής μειονότητας της Νοτίου Αφρικής. Ήταν οι βιαιότερες έως τότε ταραχές στην ιστορία της χώρας, που βρισκόταν υπό το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων (apartheid), το οποίο είχε επιβάλει η λευκή μειονότητα επί της μαύρης πλειονότητας του πληθυσμού.

Στις 16 Ιουνίου 1976 συγκροτήθηκε μαζική διαδήλωση 15-20.000 μαθητών και φοιτητών κατά της υποχρεωτικής χρησιμοποίησης της γλώσσας Άφρικαανς στην εκπαίδευση. Τα Άφρικαανς ήταν ένα γλωσσικό ιδίωμα που μιλούσαν οι Αφρικάνερς, οι ολλανδικής καταγωγής λευκοί κάτοικοι της Νοτίου Αφρικής, που πρωτοστάτησαν στην καθιέρωση του απαρτχάιντ από το 1948.

Η διαδήλωση ήταν καθόλα ειρηνική και είχε την κάλυψη του «Κινήματος της Μαύρης Συνείδησης» (Black Consciousness Movement, BCM), μιας μετριοπαθούς οργάνωσης μαύρων, που κάλυπτε το κενό από την απαγόρευση του ριζοσπαστικού «Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου» (ANC) του Νέλσον Μαντέλα και του «Παναφρικανικού Κογκρέσου» (PAC) του Ρόμπερτ Σομπούκβε. Στη διαδήλωση συμμετείχαν και πολλοί εκπαιδευτικοί για να δώσουν το στίγμα της πειθαρχίας και της ειρηνικής δράσης.

Η αντίδραση, όμως, του καθεστώτος του απαρτχάιντ υπήρξε νευρική και βίαιη. Η αστυνομία αρχικά εξαπέλυσε κατά των διαδηλωτών ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά, τα οποία έσπειραν τον πανικό. Οι πιο ψύχραιμοι από τους νεαρούς διαδηλωτές απάντησαν με πετροπόλεμο και η αστυνομία δεν άργησε να χρησιμοποιήσει τα όπλα.

Ένας από τους πρώτους νεκρούς ήταν ο 13χρονος μαθητής Χέκτορ Πίτερσον, που έγινε το σύμβολο της εξέγερσης. Η φωτογραφία με το άψυχο σώμα του να μεταφέρεται από ένα μεγαλύτερο παιδί έκανε τον γύρο του κόσμου και προκάλεσε κύμα συμπάθειας για τον αγώνα των μαύρων και οργή για το καθεστώς του απαρτχάιντ. Η αστυνομία με τη βοήθεια του στρατού κατέστειλε τελικά την εξέγερση, η οποία άφησε πίσω της 176 νεκρούς μαθητές (23 κατά την αστυνομία).

Η διεθνής κατακραυγή ήταν μεγάλη για τη Νότιο Αφρική, με αποκορύφωμα το Ψήφισμα 392 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (19 Ιουνίου 1976), το οποίο καταδίκαζε έντονα τη βάναυση συμπεριφορά της αστυνομίας και το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων. Η κυβέρνηση του σκληροπυρηνικού πρωθυπουργού Μπαλτάζαρ Φόρστερ αναγκάστηκε από τα πράγματα να απαλύνει τους νόμους των φυλετικών διακρίσεων, ενώ το «Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο» βρήκε την ευκαιρία να μεταφέρει τον αγώνα κατά του φυλετικού καθεστώτος των λευκών μέσα στο έδαφος της Νότιας Αφρικής.

Σχετικά

  • Το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων στη Νότιο Αφρική καταργήθηκε οριστικά το 1993, με πρωτοβουλία του τελευταίου «λευκού» προέδρου της χώρας Φρέντερικ Βίλελμ ντε Κλερκ και την ενεργό συμμετοχή του Νέλσον Μαντέλα στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
  • Τα γεγονότα του Σοβέτο μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Άγγλος σκηνοθέτης σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο το 1987, στην ταινία «Κραυγή Ελευθερίας» («Cry Freedom»), με πρωταγωνιστή τον Ντένζελ Ουάσινγκτον.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/630

Β’ Βαλκανικός Πόλεμος


Ένοπλη σύγκρουση, που διεξήχθη από τις 16 Ιουνίου έως τις 18 Ιουλίου του 1913 (28 Ιουλίου η τυπική λήξη της με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου) κατά κύριο λόγο στα εδάφη της απελευθερωμένης από του Οθωμανούς Μακεδονίας, μεταξύ των πρώην συμμάχων του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912 - 30 Μαΐου 1913). Αντιμέτωποι τέθηκαν από την μία πλευρά η Βουλγαρία και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε από την ταχύτητα διεξαγωγής του και τη σκληρότητα των μαχών του.

Προτού λήξει ακόμη ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης ρήξης μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία πίστευε ότι ήταν «ριγμένη» στη μοιρασιά έναντι των συμμάχων της Ελλάδας και Σερβίας και υποδαύλιζε διάφορα επεισόδια -συχνά αιματηρά- εναντίον Σέρβων και Ελλήνων στη Μακεδονία. Σε σχέση με τη χώρα μας αμφισβητούσε ανοιχτά την κατοχή της Θεσσαλονίκης και της νοτιοανατολικής Μακεδονίας. Κάθε πρόταση φιλικής διευθέτησης των διαφορών τους με τη Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία συναντούσαν την αδιαλλαξία της, την οποία υπέθαλπε για τους δικούς της λόγους η Αυστροουγγαρία.

Για να αντιμετωπίσουν της διαφαινόμενη βουλγαρική απειλή, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν στις 19 Μαΐου 1913 στη Θεσσαλονίκη, συνθήκη ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας προστασίας. Το κείμενο της συνθήκης έφερε τις υπογραφές του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Βελιγράδι Ιωάννη Αλεξανδρόπουλου και του πρεσβευτή της Σερβίας στην Αθήνα, Ματία Μπόσκοβιτς. Μετά τη συνθήκη αυτή, που συνοδευόταν από στρατιωτική σύμβαση «προς προετοιμασίαν και εξασφάλισιν των στρατιωτικών μέτρων αμύνης», Ελλάδα και Σερβία βρίσκονταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία. Οι προσπάθειες του τσάρου της Ρωσίας Νικόλαου Β' να βρει σημεία προσέγγισης ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία απέτυχαν, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αναζητούσε τρόπους για ειρηνική διευθέτηση, προκειμένου να αποτρέψει την εχθρότητα της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας προς τις δύο χώρες (Ελλάδα και Σερβία), που θα απέβαινε υπέρ της Βουλγαρίας.

Οι βιαιότητες των Βουλγάρων κατά των ελληνικών πληθυσμών και οι συγκεντρώσεις βουλγαρικών στρατευμάτων σε ευαίσθητα σημεία της Μακεδονίας, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλάδας, η οποία δια του πρεσβευτή της στη Σόφια επέδωσε διακοίνωση προς τη βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε τη διακοίνωση, αλλά το απόγευμα της 16ης Ιουνίου διέταξε τα στρατεύματά της να επιτεθούν κατά των ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα και το Παγγαίο Όρος και των σερβικών δυνάμεων στο Ιστίπ (σημερινό Στιπ της ΠΓΔΜ). Την επομένη, οι Βούλγαροι κατέλαβαν από τους Σέρβους τη Γευγελή (Γκεβγκλίγια της ΠΓΔΜ) στην κοιλάδα του Αξιού, με σκοπό να αποκόψουν την επαφή σερβικών και ελληνικών στρατευμάτων.

Η αντίδραση της Ελλάδας και της Σερβίας ήταν άμεση και αποφασιστική. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Η Ελλάδα με αρχηγό τον βασιλιά Κωνσταντίνο και επιτελάρχη τον αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη παρέταξε στα πεδία των μαχών 119.000 άνδρες, που στελέχωναν 10 μεραρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία ιππικού. Η Σερβία, με αρχηγό τον βασιλιά Πέτρο και επιτελάρχη τον βοεβόδα Ράντομιρ Πούτνικ, παρέταξε 260.000 άνδρες, από τους οποίους οι 12.000 ήταν η συνεισφορά του Μαυροβούνιο. Ο Βουλγαρικός στρατός αριθμούσε 576.000 άνδρες και τον διοικούσε ο βασιλιάς Φερδινάνδος, με βοηθό τον στρατηγό Μιχαήλ Σάβοφ και επιτελάρχη τον στρατηγό Ιβάν Φίτσεφ.

Μετά τη βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον αρχιστράτηγο βασιλιά Κωνσταντίνο να αναληφθεί γενική αντεπίθεση, με πρώτο μέτρο την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τις στρατωνιζόμενες εκεί βουλγαρικές μονάδες, που ανέρχονταν σε 1.500 άνδρες. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να αποσυρθούν και τότε ανέλαβε δράση η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τον υποστράτηγο Καλάρη, η οποία ύστερα από ολονύκτια συμπλοκή τους εξανάγκασε να παραδοθούν στις 18 Ιουνίου. Η επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 17 τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ανήλθαν σε 60 νεκρούς, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμαλώτους.

Ο κύριος στόχος του ελληνικού στρατηγείου ήταν η διάσπαση της οχυράς βουλγαρικής γραμμής Κιλκίς - Λαχανά - Δοϊράνης, που εάν επιτυγχάνετο θα σήμαινε την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός προήλασε ταχύτατα και κατατρόπωσε του Βουλγάρους στις μάχες Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά (19 - 21 Ιουνίου 1913). Στις 20 Ιουνίου η Χ Μεραρχία κατέλαβε τη Γευγελή, η οποία άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο. Η καθοριστική ήττα των Βουλγάρων στο Κιλκίς προκάλεσε την αντικατάσταση του στρατηγού Σάβοφ με τον στρατηγό Ράτκο Ντιμιτρίεφ.

Οι Βούλγαροι έχοντας απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, υποχώρησαν προς τη Στρώμνιτσα (σημερινή Στρούμιτσα της ΠΓΔΜ) και τις Σέρρες, διαπράττοντας φοβερά εγκλήματα κατά των ελληνικών πληθυσμών. Η Νιγρίτα, οι Σέρρες και το Δοξάτο ήταν οι πόλεις που έζησαν την εκδικητική μανία των Βουλγάρων και έπαθαν τις μεγαλύτερες καταστροφές. Οι Έλληνες συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων και μετά τις μάχες της Δοϊράνης (22 - 23 Ιουνίου), της Στρώμνιτσας (26 Ιουνίου) και του Ντεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο, 27 Ιουνίου), κατέλαβαν τις Σέρρες (28 Ιουνίου) και τη Δράμα (1 Ιουλίου).

Ο Ελληνικός Στρατός στην Κρέσνα

Η προέλαση του ελληνικού στρατού επιβραδύνθηκε στα στενά της Κρέσνας (7 - 10 Ιουλίου). Η μάχη υπήρξε φονικότατη και έληξε με νίκη των Ελλήνων. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν τώρα επί βουλγαρικού εδάφους. Μία άλλη αιματηρή μάχη δόθηκε στην Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαγκόεφγκραντ), η οποία έληξε στις 18 Ιουλίου, την ημέρα της ανακωχής και της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Στη μάχη της Τζουμαγιάς έχασε τη ζωή του ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, ένας από τους ήρωες των Βαλκανικών Πολέμων.

Η VIII Μεραρχία προήλασε στη Θράκη και κατέλαβε προσωρινά την Ξάνθη (13 Ιουλίου) και την Γκιουμουλτζίνα (σημερινή Κομοτηνή, 16 Ιουλίου). Μεγάλη συμμετοχή στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο είχε και το ελληνικό ναυτικό, που κατέλαβε την Καβάλα (27 Ιουνίου) και προσωρινά το Ντεντέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη, 12 Ιουλίου). Αντίθετα, η νεοσύστατη ελληνική αεροπορία είχε μηδενική δράση, καθώς τα περισσότερα αεροπλάνα ήταν καθηλωμένα στο έδαφος, λόγω βλαβών, τις οποίες είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.

Από την πλευρά του, ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε τους Βουλγάρους σε σειρά μαχών, με κυριότερη αυτή της Μπρεγκαλνίτσα (17 - 26 Ιουνίου) και τους απώθησε προς Ανατολάς στα παλαιά τους σύνορα. Στις 27 Ιουνίου 1913 μπήκε στο χορό και η Ρουμανία, η οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Νότια Δοβρουτσά. Δύο ημέρες αργότερα, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη δεινή θέση της Βουλγαρίας τής κηρύσσει τον πόλεμο και ανακαταλαμβάνει την Αδριανούπολη στις 9 Ιουλίου 1913.

Στις 18 Ιουλίου 1913, την ημέρα που ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος ζήτησε και πέτυχε ανακωχή των πολεμικών επιχειρήσεων με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν βαθιά μέσα στο βουλγαρικό έδαφος, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή από τη Σόφια, ενώ ο ρουμανικός στρατός απείχε 40 χιλιόμετρα από τη βουλγαρική πρωτεύουσα. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στη συνέχιση του πολέμου μέχρι την κατάληψη της Σόφιας, αλλά τελικά, λόγω της σερβικής αδράνειας και της κοπώσεως του στρατού, πείστηκε στην αποδοχή της ανακωχής από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η συνέχεια ανήκει στη διπλωματία. Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία τάχθηκαν με το πλευρό της Βουλγαρίας, Γαλλία και Γερμανία υποστήριξαν τις ελληνικές θέσεις, που συνοψίζονταν στην επέκταση των ελληνικών συνόρων στη γραμμή Μάκρης - Πέρελικ, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Αγγλία και Ιταλία κράτησαν επιφυλακτική στάση. Στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε τελικά από τους εμπολέμους (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο από τη μία πλευρά και Βουλγαρία από την άλλη) η συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε και τυπικά ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος και η οποία προέβλεπε:

  • Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται από τα σερβοβουλγαρικά στο όρος Μπέλες ως τις εκβολές του ποταμού Νέστου.
  • Η Βουλγαρία διατηρεί το Μελένικο και το Νευροκόπι στη Β.Α. Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη μέχρι το λιμάνι του Ντεντέαγατς. Έτσι, ένα προαιώνιο όνειρο των Βουλγάρων για έξοδο στο Αιγαίο έγινε πραγματικότητα, έστω για μικρό χρονικό διάστημα.
  • Η Ρουμανία λαμβάνει το τετράγωνο Σιλιστρίας - Τουτουκάιας - Μπαλτσίκ.
  • Τα σερβοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται στη γραμμή του Άνω Αξιού.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, με χωριστή συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακατέλαβε την Ανατολική Θράκη, μετά των 40 Εκκλησιών και της Αδριανούπολης.

Η χώρα μας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, με 5.851 νεκρούς, 23.847 τραυματίες και 188 αγνοουμένους. Συνολικά, οι Βουλγαρικές απώλειες έφθασαν τους 65.927 άνδρες (νεκρούς ή τραυματίες) και οι συμμαχικές, συμπεριλαμβανομένων Οθωμανών και Ρουμάνων τις περίπου 91.000 άνδρες. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ακολούθησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που θα έβαζε και πάλι σε πολεμικές περιπέτειες τα βαλκανικά κράτη.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/631

Άγιος Τύχων ο Θαυματουργός επίσκοπος

 

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου

                            

Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσαιτέ μοι φρένας.
Ξένον τὸν Υἰὸν Πατρὸς οὐσίας λέγων,
Ἄρειος, ἤτω τῆς Θεοῦ δόξης ξένος.

Λειτουργικά κείμενα

Οπτικοακουστικό Υλικό

Σχετικά κείμενα

                                    Πηγή

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ