Για τον Μπάμπη Τσακαλίδη δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά οι στίχοι γράφτηκαν από τον ίδιο, στην ποντιακή διάλεκτο.
Πάμε να το ακούσουμε...
Η Μακεδονία εν ελληνικόν Η Μακεδονία εν ελληνικόν εκεί εγεννέθεν ο Αλέξανδρον εκεί εγεννέθεν ο Αλέξανδρον
Η Μακεδονία κι θα παθάν κακό Η Μακεδονία κι θα παθάν κακό έτονε και θα εν πάντα ελληνικόν έτονε και θα εν πάντα ελληνικόν
Βεργίνα εγεννέθεν ο Αλέξανδρον Βεργίνα εγεννέθεν ο Αλέξανδρον Αριστοτέλης τατουνού ο Δέσκαλον Αριστοτέλης τατουνού ο Δέσκαλον εδέβαζεν βεβλία άσον Όμηρον εδέβαζεν βεβλία άσον Όμηρον τον Αχιλλέα εθυμούντουν άτος σ' όνειρον τον Αχιλλέα εθυμούντουν άτος σ' όνειρον
Σέρβοι και Βουλγάροι ατήν ντο θέλνε Σέρβοι και Βουλγάροι ατήν ντο θέλνε σην Μακεδονία ατοιν ντ' αραεύνε σην Μακεδονία ατοιν ντ' αραεύνε κοιμισμένα φίδε άτοι μη γνεφίζνε κοιμισμένα φίδε άτοι μη γνεφίζνε α τρωνάτσε ζώντανους τιδέν κι χαρίζνε α τρωνάτσε ζώντανους τιδέν κι χαρίζνε
Σην Μακεδονία πόλεις και χωρία Σην Μακεδονία πόλεις και χωρία ολ εσκώθαν σο ποδάρ έντανε θερία ολ εσκώθαν σο ποδάρ έντανε θερία Σην Μακεδονία σερ κανείς μ' απλών Σην Μακεδονία σερ κανείς μ' απλών θα ξανά ζωντανεύ ο Αλέξανδρον θα ξανά ζωντανεύ ο Αλέξανδρον
Έλληνας στρατιωτικός, γνωστός και ως Τέλλος Άγρας, από τις ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα.
Έλληνας στρατιωτικός, γνωστός και ως Τέλλος Άγρας, από τις ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Σαράντος Αγαπηνός, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1880 στο Ναύπλιο, όπου ο πατέρας του Ανδρέας Αγαπηνός, από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, υπηρετούσε ως εφέτης.
Το 1901 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετήθηκε ως υπολοχαγός στη φρουρά της Αθήνας. Λίγους μήνες αργότερα κατατάχθηκε εθελοντής στα στρατιωτικά σώματα που πολεμούσαν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, επειδή πίστευε ότι η ελληνική ψυχή της Μακεδονίας θα αφυπνιζόταν μόνο με τη στρατιωτική δράση.
Πολέμησε, κυρίως, στην περιοχή του Βερμίου και τον Σεπτέμβριο του 1906 έγινε αρχηγός στρατιωτικού τμήματος. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στις σκληρές μάχες για την εκκαθάριση της βαλτώδους λίμνης των Γιαννιτσών (Βάλτος για τους ντόπιους), η οποία είχε καταστεί από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες οχυρό απροσπέλαστο.
Στις 14 Νοεμβρίου 1906 τραυματίσθηκε, όταν οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση από το απόσπασμα του κομιτατζή Αποστόλ Πετκόφ και μετέβη στη Θεσσαλονίκη για νοσηλεία. Επέστρεψε στις αρχές του 1907 στην περιοχή, αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε, καθώς προσβλήθηκε από ελονοσία.
Τότε, το κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα που έδρευε στην Αθήνα, διέταξε την αντικατάστασή του από τον λοχαγό Νικόλαο Δουμπιώτη (καπετάν Αμύντα). Προτού αναχωρήσει από την περιοχή, ο καπετάν Άγρας θέλησε να συναντηθεί με τους αρχηγούς των βουλγαρικών τμημάτων Κασάπσκι και Ζλάταν, με σκοπό είτε να τους εξαγοράσει, είτε να τους πείσει να στραφούν ενωμένοι Έλληνες και Βούλγαροι κατά των Τούρκων.
Παρά την αντίδραση των Ναουσαίων προκρίτων, δέχτηκε να συναντηθεί με τους δύο Βουλγάρους οπλαρχηγούς σε ουδέτερο έδαφος, συνοδευόμενος από ένα άνδρα της εμπιστοσύνης του, τον Αντώνη Μίγκα. Οι Βούλγαροι, παρά τις διαβεβαιώσεις τους, συνέλαβαν αμέσως τους δύο μαχητές και αφού τους διαπόμπευσαν επί μία εβδομάδα, περιφέροντάς τους στα βουλγαρικά χωριά της περιοχής ως δήθεν αιχμαλώτους, τους απαγχόνισαν από τον κλάδο μιας καρυδιάς, που βρισκόταν κοντά το χωριό Τέχοβο στις 7 Ιουνίου 1907. Ο θάνατος του καπετάν Άγρα συντάραξε το ελληνικό στοιχείο της περιοχής και η προδοσία των Βουλγάρων φανάτισε τους Έλληνες αντάρτες, με αποτέλεσμα ο Μακεδονικός Αγώνας να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση.
Σχετικά
Και οι δύο Βούλγαροι κομιτατζήδες, που ενεπλάκησαν στον απαγχονισμό του Άγρα, σκοτώθηκαν αργότερα από Έλληνες αγωνιστές.
Ο κλάδος της καρυδιάς, όπου κρεμάστηκαν οι δύο μαχητές, φυλασσόταν ως ιερό κειμήλιο σε αίθουσα της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Εδέσσης.
Το χωριό Τέχοβο ονομάζεται σήμερα Καρυδιά και το χωριό Βλάντοβο, όπου τάφηκε ο καπετάν Άγρας, μετονομάστηκε σε Άγρας. Και τα δύο χωριά βρίσκονται στο νομό Πέλλας.
Η ποδοσφαιρική ομάδα των Γαργαλιάνων ονομάζεται προς τιμήν του Τέλος Άγρας.
Η δράση του Τέλλου Άγρα απεικονίζεται στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα Τα Μυστικά του Βάλτου.
Ο συμβολιστής ποιητής Ευάγγελος Ιωάννου (1899-1944) έγινε γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας.
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη στη Χίο υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ναυτικά κατορθώματα της Ελληνικής Επανάστασης.
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη στη Χίο (7 Ιουνίου 1822), υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ναυτικά κατορθώματα της Ελληνικής Επανάστασης.
Η προετοιμασία
Μετά την καταστροφή της Χίου (30 Μαρτίου 1822), το ελληνικό ναυτικό θέλησε να πάρει εκδίκηση, προσβάλλοντας τον τουρκικό στόλο. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε μία μεγάλη αρμάδα από 64 πλοία (29 υδραϊκά υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος αναγνωριζόταν ως αρχιναύαρχος, 19 σπετσιώτικα υπό τους Αναστάσιο Ανδρούτσο και Ανδρέα Χατζηαναργύρου και 16 ψαριανά). Τα ελληνικά πλοία συγκεντρώθηκαν στα Ψαρά στα τέλη Απριλίου κι έψαχναν την ευκαιρία να δράσουν.
Ο χρόνος που επελέγη ήταν η μεγάλη μουσουλμανική γιορτή του ραμαζανιού, που ξεκινούσε στις 10 Μαΐου. Αρχικά, έγιναν απόπειρες επιθέσεων, αλλά απέτυχαν, όπως απέτυχε και η απόπειρα πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στις 18 Μαΐου.
Στο μεταξύ, εκδηλώθηκε απειθαρχία των πληρωμάτων, εξαιτίας της καθυστέρησης καταβολής της μισθοδοσίας τους, αλλά και διαφωνίες μεταξύ των Υδραίων και Σπετσιωτών ναυάρχων. Οι Σπετσιώτες ναύαρχοι Ανδρούτσος και Χατζηαναργύρου έκριναν φρόνιμο να αποχωρήσουν από την κοινή προσπάθεια για να μην προκληθεί ρήξη στο ελληνικό στρατόπεδο και στις 31 Μαΐου σάλπαραν για το νησί τους.
Η πυρπόληση
Την ίδια ημέρα, οι Ψαριανοί πήραν την απόφαση να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο με πυρπολικά, επειδή κατέφθασαν πληροφορίες ότι ο αιγυπτιακός στόλος βρισκόταν στην Κρήτη. Την απόφαση επικρότησε ο Μιαούλης, καθώς και οι άλλοι δύο υδραίοι ναύαρχοι Λάζαρος Λαλεχός και Ιωάννης Βούλγαρης. Την επιχείρηση ανέλαβαν να εκτελέσουν δύο πυρπολικά, ένα από κάθε πλευρά.
Έτσι, την επομένη, 1η Ιουνίου, τα δύο πυρπολικά, ένα ψαριανό με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Κανάρη και ένα υδραϊκό με κυβερνήτη τον Ανδρέα Πιπίνο, ξεκίνησαν προς αναζήτηση του τουρκικού στόλου. Τα δύο πυρπολικά συνόδευαν τέσσερα μπρίκια (δύο ψαριανά με πλοιάρχους τους Νικόλαο Γιαννίτση και Γεώργιο Κουτσούκο και δύο υδραϊκά με τους Ιωάννη Ζάκα και Αντώνιο Ραφαλιά), που θα αναλάμβαναν τη διάσωση των πληρωμάτων μετά την πυρπόληση.
Με αρκετές προφυλάξεις, τα δύο πυρπολικά πλησίασαν τον τουρκικό στόλο, που ναυλοχούσε στη Χίο και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσουν. Επέλεξαν τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822. Ήταν μία νύχτα χωρίς φεγγάρι και οι αξιωματικοί είχαν συγκεντρωθεί στη φωταγωγημένη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου για να γιορτάσουν τη λήξη του ραμαζανιού. Αν και γνώριζαν την καταστροφική δύναμη των ελληνικών πυρπολικών, δεν φαίνεται να είχαν πάρει ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης.
Το υδραϊκό πυρπολικό υπό τον Πιπίνο γλίστρησε αθέατο προς την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, ένα δίκροτο με πλοίαρχο τον Μπεκίρ Μπέη. Επιχείρησε να προσκολληθεί, αλλά παρασύρθηκε από τον άνεμο και αποσπάσθηκε. Η απόπειρα του Πιπίνου απέτυχε, αλλά ο Κανάρης κατόρθωσε να προσδέσει το πυρπολικό του στην τουρκική ναυαρχίδα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι επιδέξιοι ελιγμοί του έμπειρου πηδαλιούχου Ιωάννη Θεοφιλόπουλου.
Σχεδόν αμέσως το ξύλινο σκαρί του μεγαλοπρεπούς πλοίου λαμπάδιασε και άρχισε να καίγεται σαν πυροτέχνημα. Ο Καρά Αλής έσπευσε να εγκαταλείψει το πλοίο και επιβιβάσθηκε σε λέμβο, αλλά ένα κομμάτι από το φλεγόμενο κεντρικό κατάρτι του πλοίου τον χτύπησε στο κεφάλι και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Οι 2.000 άνδρες που βρίσκονταν πάνω στη ναυαρχίδα χάθηκαν σχεδόν όλοι.
Οι 32 άνδρες που συγκροτούσαν τα πληρώματα των δύο πυρπολικών, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που επικράτησε, έφθασαν σώοι στα ελληνικά πλοία που τους περίμεναν στ’ ανοιχτά. Η επιστροφή τους στα Ψαρά ήταν θριαμβευτική και με τη συνοδεία του πλήθους κατευθύνθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου ανέπεμψαν ευχαριστήρια δέηση για τη σωτηρία τους.
Τα επακόλουθα
Ο Μπεκίρ Μπέης, που ανέλαβε τη διοίκηση του στόλου μετά το θάνατο του Καρα Αλή, δεν τόλμησε να επιτεθεί στα Ψαρά ή τη Σάμο, αλλά περίτρομος εγκατέλειψε τη Χίο και κατέφυγε στον Ελλήσποντο. Αντίθετα, οι Τούρκοι της Χίου, όταν έμαθαν το θλιβερό γι’ αυτούς περιστατικό, αποτελείωσαν τον αφανισμό του νησιού με την καταστροφή των Μαστιχοχωρίων.
Το κατόρθωμα του Κανάρη έδωσε κουράγιο στους επαναστατημένους Έλληνες και συγκίνησε βαθύτατα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στην Ευρώπη κυκλοφόρησαν χαλκογραφίες, που παριστούσαν τον Κανάρη με τον δαυλό στο χέρι, και τα χρήματα από τις πωλήσεις τους απεστάλησαν στην Ελλάδα για την ενίσχυση του αγώνα.
Για να τιμήσει τα πληρώματα των δύο πυρπολικών, το Μινιστέριον των Ναυτικών (Υπουργείο Ναυτιλίας) πρότεινε στο Εκτελεστικόν (κυβέρνηση) να τους παρασημοφορήσει και να τους χορηγήσει εκτάσεις γης. Το Βουλευτικόν (Βουλή) ενέκρινε την πρόταση, η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Ο Άγιος Θεόδοτος καταγόταν από την Άγκυρα της Γαλατίας και ήταν έμπορος σιτηρών και συγχρόνως εξασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού. Άνθρωπος ευσεβής και ελεήμων ο Θεόδοτος, μοίραζε ψωμιά στους φτωχούς και έκανε συχνά επισκέψεις στους φυλακισμένους χριστιανούς και τους τροφοδοτούσε ανάλογα. Η ειδωλολατρική μανία όμως κατά των χριστιανών εκδηλώθηκε με το φόνο μιας ομάδας χριστιανών παρθένων, στα νερά μιας λίμνης (βλέπε βιογραφία τους 18 Μαΐου). Τη νύχτα ο Θεόδοτος, άνδρας με θάρρος και θερμή πίστη στο Χριστό, έβγαλε από τη λίμνη τα τίμια λείψανα των παρθένων και τα έθαψε. Η ενέργειά του αυτή καταγγέλθηκε στον έπαρχο Θεότεκνο, που αμέσως τον συνέλαβε και τον ανέκρινε. Ο Θεόδοτος παραδέχθηκε την ενέργειά του και ο έπαρχος του είπε ότι οι χριστιανοί δε σέβονται καμιά εξουσία και ότι είναι οι πιο μικροπρεπείς και μηδαμινοί των ανθρώπων. Τότε ο Θεόδοτος, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, απάντησε: «Πράγματι, έπαρχε, οι χριστιανοί γνωρίζουν πόσο μηδαμινοί είναι, διότι μόνο αυτοί είναι ικανοί να γνωρίζουν την υπέροχη και ασύγκριτη μεγαλειότητα του Θεού και να κατανοούν την άβυσσο της ανθρώπινης ασθένειας, όταν είναι γυμνή από τη θεία χάρη. Έπειτα, γνώριζε ότι ο τελευταίος των χριστιανών, που έχει ελεηθεί από το Χριστό και φέρει τον αρραβώνα της αιώνιας βασιλείας, είναι ανώτερος και λαμπρότερος από τους ειδωλολάτρες βασιλείς, οι όποιοι αύριο θα είναι ντροπή και ατιμία μπροστά στο αδέκαστο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης». Ο έπαρχος, εξοργισμένος από τα λόγια του Θεόδοτου, διέταξε και του έσχισαν τα πλευρά και τελικά τον αποκεφάλισαν, παίρνοντας ένδοξα το στεφάνι του μαρτυρίου. (Οι Συναξαριστές και το Απολυτίκιο του τον αναφέρουν σαν Ιερομάρτυρα. Πιθανόν να ήταν συγχρόνως με το επάγγελμα που διατηρούσε και επίσκοπος των χριστιανών της περιοχής της Άγκυρας. Ίσως όμως και να συγχέεται με κάποιον άλλο συνώνυμο του που να ήταν πράγματι επίσκοπος).