Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Μουσική Παρασκευή - Δημήτρης Φανὴς καὶ Παυλίνα Κωνσταντοπούλου ~ Ἑκατὸ λογιῶν τόποι (Τρία πουλιὰ πετάσασιν)



Εκείνο το ξημέρωμα καλοκαιριού, ο ήλιος ανέτειλε σκοτεινός στην Κύπρο. Ο άλλοτε καταγάλανος ουρανός μαύρισε από νωρίς και τα πουλιά δεν άνοιξαν τις φτερούγες τους. Απ' άκρη σ' άκρη του νησιού απλώθηκαν ο βόμβος του θανάτου και η κραυγή του θρήνου, του ολέθρου και της καταστροφής. Η Κύπρος έπεφτε στα χέρια των εισβολέων, που πάτησαν με τις μπότες τους πρώτα στις δανδελωτές ακτές της Κερύνειας...

Χριστόφορος Τσαγγάρης, από το Πελέντρι 

Ο Χριστόφορος Τσαγγάρης ήταν 42 ετών το 1974. Οδηγός λεωφορείου τότε, η επέλαση του Αττίλα τον βρήκε να εκτελεί το δρομολόγιο Πελέντρι-Λεμεσός. Επέστρεψε εσπευσμένα στο χωριό του με το άκουσμα της φοβερής είδησης. Από τις πρώτες ώρες της εισβολής, άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες στο Πελέντρι. Συγγενείς κατοίκων του χωριού, που αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην οροσειρά του Τροόδους. Τότε το χωριό έγινε μια «γροθιά» για να φιλοξενήσει τους εκτοπισμένους, να τους στηρίξει, να τους παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια, ακόμη και οικονομική. 

Από το μυαλό του, δεν φεύγουν όμως ούτε οι μαύρες μνήμες του πραξικοπήματος. Στις 15 Ιουλίου 1974 οδήγησε όπως κάθε μέρα το λεωφορείο του μέχρι τη Λεμεσό, όπου αντίκρισε στους δρόμους στρατιωτικά οχήματα και ανθρώπους με πυροβόλα όπλα.

Λουκία Σωτηρίου, από την Αμμόχωστο 

«Την πουλήσαν την Αμμόχωστο…» Με αυτή τη φράση άνοιξε το συρτάρι των σπαρακτικών αναμνήσεων από την αποφράδα εκείνη ημέρα η Λουκία Σωτηρίου, 85 ετών πρόσφυγας από την Αμμόχωστο. Την πόλη όπου ετοίμαζε το σπιτικό της για να ζήσει με τον σύζυγο της, τον οποίο παντρεύτηκε λίγους μήνες πριν τον μαύρο Ιούλιο. Σαράντα εννέα χρόνια ζει με την ελπίδα της επιστροφής στο συνοικισμό Πλατύ Αγλαντζιάς. Σαράντα εννέα χρόνια θυμάται τους συμπολίτες της να μην πιστεύουν ότι θα άφηναν τις ψυχές τους μια για πάντα στους δρόμους και τα στενά της Αμμοχώστου. Περιγράφει την διάχυτη ανησυχία του κόσμου με το άκουσμα των πρώτων βομβαρδισμών, αλλά και τις μάταιες προσπάθειες των ψυχραιμότερων να καθυσηχάσουν τους υπόλοιπους. Η φρίκη του πολέμου καθυστέρησε να περάσει το κατώφλι της Βασιλεύουσας... Άργησε μέχρι το απόγευμα της 14ης Αυγούστου του 1974, όταν η ίδια, ο σύζυγος της μαζί με τα δύο ανήψια τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Ο ένας από τα ανήψια, 13 χρονών τότε της είπε: «Θεία φόρτωσε το αυτοκίνητο και δεν θα ξανά έρθουμε πίσω.» Οδήγησαν μέχρι την Μια Μηλιά, όπου άφησε τα παιδιά και επέστρεψε στην Αμμόχωστο. 

Η καρδιά της δεν άντεχε να μην ψάξει για τους γονείς της.  Έπεισε τον σύζυγο της να πάνε μέχρι τη Δερύνεια, όπου έμειναν για τρείς ημέρες κάτω από μια συστάδα δέντρων. Από εκεί στο σχολείο του Φρενάρους και έπειτα στη Δεκέλεια. Ύστερα στη Λευκωσία, φιλοξενούμενοι σε φιλικό σπίτι κι αργότερα στο Δάλι, με στέγη ένα εγκαταλελειμένο υποστατικό. Και η περιπλανηση τελειώνει στο μικρό προσφυγικό διαμέρισμα της Αγλαντζιάς.

Άννα Ευαγόρου, από τη Λευκωσία

Από το παράθυρο του σπιτιού της στα σύνορα μεταξύ Αγλαντζιάς και Παλουριώτισσας, θυμάται να βλέπει τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στην κυπριακή γη από τα αεροπλάνα του Αττίλα. Η 87χρονη Άννα Ευαγόρου περιγράφει πως με το άκουσμα των σειρήνων, επιβιβάστηκαν στο όχημα τους με τον σύζυγο της και κίνησαν για το χωριό του στη Λεμεσό. Οι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι από αυτοκίνητα και πεζούς, ο κόσμος ανήσυχος, τρομαγμένος και φοβισμένος. Ο δρόμος της φάνηκε ατέλειωτος μέχρι να νιώσει ασφάλεια ο προορισμός μακρινός, μέχρι να αισθανθεί τη σιγουριά. Μαζί με τον σύζυγο της, έμειναν για μέρες στο χωριό κι όταν η κατάσταση εξομαλύνθηκε, επέστρεψαν στο σπίτι τους στη Λευκωσία. 

Στέλιος Νικοτσαράς, από την Πάφο

Τα θλιβερά νέα έφταναν καθημερινά στη Δρούσεια της Πάφου, πως στην άλλη μεριά του νησιού γινόταν πόλεμος... Ο Στέλιος Νικοτσαράς 83 ετών όμως, συνέχιζε κανονικά τις δουλείες του και θυμάται πως «εν εφοηθήκαμεν εμείς, ήταν μακριά ο πόλεμος.» Το ραδιόφωνο που μετέδιδε συνεχώς τις εξελίξεις έγινε η καθημερινή συνήθεια όταν γύριζε από το χωράφι.

Μέχρι την μέρα που ένα τουρκικό αεροπλάνο πέρασε πάνω από το χωριό... Όπως μαρτυρά, ο πιλότος είδε από μακριά ένα κοπάδι πρόβατα, τα πέρασε για ανθρώπους και έριξε μια βόμβα, που εξερράγη «θερίζοντας» τα ζώα.  Ήταν τότε που οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στο χωριό και να βρίσκουν καταφύγιο στο Δημοτικό Σχολείο. 


Δέσποινα Νικολάου, από τη Λάρνακα

«Εν είχαμεν πόλεμον εμείς» Έτσι άρχισε να ιστορεί τα γεγονότα του 1974 η 82χρονη σήμερα Δέσποινα Νικολάου με καταγωγή από την Αραδίππου. Κι αν οι ορδές του Αττίλα δεν πέρασαν από τα χώματα της γενέτειρας της, τα καραβάνια των προσφύγων άρχισαν να συρρέουν ασταμάτητα από τις πρώτες ώρες της εισβολής. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, παιδιά πεινασμένα, ρακένδυτοι ηλικιωμένοι. Στο χωριό σήμανε συναγερμός: κανένας να μην αφήσει κλειστές τις πόρτες του. Όλοι οι κάτοικοι άνοιξαν τα σπίτια τους και τις αγκαλιές τους για να χωρέσουν το δράμα και τον πόνο της προσφυγιάς. Το τυροκομείο που λειτουργούσε στην κοινότητα μετατράπηκε σε χώρο συνάντησης των στρατιωτών, που ήξεραν ότι θα έβρισκαν φρέσκο χαλούμι και ζεστό ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Το σπίτι της; Τρία ολόκληρα χρόνια έγινε φωλιά για μια οικογένεια προσφύγων, με την οποία δέθηκε με αδελφικούς δεσμούς.

Ιωάννης Γαλακτίου, από την Κερύνεια

Οδός Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα στο γραφικό λιμανάκι της Κερύνειας. Εκεί ζούσε μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1974 ο Ιωάννης Γαλακτίου. Από το προσφυγικό του σπίτι στο Τσέρι, περιγράφει τις πρώτες δραματικές στιγμές της τουρκικής εισβολής. Ο ίδιος έβαλε το καλό του πουκάμισο που του είχε ράψει η μητέρα του κι ετοιμαζόταν να τη συναντήσει στο Αββαείο του Μπέλαπαϊς, όπου είχε πάει βόλτα από νωρίς το πρωί. Οι φωνές της θείας του όμως, άλλαξαν άρδην τα σχέδια του. Τον ενημέρωνε πως έγινε απόβαση των Τούρκων στο Πέντε Μίλι και πως έπρεπε να εγκαταλείψουν άμεσα την πόλη. Ο προορισμός ένας: να σμίξουν με την μητέρα του. Όταν έφτασαν στο Αββαείο διαπίστωσαν ότι εκεί είχαν βρει καταφύγιο πολλές οικογένειες. Η αγωνία χτυπούσε «κόκκινο» και για έναν ακόμη λόγο. Τι απέγινε ο αδελφός του ο Δημητράκης που ενημερώθηκαν πως είχε πάει για να πολεμήσει. Που βρισκόταν; Ποια ήταν η τύχη του; Την επόμενη ημερα κίνησαν πεζοί για την Κυθρέα. Δέκα και πλέον ώρες στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Πενταδακτύλου, χωρίς νερό και φαγητό. Θυμάται να σκύβουν σε μια λίμνη για να πιουν και να πάρουν μια ανάσα. Στη διαδρομή συνάντησαν έναν Ελλαδίτη αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς, που τους επιβίβασε σε στρατιωτικό όχημα και τους μετέφερε στην Κυθρέα. Εκεί η οικογένεια του φιλοξενήθηκε στο σπίτι κάποιου Κώστα, χωρίς να θυμάται άλλες λεπτομέρειες. Μετά μέρες, νέα διαδρομή μέχρι την Κοράκου και από εκεί στο Βασιλικό...

Τα ερωτήματα παρέμειναν αμείλικτα για τον Δημητράκη, η αγωνία βασανιστική... Τριάντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, ένα ετεροχρονισμένο πένθος, ένας τραγικός επίλογος. Τα οστά του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στο τουρκοκυπριακό χωριό Καφαζάνι. Η μητέρα του ξεψύχησε το 2001, με το όνομα του Δημητράκη στο στόμα...

 

                                                  Πηγή




Μαρτυρία Πρώτη

Η τουρκική εισβολή με βρήκε να υπηρετώ στην III Ανωτέρα Τακτική Διοίκηση (III ΑΤΔ) στη Λευκωσία σαν βοηθός 4ου ΕΓ στο γραφείο του Διευθυντή του 1ου & 4ου επιτελικού γραφείου Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη. Η Τρίτη Ανωτέρα είχε όρια ευθύνης την πράσινη γραμμή και την περιοχή της εισβολής στη Κερύνεια. Χαράματα το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, προτού ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί συνάντησα στο προαύλιο της Ανωτέρας τον Αν/χη Χρίστο Φώτη ντυμένο με στολή εκστρατείας. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες και μου εξήγησε ότι πήρε πράσινο φάκελο από το ΓΕΕΦ και φεύγει αμέσως για να αναλάβει τάγμα εφέδρων που θα συγκροτηθεί. Οι τελευταίες του λέξεις “Δώρε, (έτσι με φώναζε), μείνε στο γραφείο μέχρι να στείλουν άλλο αξιωματικό”. Αποχαιρετισθήκαμε και έφυγε αμέσως χωρίς να μπει καν στο γραφείο του. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και αναρωτήθηκα “πώς είναι δυνατόν, τη στιγμή που υπάρχουν άλλοι αξιωματικοί χωρίς ουσιαστικά καθήκοντα να ‘’ξηλώνουν’’ τη νευραλγική διοίκηση του 1ου& 4ου επιτελικού”.



Ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και η ρήξη αλεξιπτωτιστών. Φορτώσαμε τα λαντ-ρόβερ της ανωτέρας με τα προβλεπόμενα, και ξεκινήσαμε για τον χώρο διασποράς. Καταφέραμε να μετακινηθούμε περί τα 200 μέτρα προς την Αγγλικανική Εκκλησία, που βρίσκεται απέναντι από την ελληνική Πρεσβεία και καθηλωθήκαμε λόγω της δραστηριότητας της τούρκικης αεροπορίας. Ταμπουρωθήκαμε πίσω από το τοιχαράκι της περίφραξης της εκκλησίας και ανταλλάζαμε πυρά με τους Τούρκους που βρίσκονταν στο τείχος παρά τον κυκλικό κόμβο Μάρκου Δράκου.

Επιστρέψαμε στην Ανωτέρα μετά το μεσημέρι, μπαίνω στο γραφείο του και βλέπω να κάθεται στην θέση του Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη ο Διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος ο οποίος έπρεπε να ήταν στην Κερύνεια, όπου είχε τη βάση του το Συγκρότημα. Τόση οργή ένιωσα που εγκατέλειψα το γραφείο και ασχολήθηκα με την επιστράτευση στο ΓΣΠ μέχρι που ο συγκεκριμένος αξιωματικός εγκατέλειψε την Ανωτέρα.





Μαρτυρία Δεύτερη

Μια μέρα πριν από τον δεύτερο Αττίλα μετακινηθήκαμε από την ΙΙΙ ΑΤΔ στο Γυμνάσιο Στροβόλου το οποίο βρισκόταν, την τότε εποχή, σε κάποια απόσταση από την οικιστική περιοχή. Είχαμε μέχρι τότε χαρτογραφήσει τις περιοχές που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι κατά την πρώτη φάση της εισβολής, κοκκινίζοντας τον θύλακα που δημιουργήθηκε. Ξεκίνησε την επόμενη μέρα η δεύτερη φάση της εισβολής και παίρναμε αναφορές για νέες περιοχές που έπεφταν στα χέρια των Τούρκων. Και κοκκινίζαμε και κοκκινίζαμε τον χάρτη. Βγήκα από την τάξη που ήταν το 2ο Ε.Γ. όπου υπήρχε ο χάρτης και με παράπονο και απογοήτευση κατευθύνθηκα προς την τάξη του 1ου & 4ου Ε.Γ. Περπατώντας στην αυλή του σχολείου βλέπω τον ταγματάρχη τότε του εφεδρικού Παντελάκη Πανταζή, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ τραυματισθεί στην πρώτη φάση της εισβολής, να μπαίνει στο χώρο της αυλής και να διαπληκτίζεται φραστικώς με τον Διευθυντή του 2ου Επιτελικού Γραφείου της ΙΙΙ ΑΤΔ.



Κατευθύνθηκα στην τάξη, κανένας δεν ήταν μέσα, πήρα μια κιμωλία και έγραψα με μεγάλα γράμματα στον πίνακα “πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Πέρασε λίγη ώρα και ήρθε ο συνάδελφος Βάσος Βασιλείου (βοηθός 1ου ΕΓ) και ξεκινήσαμε να συζητούμε τα γεγονότα, όποτε μπαίνει στην τάξη ο επόπτης του γραφείου, μας κοίταξε και ρώτησε “ποιος το έγραψε αυτό;”. Χωρίς δισταγμό του είπα “εγώ”. Ζήτησε από τον Βάσο να φύγει από την τάξη και μου είπε κάτσε να μιλήσουμε. Καθίσαμε και ξεκίνησε λέγοντας μου πώς βρέθηκε στην Κύπρο (Ταγματάρχης του Γενικού Επιτελικού Στρατού (ΓΕΣ) της Ελλάδας ο οποίος είχε έρθει στην Κύπρο με νέους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ λίγες μέρες πριν από την τουρκική εισβολή, για αντικατάσταση οπλιτών που γύριζαν στην Ελλάδα) και τα ακόλουθα όπως τα θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια:
“Την βραδιά 19 προς 20 Ιουλίου (1974) βρισκόμουν με τον Ταξίαρχο Μιχ. Γεωργίτση στο ΓΕΕΦ (εκτελούσε χρέη Αρχηγού ΓΕΕΦ) και καθ’ όλη την διάρκεια της νύκτας ο Ταξίαρχος τηλεφωνούσε στο ΓΕΕΘΑ στην Αθήνα και ανέφερε ότι τα ραντάρ στην Κύπρο δείχνουν νηοπομπή, με πλοία να κινούνται προς Κύπρο, και σε κάθε τηλεφώνημα ανέφερε πόσο απείχαν από τις ακτές της Κύπρου. Σε όλα τα τηλεφωνήματα έπαιρνε την στερεότυπη διαβεβαίωση (από την Αθήνα) ότι οι Τούρκοι κάνουν άσκηση και θα επιστρέψουν πίσω και να μην κάνει τίποτα. Όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί έβγαλε το τηλέφωνο από το παράθυρο για να ακούσουν οι συνομιλητές του Ταξίαρχου ότι ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, ο πόλεμος και η εισβολή”.


Μαρτυρία Τρίτη

Καθ’ όλη την θητεία μου στην III ΑΤΔ μου είχε ανατεθεί να γράφω σε ειδικό βιβλίο την Ημερήσια Διαταγή από συγκεκριμένες χειρόγραφες σημειώσεις του Διευθυντή του 1ου Επιτελικού Γραφείου. Περί τα τέλη Αυγούστου 1974 μου ζητήθηκε να ετοιμάσω Ημερήσια Διαταγή για να τιμηθούν αξιωματικοί για την προσφορά τους κατά την διάρκεια της τούρκικης εισβολής. Η λίστα περιλάμβανε γύρω στα 20 άτομα (αν θυμάμαι καλά) Έλληνες και Κύπριους αξιωματικούς. Ορισμένοι από αυτούς, έκρινα με βάση την προσωπική εμπειρία και αντίληψη που είχα των γεγονότων, ότι δεν πρόσφεραν οτιδήποτε στην πατρίδα για να δικαιούνται ηθικές αμοιβές και αρνήθηκα να γράψω τη συγκεκριμένη Ημερήσια Διαταγή και δεν ξανάγραψα στο βιβλίο αυτό.




Ο συνθέτης και στιχουργός...

Ο Ευάγορας Καραγιώργης είναι μουσικοσυνθέτης της νέας γενιάς. Γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου το 1957. Πήρε τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα από τον πατέρα του Καράγιωρκη, παλιό λαουτάρη, και τα μεγαλύτερα αδέλφια του Στέλιο και Σωτήρη που έπαιζαν μουσική. Το 1981 πήγε στη Νέα Υόρκη και παρακολούθησε μουσική στο Aaron Copland School of Music. Σπούδασε αρμονία με τον Allen Brings και σύνθεση με τον Leo Kraft. To 1986 πήρε το ΒΑ και το 1988 το ΜΑ στη σύνθεση με διπλωματικό έργο το κουαρτέτο για έγχορδα «Νεφέλες». Κατά την περίοδο της παραμονής του στη Νέα Υόρκη εργάστηκε για έξι χρόνια με το μουσικό σχήμα «Μικρόκοσμος» και συμμετείχε σε πολλές μουσικές εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας. Συνέθεσε κύκλους τραγουδιών «Για τους μετανάστες της Νέας Υόρκης», «Τα τραούθκια του Λιπέρτη» κ.α. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ηλεκτρονική μουσική και ηχογράφησε το 1987-9 το ορχηστρικό έργο «Κεντήματα.»

 

Το 1989 επέστρεψε στην Κύπρο για να εργαστεί ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Το 1994-95 αποσπάσθηκε στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου για τη διδασκαλία του μαθήματος της μουσικής.

 

Με τη σύνθεση ασχολήθηκε από τα 17 του χρόνια, μελοποιώντας στίχους της Ιάνθης Θεοχαρίδου, του Γεωργίου Δροσίνη, του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Δημήτρη Λιπέρτη, του Μιχάλη Πασιαρδή κ.α. Από το 1990 συνεργάζεται με όλα τα θεατρικά σχήματα της Κύπρου και έχει γράψει τη μουσική για πολλές θεατρικές παραγωγές. Το 1992 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Α' Διαγωνισμό Κυπριακού Τραγουδιού που οργάνωσε το Τρίτο Πρόγραμμα του ΡΙΚ με το τραγούδι «Τ’ όνειρον», που μιλά για την σκλαβωμένη Κερύνεια, και το οποίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές. Το 1994 εξέδωσε τον πρώτο του δίσκο «Το παλιό λαούτο», σε στίχους Δ. Λιπέρτη, Μ. Πασιαρδή και του ιδίου.


[...]



Το 1998 κυκλοφόρησε τον δίσκο Τόποι σε χρώμα λουλακί (στον οποίο περιλαμβάνεται το τραγούδι) σε στίχους του ιδίου, της Α. Χάβαρου και του Δ. Καραγιώργη. [...]



Ο Δημήτρης Φανής γεννήθηκε το 1973 στο κατεχόμενο χωριό Λύση, στην Αμμόχωστο. Τελειώνοντας το σχολείο και τη στρατιωτική του θητεία αποφάσισε ότι δεν θα ακολουθήσει τα παιδαγωγικά, για τα οποία προετοιμάστηκε από το σχολείο κι έτσι το 1992 βρίσκει την πρώτη του νυχτερινή δουλειά, ως τραγουδιστής, στη μουσική σκηνή «Αντιθέσεις» και παράλληλα ξεκινά μαθήματα φωνητικής.


Τον Δεκέμβρη του 1994 λαμβάνει μέρος στον τρίτο παγκύπριο διαγωνισμό κυπριακού τραγουδιού, με το τραγούδι «Το πορίζιν» του Γιώργου Καλλή και Αντρέα Λουκά και παίρνει το πρώτο βραβείο. [...]

                                                                Πηγή


Πηγή εικόνας

Η Παυλίνα Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1982. Σπούδασε Μουσικολογία στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήρε πτυχίο κιθάρας από το Trinity College of London, καθώς και το 8ο grade στο Piano Performance και στο Theory of Music από το ίδιο Ίδρυμα.

Διδάχθηκε Πολυφωνικό Ηπειρώτικο Τραγούδι στο Μουσείο Ελληνικών Λαικών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη. Για χρόνια υπήρξε μέλος του πολυφωνικού συνόλου Χαονία συμμετέχοντας σε παραστάσεις και Φεστιβάλς στην Ελλάδα.

Έζησε μια δεκαετία στην Αθήνα ως μουσικός, τραγουδοποιός, ερμηνεύτρια,και καθηγήτρια κιθάρας και θεωρητικών. Εκπροσώπησε πολλές φορές την Κύπρο σε συναυλίες και σε Πανευρωπαικά και Διεθνή μουσικά φεστιβάλ στο εξωτερικό (Ελλάδα, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ισπανία, Σερβία, Σλοβακία, Τσεχία).

[...]  Σήμερα ζει και εργάζεται στην Κύπρο ως κιθαρίστρια και τραγουδίστρια ενώ παράλληλα διδάσκει κλασική κιθάρα, θεωρητικά και φωνητική.



Ακολουθεί το τραγούδι.


 Τρία πουλιὰ πετάσασιν νὰ πᾶσιν, γιὰ νὰ δοῦσιν 
ἀπὸ ψηλὰ τί γίνεται τζιαι νά ‘ρτοὺν νὰ μᾶς πούσιν 
Νεάπολην τζιαι Τράχωναν τζὶ’ ὕστερα Ὀμορφίτα 
στὸν Ἄη Παῦλο τὰ πουλιὰ γυρεύκουν τον Ἀκρίτα 

Στὸν Ἅγιο Δομέτιον εἰπάσιν ἄλλο νάκκον 
ἐπήαν στὸν Γερόλακκον μὰ ἤβραν μεγάλον λάκκον 
Κυθραία μὰ τζιαι Μιὰ Μηλιά, Νέο Χωρκὸν τζιαι Βώνη 
πετάσαν στὸ Παλαίκυθρο, στραφήκαν στὸ Τραχώνι 

Ἀφῆκαν τόπους τὰ πουλιά, πᾶν’ στὸ Καραβοστάσιν 
ἐκάτσαν τζιαι στὴ Γαληνή, Πεντάγιυαν, γιὰ νὰ φάσιν 
Ποὺ τὸ Ξερὸν ἐρέξασιν στὸν Ποταμὸν τοῦ Κάμπου 
περᾶσαν τζιαι ποὺ τὸ Λουτρὸ ποὺ οἱ ὀμορφκιὲς τοῦ λάμπουν 

Μόρφου τζιαι Ζώδκιαν μάνα μου, Κατωκοπιὰ τζὶ’ Ἀργάκι 
Μασσάριν τζὶ ὕστερα Φιλιὰν γυρεύκουσιν νεράκι 
Συριανοχώρι συριανόν, Καλὸ Χωριό, Σκυλλούρα 
Ἀγιὰ Μαρίνα τζιαι Τζιυρὰ γίνειν, ξερὴ παλλούρα 

Τζια ἀποῦ τον Κορματζίτη μᾶς πετοῦν ὡς τὰ Καρπάσια 
φτάνουσιν στὸν Ἀσώματον μὰ κάποιοι τὰ φαράσαν 
Στὸν Κοντεμένον ὕστερα τζιαι στὸν Ἄι Ἀρμόλαν 
μὰ στοῦ Συσκλήπου τὸ χωρκὸν εἶδαν τό ‘νᾶν ἀλλόν ‘νᾶν 

Ποὺ τ’ Ἀγριδάκιν ππιον πετοῦν στὸν Λάρνακα Λαπήθου 
στοῦ ‘τα τὰ μέρη εἴδασιν τὴν ἱστορίαν τοῦ μύθου 
Φτερύχα, Κάρμι, Δίκωμο, Μύρτου, Πάναγρα, Ὄρκαν 
Στὰ Λιβερὰ μιὰ ἐκκλησιὰ εἴσιεν σπασμένην πόρτα 

Νύχταν Τζιερύνεια, Λάπηθον, μέραν στὸν Ἄη Γιώρκη 
στὸν Καραβὰν ξημέρωμαν, Τριμίθιν τὸ ξηφώτιν 
Στὸν Ἅγιο Ἐπίκτητον, Κλεπίνην, Καλογραῖα 
εἴδασιν βάσανα πολλά, εἶδαν τὴν Χάρζια γραῖα 

Τζὶ’ ἀπὸ τὸν Μαραθόβουνον στὸν Στροντζυλὸν ἐκάτσαν
στὴν Μουσουλίτα, στὰ Πυρκὰ εἶπαν πὼς ἐκρεμμάσαν 
Πρασκειὸν τζιαι Στύλλοι τζὶ’ Ἔγκωμη, Λιμνιὰ τζιαι Ἄη Σέρκης 
εἶδαν σέ ‘σένα μάθκια μοῦ γονατιστὸ νὰ ππέφτεις 

Ἀμμόχωστον, Λευκόνοικον, Πηγήν, Περιστερώναν 
Τζὶ ὕστερα Γύψουν τζὶ Ἀκανθοῦ θέλουν νὰ δοῦν ἀλλό ‘νά 
Φλαμούδι, Μάνδρες, Ἄρδανα, Τρίκωμο τζὶ Ἄης Γιώρκης 
Σύγκραση τζιαι Σπαθαρικὸ χαιρετισμοὺς νὰ δώκεις 

Τζὶ ὕστερα Ριζοκάρπασον τζιαι πίσω στὴν Γιαλοῦσα 
Ἁγίαν Τριάδαν, Λυθράγκωμη, μὰ ἦταν μαυροφοροῦσα 
Ἔπειτα Λεονάρισσο τζιαι Κῶμα τοῦ Γιαλοῦ μας 
στὴν Βουκολίδαν εἴδασιν τὰ πάθη τοῦ λαοῦ μας 

Στὸν Ἅγιο Θεόδωρο, κατόπιν στὸ Πατρίκι 
Γέρανι, Ἅγιον Ἠλία, στὴν Ἑφτακώμη φρίκη 
Σταυρώνουν θάλασσα ξηρά, Δαυλὸν ὡς τὸ Μπογάζι 
Λύση, Κοντέα τζιαι Βατυλή, τῆς Ἄσσιας τὸ μαράζι 

Ἄχνα μὰ τζιαι Μακράσυκα, Ἀγρίδι, Καλοψίδα 
στὴν Ἀγκαστίνα εἶδαν σέ, μὰ ἐγιώνι δὲν σὲ εἶδα 
Τέλος νὰ ξαποστάσουσιν ἐκάτσαν εἰς τὸ Ἄρσος 
μὰ δίπλα στὴν Τρεμετουσιὰν ἐπαίξαν τα μὲ θράσος 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ