Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Μουσική Παρασκευή - Νίκος Ξυλούρης ~ Ἡ Μπαλάντα τοῦ κυρ' Μέντιου



Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (πρωτότυπος τίτλος: Ἡ Μπαλάντα Τοῦ Κυρ Μέντιου)  είναι ποίημα του Κώστα Βάρναλη, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην ποιητική συλλογή Τα Ποιητικά, το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Το ποίημα αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους.

Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του ποιητή. Είναι μια σατιρική αφήγηση, λαϊκού και επαναστατικού χαρακτήρα. Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος (γαϊδούρι), που παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο, τον υπομονετικό. Ο Βάρναλης, στο ποίημα του, προσπαθεί να αφυπνίσει τον λαό μέσω αυτής της σάτιρας.

Το ποίημα απέκτησε δημοσιότητα και από τη μουσική μεταφορά του, σε μελοποίηση Λουκά Θάνο και ερμηνεία Νίκου Ξυλούρη.

Στην εικόνα φαίνεται ένας γάιδαρος, ο οποίος μάλιστα είναι και φορτωμένος, το ζωάκι με το οποίο ο Βάρναλης παραλληλίζει τους υποδουλωμένους ανθρώπους.

Στη λαϊκή παράδοση Μέντιος αποκαλείται το γαϊδούρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι ο Κυρ-Μέντιος, που ερμηνεύει η Γεωργία Βασιλειάδου, στην ταινία ο Θησαυρός του Μακαρίτη.

Ανάλυση

Το ποίημα είναι αλληγορικό. Παραλληλίζει τον γάιδαρο με τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο που παλεύει για να επιβιώσει, ο οποίος, όπως και ο γάιδαρος, δουλεύει συνέχεια για τα προς το ζην, χωρίς καν να έχει εξασφαλισμένα τα γεράματά του: 

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Εξετάζοντας την πραγματική εικόνα του ποιήματος, δημιουργούνται συναισθήματα συγκίνησης για τον γάιδαρο και τα παράπονά του. Στο ποίημα υπάρχει και το συναίσθημα της συμπόνιας καθώς παρατηρείται ο γάιδαρος να εργάζεται σκληρά σε όλη του ζωή χωρίς οίκτο από τους ανθρώπους, οι οποίοι τον κακομεταχειρίζονται κιόλας, έως και τα βαθιά του γεράματα:

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Εκείνο που γεμίζει απελπισία τους αναγνώστες είναι η μεταφορική σημασία του ποιήματος. Η μοίρα του γαϊδάρου είναι συγγενής με τη μοίρα των ανθρώπων, οι οποίοι πολλές φορές έχουν τα ίδια συναισθήματα με αυτά του γαϊδάρου. Το ποίημα ξεκάθαρα συμβολίζει ότι κανείς πρέπει να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του και ότι τίποτε δεν χαρίζεται άνευ αγώνων:

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Στο τέλος του ποιήματος, ο ίδιος ο ποιητής δείχνει να ελπίζει ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία με δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Παραπέμπει στις κομμουνιστικές χώρες, ξανά αλληγορικά:

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
Πρόσληψη

Πηγή εικόνας


Το ποίημα μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά από τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, στον δίσκο του Σάλπισμα, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1978. Κατόπιν τραγουδήθηκε και από άλλους καλλιτέχνες, αλλά η ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη θεωρείται η καλύτερη και αυτή που άφησε ιστορία.

Διασκευές στο κομμάτι του Θάνου έχουν κάνει: μεταξύ άλλων ο Νότης ΣφακιανάκηςΜανόλης Λιδάκης κ.λπ.

Η μελοποίηση του ποιήματος δεν περιέχει όλες τις στροφές, στη μελοποίηση ακούγονται 8 στροφές:

  • 1η (στροφή) Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια [...] τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
  • 2η (στροφή) Μεροδούλι, ξενοδούλι! [...] καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
  • 4η (στροφή) Ἀνωχώρι, Κατωχώρι, [...] ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
  • 5η (στροφή) Εἴκοσι χρονῶ γομάρι [...] τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
  • 6η (στροφή) Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι [...] τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
  • 7η (στροφή) Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα» [...] γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
  • 26η στροφή) Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει [...] σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

Ενώ το ρεφρέν του τραγουδιού είναι η 25η στροφή: Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο [...] θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.


Πηγή


Πάμε το ακούσουμε...



Δὲν λυγᾶνε τὰ ξεράδια καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια 
κοῦτσα μιὰ καὶ κοῦτσα δυὸ στῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό 
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν οὖλοι οἱ ἀφέντες δοῦλοι 
οὖλοι δοῦλοι ἀφεντικὸ καὶ μ' ἀφήναν νηστικό 
καὶ μ' ἀφήναν νηστικό 

Ἀνωχώρι κατωχώρι ἀνηφόρι κατηφόρι 
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχὴ ὥσπου μου 'βγαινε ἡ ψυχή 
Εἴκοσι χρονὼ γομάρι σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι 
κι ἔχτισα στὴν ἐμπασιὰ τοῦ χωριοῦ τὴν ἐκκλησιά 
τοῦ χωριοῦ τὴν ἐκκλησιά 

Ἄιντε θῦμα ἄϊντε ψώνιο ἄϊντε σύμβολο αἰώνιο 
ἂν ξυπνήσεις μονομιᾶς θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 
θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι ἄλλο μπόϊ κι ἄλλο πόδι 
ὄργωνα στὰ ρέματα τ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα 
Καὶ στὸν πόλεμο ὅλα γιὰ ὅλα κουβαλοῦσα πολυβόλα 
νὰ σκοτώνονται οἱ λαοὶ γιὰ τ' ἀφέντη τὸ φαΐ 
γιὰ τ' ἀφέντη τὸ φαί 

Ἄιντε θῦμα ἄϊντε ψώνιο ἄϊντε σύμβολο αἰώνιο 
ἂν ξυπνήσεις μονομιᾶς θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 
θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 
Koίτα οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει ἔχει ἡ πλάση κοκκινίσει 
ἄλλος ἥλιος ἔχει βγεῖ σ' ἄλλη θάλασσα ἄλλη γῆ 

Ἄιντε θῦμα ἄϊντε ψώνιο ἄϊντε σύμβολο αἰώνιο 
ἂν ξυπνήσεις μονομιᾶς θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 
θά 'ρθει ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς 



ΕΙΔΗΣΗ ΣΟΚ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΕΜΟ - Βγάζουν τον στρατό - Μήνυμα από Γαλλία


Γεώργιος Κωστάκης: Ο έλληνας συλλέκτης έργων της ρωσικής πρωτοπορίας

 Η σπουδαία συλλογή του περιλάμβανε έργα αφηρημένης τέχνης, η οποία ήταν απαγορευμένη επί σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση.

Γεώργιος Κωστάκης (1913 – 1990)

Ο Γεώργιος Κωστάκης ήταν ελληνορώσος ζωγράφος και συλλέκτης έργων τέχνης της ρωσικής πρωτοπορίας. Η σπουδαία συλλογή του περιλάμβανε έργα αφηρημένης τέχνης, η οποία ήταν απαγορευμένη επί σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, καθώς το επίσημο καλλιτεχνικό δόγμα ήταν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

Ο Γεώργιος Κωστάκης (Γκεόρκι Ντιονίσοβιτς Κοστάκι στα ρώσικα) γεννήθηκε στη Μόσχα στις 5 Ιουλίου 1913. Ο πατέρας του, Διονύσης Κωστάκης, ήταν πλούσιος έμπορος, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Ο νεαρός Κωστάκης δεν έλαβε καλλιτεχνική εκπαίδευση, αλλά από την εφηβεία ανέπτυξε ενδιαφέρον για την τέχνη. Αρχικά δούλεψε ως οδηγός στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα και στη συνέχεια ως προσωπάρχης στην καναδική πρεσβεία.

Χωρίς να έχει επαφή με τη μοντέρνα τέχνη, προικισμένος όμως με ένα σπάνιο ένστικτο, εντυπωσιάστηκε όταν αντίκρισε το 1946 ένα πίνακα της Όλγας Ροζάνοβα και άρχισε να συλλέγει έργα της ρωσικής πρωτοπορίας, τα οποία επί σταλινικού καθεστώτος ήταν απαγορευμένα και πωλούνταν σε εξευτελιστικές τιμές.

Ο Κωστάκης είχε στη συλλογή του 5.000 πίνακες, σχέδια και κατασκευές των Μαλέβιτς, Καντίνσκι, Τάτλιν, Γκοντσάροβα, Πόποβα, Σαγκάλ, Ροντσένκο, Κλιούν, Λισίνσκι και πολλών άλλων, μοναδικής σημασίας για την εξέλιξη της τέχνης στις αρχές του 20ου αιώνα. Το διαμέρισμά του στη λεωφόρο Βερνάτσκι της Μόσχας λειτουργούσε ως ένα ανεπίσημο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.

Το 1977 αποφάσισε να επαναπατρισθεί με την οικογένειά του στην Ελλάδα, μη αντέχοντας τις συνεχείς «οχλήσεις» από την KGB. Οι σοβιετικές αρχές του επέτρεψαν να εξαγάγει το ¼ των έργων της συλλογής του και το υπόλοιπο το δώρισε στην γκαλερί Τρετιακόφ της Μόσχας. Το 1981 οι πίνακες εκτέθηκαν στο μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης και κυκλοφόρησε συνολικός κατάλογος με κείμενο του συλλέκτη.

Ο Κωστάκης ήταν και ο ίδιος ζωγράφος και το 1985 εξέθεσε πίνακές του στην γκαλερί «Τρίτο Μάτι» στην Αθήνα. Τα έργα του κινούνται στο ποιητικό κλίμα του Σαγκάλ και αποτελούν έκφραση των αναμνήσεών του από τη Ρωσία.

Ο Γεώργιος Κωστάκης πέθανε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου του 1990, σε ηλικία 76 ετών. Το 1995 έγινε μεγάλη έκθεση της συλλογής του στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα και δύο χρόνια αργότερα το ελληνικό κράτος αγόρασε τα 1277 έργα της συλλογής του, τα οποία εκτίθενται στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονη Τέχνης της Θεσσαλονίκης.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/672

Νάνος Βαλαωρίτης: Ο αιώνιος έφηβος της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας

 Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, που συνέδεσε το όνομά του με τις μεγάλες πρωτοπορίες του 20ού αιώνα.

Νάνος Βαλαωρίτης (1921 – 2019)

Ο ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος Νάνος Βαλαωρίτης υπήρξε από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Έχει συνδέσει το όνομά του με τις μεγάλες πρωτοπορίες, αλλά και ορισμένα από τα διασημότερα ονόματα των γραμμάτων του 20ού αιώνα. Σεφέρης, Μπρετόν, Φερλινγκέτι, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ, Τ.Σ. Έλιοτ, Γ. Χ. Όντεν και Ντίλαν Τόμας είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς και ποιητές τους οποίους γνώρισε και συναναστράφηκε.

Συμμετείχε στο κίνημα του υπερρεαλισμού, βούτηξε στη μπιτ λογοτεχνία, αλλά και στη γλωσσοκεντρική και πανκ ποίηση, χαρακτηρίστηκε αιώνιος έφηβος και περιπλανήθηκε πάντοτε, με τη ζωή, με τη γραφή του, σε χώρους νέους, πειραματικούς και περιπετειώδεις.

Ο Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 5 Ιουλίου 1921. Ήταν δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Λονδίνου και Σορβόνης.

Την πρώτη του εμφάνιση γράμματα έκανε το 1939 μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Νέα Γράμματα». Το 1944 εγκατέλειψε την κατεχόμενη Ελλάδα, καταλήγοντας, έπειτα από παρότρυνση του Γιώργου Σεφέρη, στο Λονδίνο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος της ελληνικής πρεσβείας, μεταφραστής, συνεργάτης και εκδότης περιοδικών. Έγραψε άρθρα και πρώτος αυτός μετέφρασε εκτενώς στα αγγλικά έλληνες ποιητές της γενιάς του 1930: Σεφέρη, Ελύτη, ΕμπειρίκοΕγγονόπουλο και Γκάτσο.

Το 1947 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η τιμωρία των μάγων». Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς παραμονής του στην Αγγλία γνώρισε τον νομπελίστα ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Από το 1954 έως το 1960 έζησε στο Παρίσι και σχετίστηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές.

Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό «Πάλι» (1963-1966). Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε Συγκριτική Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο «City Lights» του Λόρενς Φερλινγκέτι.

Από το 1989 έως το 1995 διηύθυνε με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό «Συντέλεια», το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο «Νέα Συντέλεια». Το 1990 οργάνωσε την παρουσίαση ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι. Από το 2004 ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα.

Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα δανικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά, ενώ ο ίδιος έχει μεταφράσει Έλληνες και ξένους δημιουργούς. Θεατρικά έργα του έχουν ανέβει σε σκηνές του Παρισιού, του Σπολέτο, του Άαρχους και της Αθήνας, ενώ έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά «Τετράδιο», «Σήμα», «Horizon», «New Writing» και «Daylight».

Βραβεύσεις

Το 1958 βραβεύτηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το οποίο δεν αποδέχτηκε. Το 1983 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1998 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας. Το 1996 βραβεύτηκε από την Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης, η οποία στο παρελθόν είχε βραβεύσει και τους Φερλινγκέτι και Γκίνσμπεργκ.

Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο και το 2009 με το Κρατικό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Το 2004 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, σε ηλικία 98 ετών.




Πηγή: 
https://www.sansimera.gr/biographies/2089

Νίκος Παπατάκης: Ο αναρχικός κοσμοπολίτης του σινεμά

 Ελληνογάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και παραγωγός, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής διασποράς.

Νίκος Παπατάκης (1918 – 2010)

Ο Νίκος Παπατάκης ήταν ελληνογάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και παραγωγός, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής διασποράς. Γύρισε πέντε συναρπαστικές ταινίες, που οι ωμές και προκλητικές (συχνά σουρεαλιστικές) εικόνες τους σόκαραν μεγάλο μέρος του κοινού.

Ο Νίκος Παπατάκης γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας στις 5 Ιουλίου 1918 από Έλληνα πατέρα με καταγωγή από τη Μακεδονία και ντόπια μητέρα. Αντιστάθηκε πολεμώντας τα ιταλικά στρατεύματα του Μουσολίνι στο πλευρό του Χαϊλέ Σελασιέ και αναγκάστηκε να εξοριστεί, βρίσκοντας καταφύγιο αρχικά στον Λίβανο και εν συνεχεία στην Ελλάδα.

Στην Αθήνα παρέμεινε για δύο χρόνια (1937-1939) κι έκανε διάφορες δουλειές για τα προς το ζην. Εργάστηκε ως γκρουμ στο ξενοδοχείο «Σεντ Τζορτζ» κι εκεί γνώρισε τον γλύπτη Χέρμπερτ Χόφμαν, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο της τέχνης.

Παρίσι

Ο Νίκος Παπατάκης με Ανούκ Εμέ το 1951
Ο Νίκος Παπατάκης με Ανούκ Εμέ το 1951
Το 1939 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Παπατάκης συναναστράφηκε όλη την αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης, από τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τον Αντρέ Μπρετόν ως τον Ζακ Πρεβέρ και τον «καταραμένο» Ζαν Ζενέ. Το 1947 άνοιξε το καμπαρέ «La Rose Rouge» (Το Κόκκινο Ρόδο), που αποτέλεσε το δημιουργικό εφαλτήριο για πολλούς καλλιτέχνες, όπως η Ζιλιέτ Γκρεκό και ο Μπορίς Βιάν.

Το 1951 νυμφεύθηκε την ηθοποιό Ανούκ Εμέ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μανουέλα. Το 1950 υπήρξε παραγωγός και χρηματοδότης της ταινίας του Ζαν Ζενέ «Un chant d’ amour» (Ένα ερωτικό τραγούδι), τη φωτογραφία της οποίας υπέγραφε ο Ζαν Κοκτώ. Η μοναδική κινηματογραφική δημιουργία του «άγιου» (όπως τον απεκάλεσε ο Σαρτρ) συγγραφέα-εγκληματία λογοκρίθηκε και δεν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, παρά μόνον το 1975.

Νέα Υόρκη

Το 1957 ο Παπατάκης εγκαταλείπει για πολιτικούς λόγους το Παρίσι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται τη Γερμανίδα μανεκέν Κρίστα Πέφγκεν, η οποία υιοθετεί το υποκοριστικό του και ως Nico δημιουργεί μία αξιόλογη καριέρα στη ροκ μουσική σκηνή και γίνεται ιδιαίτερα γνωστή ως ηγερία του Άντι Γουόρχολ και των Velvet Underground.

Ο Νίκος Παπατάκης με τον Τζον Κασαβέτη
Ο Νίκος Παπατάκης με τον Τζον Κασαβέτη
Κατά την παραμονή του στην αμερικάνικη μεγαλούπολη γνωρίζεται με έναν άλλο σημαντικό σκηνοθέτη της ελληνικής διασποράς, τον Τζον Κασαβέτη, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα για την ολοκλήρωσή της πρώτη του ταινία. Βρίσκει τα αναγκαία κεφάλαια και γίνεται συμπαραγωγός στην ταινία του «Σκιές» (1959), που αποτελεί μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.

Η πρώτη του ταινία, που σόκαρε το κοινό

Ο Παπατάκης επιστρέφει στο Παρίσι το 1962 και τον επόμενο χρόνο παρουσιάζει την πρώτη του ταινία «Οι Άβυσσοι», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ζενέ «Οι Δούλες», που με τη σειρά του είχε αντλήσει την έμπνευσή του από την αληθινή, μακάβρια, ιστορία των αδελφών Παπέν. Η ταινία προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών και προκαλεί σκάνδαλο με την ωμότητά της.

Το 1967 νυμφεύεται τη δεύτερη σύζυγό του Όλγα Καρλάτου, με την οποία θα αποκτήσει ένα γιο, τον Σέργιο. Τον ίδιο χρόνο γυρίζει στην Ελλάδα την ταινία «Οι Βοσκοί», με πρωταγωνίστρια τη σύζυγό του, όπου πραγματεύεται και καταγγέλλει τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η ταινία θα προβληθεί τον επόμενο χρόνο χωρίς επιτυχία.

Περνούν επτά χρόνια μέχρι την επόμενη ταινία του «Gloria Mundi», με θέμα τα βασανιστήρια των Γάλλων αποικιοκρατών στον Πόλεμο της Αλγερίας τη δεκαετία του '50. Η ταινία επιλέχθηκε να συμμετάσχει στο πρώτο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Παρισίων, αλλά κατέβηκε αμέσως, έπειτα από βομβιστική επίθεση στον κινηματογράφο «Μαρμπέφ». Καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη, αλλά υπήρχαν υπόνοιες ότι πίσω της βρισκόταν η ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση OAS. H ταινία προβλήθηκε, τελικά, το 2005.

«Φωτογραφία»: Η καλύτερη ταινία του Παπατάκη

Το 1986 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης τη «Φωτογραφία», με πρωταγωνιστή τον Άρη Ρέτσο, ίσως την καλύτερη ταινία του και μία από τις λυρικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, που εξερευνά το θέμα της νοσταλγίας του ξενιτεμένου και την αποξένωση της μετανάστευσης, ενώ θίγει πολλά σημεία της τραγικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας.

Ο Νίκος Παπατάκης το 1991
Ο Νίκος Παπατάκης το 1991
Το 1991 υπογράφει τους «Ισορροπιστές», την τελευταία ταινία του, που αποτελεί ένα αιχμηρό πορτραίτο του Ζαν Ζενέ, τον οποίο υποδύθηκε αξεπέραστα ο Μισέλ Πικολί και προκάλεσε τη μήνιν πολλών θαυμαστών του.

Το 2000 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και το 2005 βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Αλέξανδρο» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Με την ευκαιρία της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησε ο τιμητικός τόμος «Νίκος Παπατάκης», που συνέγραψε ο Γιάννης Κονταξόπουλος (Καστανιώτης).

Τον Ιανουάριο του 2003 κυκλοφόρησε στη Γαλλία η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Tous les desespoirs sont permis» («Όλες οι απελπισίες επιτρέπονται»). Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή με τίτλο «Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση».

O Νίκος Παπατάκης πέθανε στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 2010, σε ηλικία 92 ετών.

Φιλμογραφία

Ως σκηνοθέτης

  • Οι Αβυσσοι (1963)
  • Οι Βοσκοί (1968)
  • Gloria Mundi (1975)
  • Η Φωτογραφία (1986)
  • Οι Ισορροπιστές (1991)

Ως σεναριογράφος

  • Οι Βοσκοί (1968)
  • Gloria Mundi (1975)
  • Une page d'amour, του Ελί Σουρακί (1980)
  • Court circuits, του Πατρίκ Γκρανπερέ (1981)
  • Η Φωτογραφία (1986)
  • Οι Ισορροπιστές (1991)

Ως παραγωγός

  • Un chant d’ amour, του Ζαν Ζενέ (1950)
  • Σκιές (1961)
  • Οι Άβυσσοι (1963)
  • Gloria Mundi (1975)

Ως Ηθοποιός

  • Nico Icon (1995)



Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού (1924)

Οι Γάλλοι διοργανωτές ήθελαν να ξεπλύνουν την ντροπή του 1900 και τα κατάφεραν, παρουσιάζοντας μία διοργάνωση, όπου κυριάρχησε το Ολυμπιακό Πνεύμα.



Οι Γάλλοι διοργανωτές ήθελαν να ξεπλύνουν την ντροπή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1900 και τα κατάφεραν, παρουσιάζοντας μία διοργάνωση, όπου κυριάρχησε το ολυμπιακό πνεύμα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1924 διεξήχθησαν στο Παρίσι από τις 4 Μαΐου έως τις 27 Ιουλίου και πήραν μέρος 3.089 αθλητές (2.954 άνδρες και 135 γυναίκες) από 44 χώρες. Η Εβδομάδα των Χειμερινών Αθλημάτων έλαβε χώρα από τις 25 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου 1924 στο Σαμονί της Γαλλίας και αργότερα η ΔΟΕ την αναγνώρισε ως τους Πρώτους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η απόφαση για την ανάθεση στο Παρίσι των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924, ελήφθη στη Λωζάνη στις 2 Μαΐου 1921, κατά τη διάρκεια της συνόδου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Το Παρίσι υπερίσχυσε των υποψηφιοτήτων του Άμστερνταμ, της Βαρκελώνης, του Λος Άντζελες, της Ρώμης και της Πράγας. Καθοριστική ήταν η συμβολή του προέδρου της ΔΟΕ Πιερ ντε Κουμπερτέν, που ήθελε να δει τους 8ους Ολυμπιακούς Αγώνες να διεξάγονται στην πατρίδα του, προτού εγκαταλείψει την προεδρία της ΔΟΕ.

Στις καινοτομίες των αγώνων να σημειώσουμε:

  • Την ανάκρουση για πρώτη φορά των εθνικών ύμνων της Ελλάδας (ως πατρίδας του Ολυμπισμού), της διοργανώτριας χώρας και της χώρας που αναλάμβανε τη διοργάνωση της επόμενης Ολυμπιάδας.
  • Την υιοθέτηση από τον Πιερ ντε Κουμπερτέν της ρήσης «citius, altius, fortius» («γρηγορότερα, δυνατότερα, ψηλότερα») του εκπαιδευτικού και ιερωμένου Ερίκ Ντιντόν, που έγινε έκτοτε το σύνθημα των Ολυμπιακών Αγώνων.
  • ­Την πρώτη «ζωντανή» ραδιοφωνική μετάδοση των Αγώνων.

Στην κατάταξη των μεταλλίων, οι ΗΠΑ επικράτησαν με 99 (45-27-27), έναντι 38 της Γαλλίας (13-15-10) και 37 της Φινλανδίας (14-13-10). Μορφή των αγώνων, με τρία χρυσά στην κολύμβηση (100 μ., 400 μ, 4Χ200 ελευθέρας), ο αμερικανός Τζόνι Βαϊσμίλερ, ο μετέπειτα Ταρζάν της μεγάλης οθόνης. Ο γοητευτικός Τζόνι ήταν ο πρώτος κολυμβητής στην ιστορία που έσπασε το φράγμα του ενός λεπτού στα 100 μ. ελευθέρας με επίδοση 59".

Ο Φινλανδός δρομέας Πάαβο Νούρμι, μετά τα δύο χρυσά της Αμβέρσας, πρόσθεσε στη συλλογή του άλλα τρία, με νίκες στα 1.500 μ., 5.000 μ. και 10.000 μ. ανωμάλου δρόμου.

Στην ιστορία, όμως, πέρασαν και οι βρετανοί ολυμπιονίκες των 100 μ. Χάρολντ Έιμπραμς και των 400 μ. Έρικ Λίντελ, η δράση των οποίων έγινε πλατύτερα γνωστή από τη βραβευμένη με 4 Όσκαρ ταινία του Χιου Χάντσον «Οι δρόμοι της φωτιάς» (1981).

Η Ελληνική Συμμετοχή

­Η Ελλάδα έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 με 38 αθλητές και μία αθλήτρια, την τενίστρια Λένα Βαλαωρίτου – Σκαραμαγκά (1897-1967). Ήταν η πρώτη παρουσία ελληνίδας αθλήτρια σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η χώρα μας κατέκτησε ένα χρυσό μετάλλιο στους καλλιτεχνικούς αγώνες, με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, που νίκησε στη γλυπτική με το ορειχάλκινο άγαλμα του Δισκοβόλου, ένα από τα τρία αντίτυπα του οποίου βρίσκεται απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο. Τα άλλα δύο βρίσκονται στη Ντιζόν της Γαλλίας και στη Νέα Υόρκη.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/545/91

Η Μάχη του Μαραθώνα (1824)

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 600 Ελλήνων, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, εκεί όπου ο Μιλτιάδης είχε νικήσει τον στρατό των Περσών το 490 π.Χ.


Η πεδιάδα του Μαραθώνα

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των 3.000 Οθωμανών Τούρκων του Ομέρ Πασά και 600 Ελλήνων υπό τον Γιάννη Γκούρα, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, εκεί όπου ο Μιλτιάδης είχε νικήσει τον στρατό των Περσών το 490 π.Χ. Η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα έγινε στις 5 Ιουλίου 1824 και έληξε, όπως και η πρώτη, με επικράτηση των ελληνικών όπλων.

Τον Ιούνιο του 1824 ο πασάς της Καρύστου Ομέρ έλαβε εντολή να στραφεί κατά της Αττικής, σε μια εποχή που οι Έλληνες σπαράζονταν από εμφύλιες έριδες. Την ίδια περίοδο (24 Ιουνίου 1824), ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, όρισε φρούραρχο της Ακρόπολης τον δυναμικό οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα.

Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου ο Ομέρ Πασάς αποβιβάστηκε στον Ωρωπό με 3.000 άνδρες (εκ των οποίων οι 2.000 γενίτσαροι), πυροβολικό και ιππικό. Αφού λεηλάτησε τη γύρω περιοχή, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Γκούρας συγκρότησε σώμα από 600 άνδρες, με τη συμμετοχή των χιλιάρχων Μαμούρη, Ρούκη και Πρεβεζιάνου και αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στον Μαραθώνα. Στις 3 Ιουλίου 1824 κατέλαβε τον λοφίσκο (τύμβο) της πεδιάδας του Μαραθώνα με το παλαιό τείχος, απ’ όπου θα διάβαινε αναγκαστικά ο Ομέρ με τον στρατό του.

Οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων έγιναν στις 5 Ιουλίου 1824. Πρώτα το πυροβολικό του Ομέρ άρχισε να βάλει κατά των ελληνικών θέσεων και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι γενίτσαροι με το ιππικό, οι οποίοι αποκρούσθηκαν με σημαντικές απώλειες. Ο αγώνας εξελισσόταν αμφίρροπος και ο Γκούρας προσπαθούσε να ανεβάσει το ηθικό των στρατιωτών του, θυμίζοντάς τους τον άθλο των Αθηναίων κατά τον Περσών στον ίδιο χώρο πριν από 2.000 χρόνια.

Τότε, ως από μηχανής θεός, εμφανίσθηκε στο πεδίο της μάχης ο στρατηγός Διονύσιος Ευμορφόπουλος, προερχόμενος από την Κόρινθο. Είχε μάθει για την απόβαση των Τούρκων στην Αττική και έσπευσε με τους άνδρες του να βοηθήσει. Η απρόσμενη ενίσχυση αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων. Ο Γκούρας «σάλπισε» την αντεπίθεση και με την καθοριστική συνεισφορά των ανδρών του χιλίαρχου Γιάννη Ρούκη αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους και τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, τον αρχηγό των γενιτσάρων Ιμπραήμ, καθώς και πλούσια λάφυρα, όπλα και δύο σημαίες.

Μετά τη μάχη, ο Γκούρας, μιμούμενος το βάρβαρο επινίκιο τουρκικό έθιμο, έκοψε τριάντα κεφάλια από τους Τούρκους πεσόντες και τα απέστειλε στην Αθήνα μαζί με τις δύο πολεμικές σημαίες, εν είδει θριάμβου. Παράλληλα, με επιστολή του προς τους δημογέροντες των Αθηνών χαρακτήρισε τη νίκη του ανώτερη σε ηρωισμό από εκείνη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), γιατί «ενίκησαν εκεί όπου ενίκησε πάλαι ποτέ και ο Μιλτιάδης».

Ο Ομέρ Πασάς, μετά την ήττα του, υποχώρησε με τον στρατό του στο Καπανδρίτι, ενώ ο Γκούρας με τον Ευμορφόπουλο επέστρεψαν στην Αθήνα για να ετοιμάσουν την άμυνα της πόλης. Ο Οθωμανός πολέμαρχος θα επιχειρούσε να καταλάβει την Αθήνα για δεύτερη φορά στις αρχές Αυγούστου του 1824.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/542


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ