Ποιος άνθρωπος είναι ελεύθερος και ποιος δούλος; Κατά τον Έλληνα στωικό φιλόσοφο Επίκτητο, μπορεί να είσαι ελεύθερος ακόμη και μέσα σε μία φυλακή. Το πεδίο της ελευθερίας του Επίκτητου βρίσκεται στη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και όχι με τους άλλους, είναι έξω από τον κόσμο και τις μέριμνές του. Μάλιστα έλεγε πως η ελευθερία και η σκλαβιά δεν είναι παρά ονόματα για την αρετή και την κακία, ενώ και οι δύο εξαρτώνται από τη βούληση. Κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος όταν η βούληση του είναι ελεύθερη. Στο εγχειρίδιο του, στο οποίο καταγράφεται η φιλοσοφική του σκέψη από τον μαθητή του Φλάβιο Αρριανό, μας αναφέρει πως: «ἢ περὶ τὰ ἔσω φιλοτεχνεῖν ἢ περὶ τὰ ἔξω· τοῦτʹ ἔστιν ἢ φιλοσόφου τάξιν ἐπέχειν ἢ ἰδιώτου» που σημαίνει πως «ή προς τα εσωτερικά να προσαρμόζεις τον εαυτό σου ή προς τα εξωτερικά, δηλαδή να επέχης τάξιν ή φιλοσόφου ή ιδιώτου».
Νοούμενη με αυτό τον τρόπο την εσωτερική ελευθερία, ο Διονύσιος Σολωμός δε θα μπορούσε να δώσει πιο επιτυχημένο τίτλο στο έργο του για την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον τίτλο “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, παίζοντας ουσιαστικά μέσα από την αντίθεση των λέξεων.
Ο Διονύσιος Σολωμός, που γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο και που έγινε περισσότερο γνωστός για τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», έζησε την επανάσταση του 1821. Το ποίημα του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου, μία ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Αν και τα γεγονότα που προηγήθηκαν δεν μας τιμούν ιδιαίτερα σαν έθνος, διότι η πτώση του Μεσολογγίου είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μετά την επανάσταση του 1821, δίνοντας την ευκαιρία στους Τούρκους να βάλουν πόδι στη Ρούμελη. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ μπαίνει η άνοιξη του 1826 και είναι μία ιδιαίτερα ωραία και ανθοφορούσα άνοιξη. Η φύση βρίσκεται σε μία εξαιρετική έξαρση δημιουργίας, αλλά οι Μεσολογγίτες μετά από φοβερές κακουχίες την Κυριακή των Βαΐων αποφασίζουν να βγούνε από τα τείχη της πόλης σε μία ύστατη προσπάθεια να σωθούν.
Παρ’ όλα αυτά, για τον μεγάλο Έλληνα Ποιητή, οι κάτοικοι στο Μεσολόγγι μπορεί να πολιορκούνταν στο σώμα από τις κακουχίες, τις αρρώστιες και τον εχθρό, αλλά όλα αυτά τελούνταν στην επιφάνεια ή αλλιώς στη φλούδα της ζωής, καθώς το πνεύμα τους, η καρδιά τους, η ύπαρξή τους ολόκληρη ήταν ελεύθερη, απαλλαγμένη από κάθε είδους πολιορκία.
Το έργο αυτό ποτέ δεν ολοκληρώθηκε κι έφτασε σ’ εμάς σε χειρόγραφα, συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα σε αποσπασματική μορφή. Το θαυμαστό μάλιστα είναι ότι, μέσα από αυτή την αποσπασματικότητα ο Σολωμός φθάνει στην τελειότητα και την ολοκλήρωση.
Από την αρχή του ποιήματος στο (Α΄ Σχεδίασμα) φαίνεται η έννοια της δικαιοσύνης ν’ απασχολεί πολύ έντονα τον ποιητή:
Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη στὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.
Ο στοχαστής, κριτικός και συγγραφέας Λεωνίδας Κοβάτσης στο έργο του «Ο ποιητικός λόγος και η αλήθεια» μας λέει: «Η Δίκαιη Λύρα συμβολίζει την διαρκή τάση εναρμόνισης του καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι, του τρομερού με το ωραίο. Και σ’ αυτή την εναρμόνιση τείνει ο Σολωμός σε όλη την ποίησή του. Αλλά η εναρμόνιση αυτή που είναι η βάση της ελευθερίας, προϋποθέτει κάποια ενδυνάμωση της ψυχής. Και η ενδυνάμωση θα έλθει μέσα από τον αυτοπεριορισμό, που στο ποίημα παρομοιάζεται με το «αλωνάκι» Αυτό το Αλωνάκι θα το εννοήσουμε σαν ένα τοπίο της ψυχής και σαν ένα (αλωνάκι του ήλιου) δηλαδή σαν ένα τόπο όπου η αλήθεια φωτίζεται…Το (ένδοξο αλωνάκι) που είναι ένας χώρος εσωτερικότητας, μορφοποιείται στον εξωτερικό κόσμο και γίνεται το Μεσολόγγι. Ένας τόπος ή καλύτερα ένα τοπίο, όπου εξωτερικεύεται και πραγματώνεται η ιδέα της ελευθερίας».
Κατά τη περίοδο 1833-1844 στην Κέρκυρα ο Σολωμός επεξεργάστηκε το (Β΄ Σχεδίασμα) των Ελεύθερων Πολιορκημένων, οπότε αρχίζει να το ξαναπλάθει σε νέα μορφή (Γ’ Σχεδίασμα), σε στίχους λιτούς, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά αρμονικότατους. Το (Β΄ Σχεδίασμα) Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Στο δεύτερο απόσπασμα του Β Σχεδιάσματος ο ποιητής θα γράψει:
Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.
Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
Η φύση δεν γνωρίζει από ιστορικά γεγονότα. Ο Σολωμός δίνει όλη την ομορφιά της άνοιξης μέσα από εικόνες και χρώματα με λυρικές ποιητικές φράσεις. Όλα βρίσκονται στην καλύτερή τους ώρα. Μία μαγεία της φύσης όπου η ζωή αποκτά τέτοια βαρύτητα που κάνει ακόμη και το θάνατο μακρινό και ξένο, αλλά συνάμα τόσο αβάσταχτο που είναι σαν να πεθαίνει κανείς χίλιες φορές μία τέτοια μέρα. Μέσα σε αυτή την επιθυμία της φύσης για δημιουργία, η ανθρώπινη ψυχή κλονίζεται και επιθυμεί να ζήσει. Όμως όλα αυτά τελούνται κάτω υπό το βάρος μίας οδύνης, γιατί ήδη στο πρώτο απόσπασμα ο Σολωμός μας περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο τη νεκρική σιωπή που επικρατεί στον κάμπο. Παντού βασιλεύει η ερημιά και ο θάνατος. Είναι μια βαθιά εσωτερική αλήθεια. Μόνο ένα πουλί κελαηδάει, καθώς έχει βρει ένα σπόρο για να φάει και η μάνα ζηλεύει που δεν μπορεί να βρει τίποτα για να ταΐσει τα παιδιά της, ενώ το τουφέκι του σουλιώτη έχει γίνει πια άχρηστο στα χέρια του, μία βαθιά επίγνωση τόσο για τον ίδιο όσο και για τον εχθρό. Ας παραθέσουμε όμως τους στίχους του πρώτου αποσπάσματος:
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλός παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
(Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Β΄ Σχεδίασμα)
Οι αξεπέραστοι στίχοι του Δ. Σολωμού είναι σε όλους μας γνωστοί. Ο κάμπος του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας και λίγο πριν την μεγάλη «έξοδο», το αθάνατο «αλωνάκι» του μεγάλου μας ποιητή Δ. Σολωμού, έγινε μέσα από την ποίησή του, σύμβολο αιώνιο απόφασης για ελευθερία, αψηφώντας τον βέβαιο θάνατο. (Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, Δ. Σολωμός , Α΄ Σχεδίασμα)
Νεκρική σιγή, ερημιά, θάνατος, η μάνα που πεινάει και ορκίζεται εκδίκηση. Και παράμερα ο «καλός» Σουλιώτης.
Ας σκιαγραφήσουμε σε λίγες γραμμές το πορτραίτο του Σουλιώτη, όπως μας το δίνει ο ποιητής εδώ και όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την ιστορία που τον συνοδεύει.
Είναι ένας φυγάς, ένας εξόριστος από την πατρίδα του, το Σούλι, όταν αυτό με προδοσία ή όχι έπεσε στα χέρια του αδίστακτου και πολυμήχανου, Αλή Πασά(1803). Άλλοι Σουλιώτες τράβηξαν στα Τζουμέρκα, άλλοι στα Επτάνησα, άλλοι προς τη στερεά Ελλάδα. Διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι λοιπόν ένας άπατρις που κουβαλάει όμως μαζί του την πατρίδα, το πάθος και το πείσμα για ελευθερία, το στίγμα ίσως της προδοσίας ενός πολύχρονου αγώνα, τη διάψευση του απόρθητου «οχυρού» της πατρίδας του και φυσικά τη φήμη - πραγματικότητα του άξιου και αξεπέραστου πολεμιστή.
Με βάση τα παραπάνω ο «καλός» Σουλιώτης, ο άξιος, ο αντρείος, ο γενναίος, ο ωραίος στέκει «παράμερα». Το επίρρημα αυτό, το οποίο χρησιμοποιεί και στο Α΄ Σχεδίασμα ο ποιητής, δείχνει ακριβώς την αποξένωση από την φυσική του ιδιότητα που είναι ο πόλεμος και ο αγώνας για ελευθερία. Δηλώνει την κατάντια αυτών των αδούλωτων ανθρώπων που δεν ήταν μόνο θέμα ήττας στο Σούλι, αλλά και αντιμετώπισης από τους ίδιους τους φορείς της εξουσίας του αγώνα. Νιώθει θιγμένος και «άχρηστος». Δεν είναι μόνο η πείνα, όπως εύκολα εικάζουμε, είναι περισσότερο η ψυχική καταρράκωση. Γι΄ αυτό και κλαίει, δηλαδή θλίβεται, σκέφτεται, μονολογεί, αναρωτιέται και μιλάει στο όπλο του, τον μοναδικό του σύντροφο.
Το αποκαλεί «έρμο», «σκοτεινό» και «βαρύ». Το έρμο, πέρα από τη σημασία έρημο, μόνο, παραπέμπει και στην έννοια του δυστυχισμένου, του αξιοθρήνητου (π.χ. Έρμη φτώχια). Καταπληκτική η λαϊκή εκδοχή της λέξης από τον ποιητή. Το ντουφέκι εκτός από αξιοθρήνητο είναι και σκοτεινό, ο ρόλος του δεν είναι ξεκάθαρος. Η απραξία ενοχλεί τον Σουλιώτη. Ας θυμηθούμε εδώ τα επεισόδια που σημειώθηκαν στο Μεσολόγγι από Σουλιώτες που εκβίαζαν τον Μπάυρον να τους αφήσει να πάνε να πολεμήσουν άμεσα. Κι εκείνος βρισκόμενος σε αδιέξοδο μπροστά στην ασυγκράτητη απαίτησή τους έδωσε το ελεύθερο, με αποτέλεσμα την φρικτή ήττα στο Πέτα Άρτας (4 Ιουλίου 1822).
Το έρμο και σκοτεινό τουφέκι στα χέρια ενός καλού Σουλιώτη που το μόνο που έμαθε είναι να ασκείται για πόλεμο, στα άγρια βουνά, γίνεται επικίνδυνο. Το όπλο, από μέσο αγώνα στα χέρια του νέου, γίνεται ενοχή και «προδοσία». Ο ρόλος του σκοτεινός και απροσδιόριστος. Γύρω του σιωπή. Πείνα, εξάντληση, και αδιέξοδο. Απέξω από το στρατόπεδο «όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ’ άρματα σε κλειούνε». Και ο Αγαρηνός γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση.
Το όπλο στα χέρια του Σουλιώτη έγινε «βαρύ». Όχι τόσο από την πείνα, όσο από την έλλειψη προοπτικής του αγώνα. Το τουφέκι έγινε «βαρύ χρέος», έγινε «η τιμωρός αυτοσυνείδηση». Στο πρόσωπο του ηρωικού Σουλιώτη, καθρεφτίζεται κάθε αγωνιζόμενος Έλληνας εκείνης της καμπής του αγώνα! Η μόνη λύση στο δίλλημα αυτού του διαλόγου, Σουλιώτης- Όπλο θα δοθεί με την υπερβατική απόφαση της Εξόδου. Η κόψη του σπαθιού είναι ακριβώς το όριο μεταξύ σκλαβιάς και ελευθερίας, θανάτου και αθανασίας. Την ώρα που ο Σουλιώτης λύγισε «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», κατανόησε το βαθύτερο είναι του και τον προορισμό του. Όταν μέσα του ωρίμασε η απόφαση της εξόδου, κατανόησε πως η επιλογή του αυτή έχει νόημα πανανθρώπινο.
Λέγεται ότι πίσω από τον «καλό» Σουλιώτη του Σολωμού, λάμπει η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη, του ατρόμητου και παράτολμου Σουλιώτη που έγινε ο λεοντόκαρδος υπερασπιστής της πόλης του Μεσολογγίου και έδωσε με αυταπάρνηση τη ζωή του για τον Αγώνα. Ο Σολωμός δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιου αγωνιστή περισσότερο. Όλοι για αυτόν είναι οι αθάνατοι ήρωες. Μόνο στην περίπτωση του Μάρκου Μπότσαρη συγκινείται και ο ίδιος ο ποιητής και καταθέτει τη γνωστή ωδή του μετά τον θάνατο του ήρωα, όπου τον παρομοιάζει με τον Έκτορα της Τροίας.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπού ’χε πολέμου φωτιά·—
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου