Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΠΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΓΙΑ ΡΩΣΙΑ-ΠΟΥΤΙΝ: Στράβωσε η Ντόρα και στο ΣΚΑΙ


Νοστράδαμος: Ο μέγας αποκρυφιστής και μελλοντολόγος

 Ο Νοστράδαμος υπήρξε μέγας αποκρυφιστής και μελλοντολόγος την εποχή της Αναγέννησης, η φήμη του οποίου παραμένει αμείωτη ως τις μέρες μας.


Νοστράδαμος (1503 – 1566)

Μέγας αποκρυφιστής και μελλοντολόγος της Αναγέννησης, η φήμη του οποίου παραμένει αμείωτη ως τις μέρες μας. Όσοι ακολουθούν τις προφητείες του πιστεύουν ότι προέβλεψε εμβληματικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, από την Γαλλική Επανάσταση και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία μέχρι τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ορθολογιστές θεωρούν τις προφητείες του ως έργο των παραισθήσεων ενός μισότρελλου ατόμου. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι ο Νοστράδαμος υπήρξε ένας σπουδαίος γιατρός, συχνά μπροστά από την εποχή του, με αφιλοκερδή συμπεριφορά και ενδιαφέρον για το κοινό καλό.

Ο Νοστράδαμος γεννήθηκε στις 14 ή 21 Δεκεμβρίου του 1503 στην πόλη Σεν Ρεμί της νότιας Γαλλίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μισέλ ντε Νοτρντάμ (Michel de Nostredame), αλλά ο ίδιος προτιμούσε την λατινική εκδοχή του επωνύμου του, Nostradamus (εξ ού και το ελληνικό Νοστράδαμος) , όπως ήταν τότε του συρμού στους κύκλους των διανοουμένων και επιστημόνων. Ήταν εβραϊκής καταγωγής, αλλά οι πρόγονοί είχαν μεταστραφεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό για να αποφύγουν τις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης.

Μεγαλωμένος σε μια οικογένεια με παράδοση στην ιατρική και την αστρολογία, ήταν μοιραίο να ακολουθήσει την διαδρομή της. Σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ και μετά το τέλος των σπουδών του πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι μύησης στην Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Μικρά Ασία, όπου βίωσε εμπειρίες που θα τού φαίνονταν χρήσιμες αργότερα στην προφητική του σταδιοδρομία.

Επιστρέφοντας στην Γαλλία,άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του ιατρού στην πόλη Αζόν. Την δεκαετία του 1540, άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός, όταν συνεισέφερε καθοριστικά στην αναχαίτιση της επιδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην περιοχή της Προβηγκίας, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές για την εποχή μεθόδους όπως την καθαριότητα των δρόμων και των σπιτιών. Είχε και ένα προσωπικό ενδιαφέρον για την καταπολέμηση της μάστιγας, καθώς ανάμεσα στα θύματα ήταν η πρώτη του σύζυγος και τα δυό τους παιδιά.

Ακριβώς εκείνη την περίοδο άρχισε να ασχολείται με αστρολογικές προβλέψεις και προφητείες, που εκτόξευσαν την φήμη του τα επόμενα χρόνια. Η κάθε προφητεία είχε μορφή τετράστιχου και αναφέρονταν σε μελλοντικούς λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, πολέμους, πλημμύρες, επιδημίες και δολοφονίες. Όλες μαζί συγκεντρώθηκαν σε ένα τόμο, που κυκλοφόρησε το 1555 με τον τίτλο «Οι Προφητείες», το οποίο έκτοτε είναι ένα από τα διαχρονικά μπεστ-σέλερ. Η ασαφής διατύπωσή τους και η αμφισημία τους, έδιναν στον καθένα το δικαίωμα να τις ερμηνεύει και να τις εντάσσει σε κάποιο μείζον γεγονός κατά το δοκούν. Νωρίτερα, ο Νοστράδαμος είχε κάνει την τύχη του νυμφευόμενος μια πλούσια χήρα, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά.

Η διπλή φήμη του, τόσο ως γιατρού όσο και ως μελλοντολόγου, προκάλεσε το ενδιαφέρον της Αικατερίνης των Μεδίκων, συζύγου του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Β’, η οποία ήταν παθιασμένη με τον αποκρυφισμό. Κέρδισε την εύνοιά της και το 1560 βρέθηκε στην αυλή του γιου της Καρόλου Θ’, ως σύμβουλος και γιατρός του. Από την θέση του αυτή προσπάθησε να συμβάλει στο γενικό καλό πείθοντας τον βασιλιά για την χρηματοδότησή έργων κοινής ωφελείας, με πιο σημαντικό την μεγάλη αρδευτική διώρυγα της Κραπόν, που ωφέλησε πολύ την αγροτική παραγωγή της περιοχής.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτραβήχτηκε στη πόλη Σαλόν. Πάσχοντας από σοβαρής μορφής ουρική αρθρίτιδα, που συνεχώς επιδεινωνόταν, πέθανε τα χαράματα της 2ας Ιουλίου 1566, όπως ακριβώς τό είχε προβλέψει και τό είχε εκμυστηρευτεί την προηγουμένη στον γραμματέα του, σε μια σπάνια περίπτωση που ένας προφήτης κάνει πρόβλεψη που αφορά την ζωή του.

Αιώνες αργότερα και με την εμφάνιση του Ίντερνετ, ο Νοστράδαμος ανανέωσε το κοινό του και κάθε μέρα κερδίζει νέους πιστούς. Οι προφητείες που τού αποδίδονται πληθαίνουν εντυπωσιακά, αλλά οι περισσότερες είναι προϊόντα διαδικτυακής απάτης (hoax) για να καλύψουν ανάγκες του σήμερα.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1921

Νικηφόρος B’ Φωκάς

 Από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που ανήκε στη Μακεδονική Δυναστεία. Διακρίθηκε, κυρίως, για τις στρατιωτικές και λιγότερο για τις πολιτικές του ικανότητες.

Νικηφόρος B’ Φωκάς (912 – 969)

Από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που ανήκε στη Μακεδονική Δυναστεία. Διακρίθηκε, κυρίως, για τις στρατιωτικές και λιγότερο για τις πολιτικές του ικανότητες. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Αράβων και είναι απορίας άξιον γιατί δεν ονομάσθηκε Αραβοκτόνος, κατά το Βουλγαροκτόνος. Δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Ιωάννη Κουρκούα (γνωστότερο με το παρανόμι Τσιμισκής), που συνωμότησε με τη θεία και ερωμένη του Θεοφανώ.

Γεννήθηκε περί το 912 στην Καππαδοκία και ήταν γόνος της οικογένειας των Φωκάδων, πολλά μέλη της οποίας κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορία. Εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στο στρατό και το 945 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος του ανέθεσε τη διοίκηση του Ανατολικού Θέματος, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων. Αρχικά είχε αποτυχίες, αλλά στη συνέχεια τους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών για να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών». Η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία, που εκτόξευσε τη φήμη του και τον έκανε λαϊκό ήρωα, ήταν η ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, έπειτα από εννιάμηνη σκληρή πολιορκία το 961.

Στις 15 Μαρτίου 963 πεθαίνει ξαφνικά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β', σε ηλικία μόλις 26 ετών, μάλλον από τις πολλές καταχρήσεις. Ήταν σεξομανής και μέθυσος, σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές (κυκλοφορεί και η εκδοχή ότι τον δηλητηρίασε η γυναίκα του). Αφήνει μια σύζυγο, την πανέμορφη Θεοφανώ σε ηλικία 20 ετών και δύο νήπια, τον Βασίλειο τον μετέπειτα Βουλγαροκτόνο και τον Κωνσταντίνο τον 8ο. Δημιουργείται κενό εξουσίας. Ο αρχιευνούχος του παλατιού Ιωσήφ Βρίγγας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να αναδείξει δικό του αυτοκράτορα, που θα είναι υποχείριό του. Αντιδρά ο στρατός και ο πατριάρχης Πολύευκτος, με τη σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς, ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον δημοφιλή Νικηφόρο στις 2 Ιουλίου 963.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Νικηφόρος δημοσιοποιεί την πρόθεσή του να παντρευτεί τη Θεοφανώ. Ο Πατριάρχης δεν συναινεί, επειδή είναι νονός του ενός από τους δύο παιδιά της. Ο Νικηφόρος τον πείθει ότι ανάδοχος ήταν ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς και όχι αυτός. Ο Πολύευκτος πείθεται (μάλλον έναντι ανταλλαγμάτων) και ο Νικηφόρος με τη Θεοφανώ ενώνονται με τα δεσμά του γάμου για δεύτερη φορά και οι δυο τους (20 Σεπτεμβρίου). Εκείνος είναι 52 ετών, κοντός, μελαψός, άσχημος και τραχύς στους τρόπους. Εκείνη μόλις 20 ετών, λάμπει από νιάτα και ομορφιά. Ο Νικηφόρος είχε παντρευτεί σε νεαρή ηλικία τη Στεφανώ, η οποία του χάρισε ένα παιδί, τον Βάρδα Φωκά. Μητέρα και γιος πέθαναν, πριν από την ανάρρησή του στο θρόνο και ο Νικηφόρος ορκίστηκε να παραμείνει αγνός για το υπόλοιπο της ζωής του.

Μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Νικηφόρος επανέλαβε τις επιχειρήσεις του κατά των Αράβων, οι οποίοι του είχαν γίνει έμμονη ιδέα. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος πίστευε ότι είχε θεϊκή εντολή να εξαφανίσει από προσώπου γης τους απίστους. Γι' αυτό πρότεινε στον Πατριάρχη να γίνονται αμέσως Άγιοι οι στρατιώτες που χάνονταν στις μάχες με τους Άραβες. Για να το θέσουμε με ισλαμικούς όρους, ο Νικηφόρος πίστευε σε μια χριστιανική τζιχάντ. Ο Πολύευκτος απέρριψε αυτή του την αξίωση και επέμεινε μέχρι τέλους. Στις επιτυχίες εκείνης της περιόδους περιλαμβάνονται οι καταλήψεις της Κιλικίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και η ανακατάληψη της Κύπρου.

Στα βόρεια του Βυζαντίου συνήψε ειρήνη με τους Βουλγάρους και τον ηγεμόνα του Κιέβου, ενώ μεγάλα προβλήματα αντιμετώπισε στη Δύση. Ο στρατηγός του Νικηφόρος Χαλκούτσης απέτυχε να ανακαταλάβει τη Σικελία, ενώ ο γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α' ο Μέγας απειλούσε τα συμφέροντα των Βυζαντινών στην Ιταλία. Τεταμένη ήταν η σχέση του Νικηφόρου με τον Πάπα Ιωάννη 13ο, εξαιτίας της σκαιάς συμπεριφοράς του αυτοκράτορα προς τον απεσταλμένο του, επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτπράνδο.

Στο εσωτερικό μέτωπο, οι συνεχείς εκστρατείες του αποστράγγισαν τα δημόσια ταμεία. Ο Νικηφόρος αύξησε τους φόρους, υποτίμησε το νόμισμα και περιέκοψε τις χορηγίες στους συγκλητικούς, την εκκλησία και τις μονές. Πάντως, ενίσχυσε τον φίλο και πνευματικό του, μοναχό Αθανάσιο για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος. Γρήγορα έγινε αντιδημοφιλής σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Η ασκητική ζωή του και οι συχνές απουσίες του από την Κωνσταντινούπολη οδήγησαν τη Θεοφανώ στην αγκαλιά του 44χρονου ανιψιού του Ιωάννη Τσιμισκή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, ξανθομάλλης, όμορφος, δυνατός, φιλήδονος και φίλαρχος. Οι δυο τους συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον Νικηφόρο και να επαναφέρουν την τάξη και την ηρεμία στην αυτοκρατορία.

Τις πρώτες πρωινές ώρες τις 11ης Δεκεμβρίου 969 έξι άνδρες ντυμένοι γυναίκες εισχώρησαν στο παλάτι και κατευθύνθηκαν στον αυτοκρατορικό κοιτώνα. Με έκπληξη αντίκρισαν το κρεββάτι άδειο και τον Νικηφόρο να κοιμάται στο πάτωμα πάνω σε μία προβιά, όπως το συνήθιζε. Ξύπνησε από τον θόρυβο, αλλά ακαριαία χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το ξίφος ενός συνωμότη. Πλημμυρισμένος από τα αίματα προσπάθησε να ζητήσει εξηγήσεις από τον Τσιμισκή. Αυτός άρχισε να τον κατηγορεί και να του τραβάει με μένος τα γένια. Ένας άλλος από τους συνωμότες κατάφερε εναντίον του το ξίφος και του έκοψε το κεφάλι. Το σώμα του πετάχτηκε από το παράθυρο και το κεφάλι του κρατήθηκε ως τρόπαιο.

Την επομένη μέρα (12 Δεκεμβρίου) ο Νικηφόρος Φωκάς τάφηκε με τιμές Αγίου στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την ίδια ώρα που η Κωνσταντινούπολη πανηγύριζε για τον νέο της αυτοκράτορα Ιωάννη Α' Τσιμισκή. Χαρακτηριστικό το επίγραμμα που χαράχθηκε στον τάφο του: «Κατέκτησες τα πάντα, εκτός από μία γυναίκα».

Το νεοελληνικό κράτος τίμησε και τιμά τον Νικηφόρο Φωκά. Πολλοί δρόμοι ανά την επικράτεια φέρουν το όνομά του, όπως και ένας Δήμος στο νομό Ρεθύμνης. Στις 19 Νοεμβρίου 2004, η φρεγάτα F-466 του Πολεμικού Ναυτικού ονομάσθηκε «Νικηφόρος Φωκάς».

Βιβλιογραφία

  • Λέων Διάκονος: «Ιστορίαι» («Κανάκης»)
  • Γουσταύου Σλουμπερζέ: «Ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς» («Δημιουργία»)


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/317

Σύναξη της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη


Ο ναός των Βλαχερνών υπήρξε το πιο γνωστό και το πιο φημισμένο ιερό της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη, με διαρκή ακτινοβολία σ᾽ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.

Τα κυριότερα στοιχεία της ιστορίας του και των περιπετειών του στη βυζαντινή περίοδο είναι: το ναό έχτισε η αυτοκράτειρα Πουλχερία μεταξύ των ετών 450 – 453 μ.Χ., έτος του θανάτου της και μαζί με τον Μαρκιανό (450 – 457 μ.Χ.) τη διακόσμησαν. Φαίνεται όμως ότι επί Λέοντος Α´ (457 – 474 μ.Χ.) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «ἁγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε και το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473 μ.Χ. (βλέπε ίδια ημέρα). Τότε παραχωρήθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα. Ο Προκόπιος σημειώνει ότι ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α´(518 – 527 μ.Χ.) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στην περιγραφή που δίνει αφήνει την εντύπωση πως στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Η ανακαίνιση αυτή, επί Ιουστίνου Α´, περιλαμβάνεται και σε δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας.

Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες, δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό ως εξής: 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί, συνολικά 74 άνθρωποι στην υπηρεσία του μεγάλου θρησκευτικού κέντρου λατρείας της Παναγίας των Βλαχερνών. Ο Ιουστίνος ο Β´ (565 – 578 μ.Χ.) είχε προσθέσει δύο αψίδες, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού, ενώ σε κάποια νεότερη φάση ο Ρωμανός Γ´ Αργυρός (1028 – 1034 μ.Χ.) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών.

Θα πρέπει να τονισθεί ο ρόλος που διαδραμάτισε η Παναγία των Βλαχερνών στη διάρκεια της Εικονομαχίας και προπαντός επί Κωνσταντίνου Ε´. Επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί σύγχρονη σχεδόν πηγή «ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου», που γράφτηκε το 808 μ.Χ., οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων: «Τοῦ δὲ τυράννου τὸν σεβάσμιον ναὸν τῆς Παναχράντου Θεοτόκου τὸν ἐν Βλαχέρναις κατορύξαντες, τὸν πρὶν κεκοσμημένον τοῖς διατοίχοις ὄντα ἀπὸ τὲ τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως, ἕως θαυμάτων παντοίων καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ Ἀναλήψεως καὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθόδου διὰ εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως καὶ οὕτως τὰ τοῦ Χριστοῦ ἅπαντα μυστικὰ ἐξάραντος, ὀπωροφυλάκιον καὶ ὀρνεοσκοπεῖον τὴν ἐκκλησίαν ἐποίησε. Δένδρα καὶ ὄρνεα παντοῖα, θηρία τε καὶ ἄλλα τινα ἐγκύκλια διὰ κισσοψύλων, γερανῶν τε καὶ κορωνῶν καὶ ταώνων ταύτην περιμουσώσας, ἵν᾽ εἴπω ἀληθῶς ἄκοσμον ἔδειξεν».

Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 μ.Χ. κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ´ Αργυρού.

Είχε ήδη δημιουργηθεί ο τύπος της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας, που διαδόθηκε με αντίγραφα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Η Παναγία εικονίζεται ολόσωμη, μετωπική, με υψωμένα τα χέρια. Στο στήθος, σε μετάλλιο, παριστάνεται ο Χριστός ευλογώντας. Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.

Μερικά ιστορικά στοιχεία ακόμη είναι σημαντικά. Το 1070 μ.Χ. η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά, αλλά με τη συνδρομή των αυτοκρατόρων Ρωμανού Δ´ Διογένη (1067 – 1071 μ.Χ.) και Μιχαήλ Ζ´ του Δούκα (1071 – 1078 μ.Χ.) ξαναχτίστηκε. Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα κάηκε τελικά το 1434 μ.Χ., λίγο πριν από την Άλωση «ὑπὸ τινων ἀρχοντοπούλων θελόντων πιάσαι τινάς νεοσσοὺς περιστερῶν» (Γ. Φραντζής), οι οποίοι ανέβηκαν στη στέγη και προκάλεσαν χωρίς να το θέλουν την πυρκαγιά.

Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 μ.Χ. όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιό του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610 – 638 μ.Χ.) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.

Το 843 μ.Χ., με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 μ.Χ. τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.

Μετά το 1204 μ.Χ. καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254 μ.Χ.) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 μ.Χ. Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.

Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και ειδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας. Διασώθηκαν επίσης πολλές σφραγίδες με την εικόνα της. Ήδη από τον πατριάρχη Τιμόθεο (511 – 518 μ.Χ.) καθιερώθηκε η πανήγυρις, η λιτανεία δηλ. που γινόταν κάθε παρασκευή με την εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία των Χαλκοπρατείων. Ορισμένες εορτές είχαν επίσημο χαρακτήρα: της Υπαπαντής (βλέπε 2 Φεβρουαρίου), της Ορθοδοξίας, η Μεγάλη Παρασκευή και η Τρίτη του Πάσχα, η τοποθέτηση του πέπλου της Παναγίας (βλέπε 2 Ιουλίου), τα εγκαίνια της εκκλησίας (βλέπε 31 Ιουλίου), η ανάμνηση της σωτηρίας από τους Αβαροπέρσες (βλέπε 7 Αυγούστου), η Κοίμηση της Θεοτόκου βλέπε 15 Αυγούστου), η ανάμνηση του φοβερού σεισμού το 740 μ.Χ. (βλέπε 26 Οκτωβρίου).

Το ιερό των Βλαχερνών, «μέγας νεώς» των συγγραφέων το αποτελούσαν τρία κτίρια: Η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο των λειψάνων και το «λοῦσμα».

Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής όπως οι αντίστοιχες Παναγία των Χαλκοπρατείων και η μονή Στουδίου. Στον ίδιο τύπο ξαναχτίστηκε, καθώς φαίνεται, και μετά την πυρκαγιά του 1070 μ.Χ. Στην εσωτερική επένδυση γινόταν συνδυασμός έγχρωμης ορθομαρμάρωσης, ως τη μέση των τοίχων, πρασίνου ίασπι για τους κίονες, χρυσού και ασημιού για την έξοχα τεχνουργημένη οροφή. Οι τοίχοι πάνω από την ορθομαρμάρωση έφεραν διάκοσμο από τοιχογραφίες και ψηφιδωτά με θέματα από τον Χριστολογικό κύκλο. Ο άμβωνας, που ήταν τοποθετημένος στη μέση του κεντρικού κλίτους ήταν όλος από ασήμι. Εντυπωσιακό επίσης ήταν το Εικονοστάσιο. Πληροφορίες για την θαυμάσια εικονογράφηση και τον υπόλοιπο διάκοσμο του ναού μας άφησε ο πρεσβευτής Clavijo, ο οποίος επισκέφτηκε τίς Βλαχέρνες το 1402 μ.Χ. και σε μεταγενέστερο κείμενο ο Ισίδωρος του Κιέβου (1385 – 1463 μ.Χ.) στο «Θρῆνο» του για την εξαφάνιση του περίλαμπρου ναού.

Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή παρεκκλήσιο της Αγίας σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα, που βρισκόταν στα νότια του ιερού του ναού. Φιλοξενούσε, εκτός από τα λείψανα, το ωμοφόριο της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τιμία Ζώνη. Ρώσσοι προσκυνητές του 14ου και 15ου αι. μ.Χ. περιγράφουν τα κειμήλια και αναφέρονται στα λείψανα πολλών αγίων (Παταπίου, Αθανασίου, Παντολέοντος, Αναστασίας).

Το «λοῦσμα» χωριζόταν σε τρία μέρη: την ιματιοθήκη - «τὸ ἀποδυτόν», τη δεξαμενή - «τὸν κόλυμβον» και τον Άγιο Φωτεινό. Επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Το λούσμα στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με εικόνες. Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Η δεξαμενή, στο νερό της οποίας κατέβαινε κάθε παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν, βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας. Από τις πηγές δίνονται λεπτομερείς περιγραφές για την τελετή της εισόδου στο λούσμα και τις διαδικασίες μέχρι τη λήψη του αγιάσματος: «...εἰσέρχονται τέλος εἰς τὸν Ἅγιον Φωτεινόν, εἰς τὸν ἐνδότερον θόλον καὶ ἅπτουσι κηροὺς ἔμπροσθεν τῆς μαρμαρίνου εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἐκ τῶν χειρῶν τῆς ὁποίας ἐκχύνεται τὸ ἁγίασμα».

Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 μ.Χ. και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Έμεινε μόνο ο χώρος του αγιάσματος. Η περιοχή περιήλθε σε Οθωμανούς μέχρι το 1867 μ.Χ., χρονολογία κατά την οποία αγοράσθηκε από την συντεχνία των Ορθοδόξων Ελλήνων γουναράδων, οι οποίοι έχτισαν πάνω από το άγιασμα ναϊσκο. Με την πάροδο του χρόνου και τις φροντίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου προστέθηκαν και άλλα προσκτίσματα και ο αρχαίος, ιερός, περιτειχισμένος χώρος απέκτησε την όψη που έχει σήμερα με κεντρικό σημείο αναφοράς το αγίασμα. Οι τέσσερεις τοιχογραφίες του ζωγράφου Ειρήναρχου Κόβα, πάνω από το αγίασμα (1964 μ.Χ.), αποτελούν ανάμνηση ιερών συγκινήσεων και μεγάλων στιγμών της Ορθοδόξου εκκλησίας.

Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.


          

                                      Πηγή

Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου


Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.


Λειτουργικά κείμενα

                         Πηγή


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ