Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

1η Σεπτέμβρη ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ με ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ


Η Βουλή είναι σατανική γιατί έχει σατανικό αρχηγό στη φυλακή


Έρχεται ο 3ος ΠΠ.


Το μυστικό της Μονής Εσφιγμένου


1η Σεπτέμβρη.Ο.Χ.Ι. Στις νέες ταυτότητες. ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ


1η Σεπτέμβρη ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Νταϊάνα: Η Πριγκίπισσα του Λαού

 Πριγκίπισσα της Ουαλίας και μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας ως η πρώτη σύζυγος του Καρόλου, πρώτου διαδόχου του βρετανικού θρόνου.

Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ (1961 – 1997)

Η αγγλίδα πριγκίπισσα Νταϊάνα (Πριγκίπισσα της Ουαλίας από το 1981 έως το 1996) υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα της τελευταίας εικοσαετίας του 20ου αιώνα. Αποτελούσε την επιτομή της γυναικείας ομορφιάς και αίγλης, ενώ ταυτόχρονα θαυμαζόταν για το πρωτοποριακό φιλανθρωπικό της έργο, ειδικότερα για ασθενείς με AIDS και την υποστήριξη της εκστρατείας για την απαγόρευση των ναρκών κατά προσωπικού.

Παντρεύτηκε τον διάδοχο του βρετανικού θρόνου πρίγκιπα Κάρολο το 1981 κι έλαβε τον τίτλο της Πριγκίπισσας της Ουαλίας. Με τον Κάρολο, πριν από το διαζύγιό τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον πρίγκιπα Γουίλιαμ και τον πρίγκιπα Χάρι, 2ο και 3ο στη σειρά διαδοχής του βρετανικού θρόνου αντίστοιχα. Ο αδόκητος θάνατός της, που δημιούργησε δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας, εκτόξευσε ακόμη περισσότερο τη φήμη της, η οποία διατηρείται ζωντανή μέχρι σήμερα.

Η γέννηση και τα παιδικά της χρόνια

Η Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ (Diana Frances Spencer) γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1961 στο Σάντριγχαμ της Αγγλίας, σε μία αριστοκρατική οικογένεια με συγγενικούς δεσμούς με τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας.

H Νταϊάνα σε ηλικία 10 ετών
H Νταϊάνα σε ηλικία 10 ετών
Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Έντουαρντ Σπένσερ, υποκόμη του Άλθορπ και άμεσου απογόνου του Καρόλου Β' (1630-1685) και της αμερικανικής καταγωγής Φράνσις υποκόμισσας του Άλθορπ, η οποία είχε μακρινή συγγένεια με συνονόματη μητέρα της βασίλισσας Ελισάβετ Β’. Οι γονείς της χώρισαν, όταν η Νταϊάνα ήταν μικρή και ο πατέρας της κέρδισε την επιμέλεια των παιδιών του, ύστερα από σκληρή δικαστική μάχη.

Η Νταϊάνα φοίτησε σε δημόσιο σχολείο και διακρίθηκε για τις αθλητικές της επιδόσεις, ιδιαίτερα στην κολύμβηση. Φιλοδοξούσε να γίνει μπαλαρίνα, αλλά θεωρήθηκε πολύ ψηλή. Δεν ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές, επειδή ήταν μέτρια μαθήματα, σύμφωνα με τους βιογράφους της. Μετά το σχολείο εργάστηκε ως νταντά, μαγείρισσα μερικής απασχόλησης και βοηθός διδασκαλίας σε νηπιαγωγείο του Λονδίνου.

Η γνωριμία και ο γάμος με τον πρίγκιπα Κάρολο

Η Νταϊάνα συνάντησε για πρώτη φορά τον μελλοντικό της σύζυγο το 1977, όταν ήταν 16 ετών και ο Κάρολος έβγαινε με τη μεγαλύτερη αδελφή της. Το 1980 εμβάθυναν την σχέση τους κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πόλο και ο Κάρολος την προσκάλεσε στο βασιλικό γιοτ «Μπριτάνια».

Στη συνέχεια, την κάλεσε στο ανάκτορο του Μπάλμοραλ για να γνωρίσει τη μητέρα του βασίλισσα Ελισάβετ. Η βασίλισσα και ο δούκας του Εδιμβούργου Φίλιππος θεώρησαν ότι η Νταϊάνα ήταν κατάλληλη σύζυγος για τον γιο τους και μελλοντικό βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου κι έδωσαν την έγκρισή τους.

Ο γάμος της Νταϊάνα με τον Κάρολο
Ο γάμος της Νταϊάνα με τον Κάρολο
Στις 29 Ιουλίου 1981, η Νταϊάνα και ο Κάρολος παντρεύτηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Περίπου 600.000 άνθρωποι παρατάχθηκαν στους δρόμους του Λονδίνου για να επευφημήσουν το πριγκιπικό ζεύγος και δισεκατομμύρια παρακολούθησαν τη γαμήλια τελετή μέσα από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες. Θεωρήθηκε ως ένας «παραμυθένιος γάμος» και το κοινό σύντομα ενθουσιάστηκε με την αθωότητα και την ομορφιά της νεαρής πριγκίπισσας.

Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν δύο γιους, τον πρίγκιπα Γουίλιαμ και τον πρίγκιπα Χάρι. Η Νταϊάνα ήταν μία αφοσιωμένη μητέρα και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της ώστε να σέβονται τη διαφορετικότητα και τις προκλήσεις του ρόλου για τους οποίους ήταν προορισμένοι. Ήθελε να έχουν εμπειρίες ζωής και συχνά αντιστεκόταν στο αυστηρό τυπικό της βασιλικής οικογένειας.

Το διαζύγιο Νταϊάνας – Καρόλου

Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στη σχέση της με τον Κάρολο και υπό την πίεση της μεγάλης δημοσιότητας, ο γάμος της διαλύθηκε και οδηγήθηκε σε διαζύγιο το 1992.

Η Νταϊάνα με τους γιους της Γουίλιαμ και Χάρι
Η Νταϊάνα με τους γιους της Γουίλιαμ και Χάρι
Η Νταϊάνα ανέφερε αργότερα σε συνεντεύξεις της ότι σχεδόν αμέσως μόλις παντρεύτηκε, ο Κάρολος διατηρούσε σχέση με την Καμίλα Πάρκερ-Μπόουλς και ήταν δύσκολο να κρατήσει ένας γάμος με τρία άτομα. Είπε επίσης ότι ο Κάρολος την παντρεύτηκε μόνο υπό την πίεση του πατέρα του Φίλιππου.

Μη αντέχοντας την απιστία του Καρόλου, άρχισε να έχει διάφορες ερωτικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του λοχαγού Τζέιμς Χιούιτ, τον οποίο κυριολεκτικά λάτρευε. Οι συναισθηματικές διαταραχές του γάμου και του χωρισμού της προκάλεσαν στη Νταϊάνα ήταν διάφορα προβλήματα υγείας, όπως βουλιμία και κατάθλιψη.

Το επίσημο διαζύγιό της ανακοινώθηκε στις 28 Αυγούστου 1996 και συνοδεύτηκε από εφ’ άπαξ διατροφή 30 εκατομμυρίων δολαρίων και άνευ όρων επικοινωνία με τα δύο παιδιά της. Δεν έφερε πλέον τον τίτλο της «Πριγκίπισσας της Ουαλίας», αλλά μπορούσε να αποκαλείται «Πριγκίπισσα». Σε συνέντευξη στο BBC τον Νοέμβριο του 1995 είπε ότι προτιμούσε να την αποκαλούν «Βασίλισσα στις καρδιές των ανθρώπων».

Το φιλανθρωπικό της έργο

Ως πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Νταϊάνα συμμετείχε σε διάφορες επίσημες τελετές, όπως στα εγκαίνια νοσοκομείων. Αυτό της έδωσε την ευκαιρία να εμπλακεί σε διάφορα φιλανθρωπικά έργα και ν’ αναδείξει το επικοινωνιακό της χάρισμα και την άμεση επαφή της με τους απλούς ανθρώπους.

Το 1987 η πριγκίπισσα Νταϊάνα ήταν μία από τις πρώτες διασημότητες που φωτογραφήθηκαν με ασθενείς του AIDS, συμβάλλοντας στην αλλαγή της στάσης του κόσμου απέναντι στη «μάστιγα του αιώνα». Εκείνη την εποχή, πολλοί πίστευαν ότι μπορούσε να κολλήσει κάποιος AIDS μόνο με μια απλή επαφή. Τον Ιούνιο του 1998 διέθεσε 79 από τα φορέματά της στον οίκο δημοπρασιών Christie's στη Νέα Υόρκη, συγκεντρώνοντας το ποσό των 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο διέθεσε σε οργανώσεις για την καταπολέμηση του AIDS και το καρκίνου.

Συμμετείχε επίσης στη διεθνή καμπάνια για την κατάργηση των ναρκών κατά προσωπικού και τον Ιανουάριο του 1997 επισκέφτηκε ναρκοπέδια στην Αγκόλα για να επιθεωρήσει την εκκαθάρισή τους. Η προσωπική της υποστήριξή λέγεται ότι ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την ενθάρρυνση της Βρετανίας και στη συνέχεια άλλων χωρών να υποστηρίξουν τη Συνθήκη της Οτάβας για την απαγόρευση της χρήσης των ναρκών κατά προσωπικού. Όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ εισηγήθηκε το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1998 αναφέρθηκε ονομαστικά στη συμβολή της πριγκίπισσας Νταϊάνας.

Λίγο πριν από το θάνατό της, στις 18 Ιουνίου 1999, η πριγκίπισσα Νταϊάνα συναντήθηκε με τη Μητέρα Τερέζα, καθώς οι δυο γυναίκες αλληλοθαυμάζονταν. Η Μητέρα Τερέζα πάντα έλεγε: «Η Νταϊάνα είναι η κόρη μου». Με απόλυτη ταπεινοφροσύνη, η Νταϊάνα απάντησε: «Είμαι μια πολύ, πολύ μικρή Μητέρα Τερέζα».

Παρά την αδιάκριτη εισβολή του Τύπου στην ιδιωτική της ζωή, η Νταϊάνα παρέμεινε πολύ δημοφιλής επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί της. Η ενασχόλησή της με έργα φιλανθρωπίας έδινε την εντύπωση ενός νέου τύπου μέλους της βασιλικής οικογένειας, που δεν ήταν τόσο απόμακρο από τον απλό άνθρωπο. Εξού και η ρήση του τότε βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, ο οποίος την αποκάλεσε «Πριγκίπισσα του Λαού».

Ο θάνατός της

Η Νταϊάνα πέθανε στις 31 Αυγούστου 1997, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μαζί με τον εραστή της Ντόντι Αλ Φαγιέντ στο Παρίσι. Λέγεται ότι τους κυνηγούσαν παπαράτσι τη στιγμή που συνέβη το θανατηφόρο δυστύχημα στη σήραγγα Ποντ ντε λ’ Αλμά του Σηκουάνα. Οι ανακριτικές αρχές συμπέραναν ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου Ανρί Πολ, που επίσης έχασε τη ζωή του, βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ. Τα αναπάντητα ερωτήματα για τις συνθήκες του δυστυχήματος εξάπτουν μέχρι σήμερα την φαντασία των συνωμοσιολόγων.

Ο θάνατος της «Πριγκίπισσας του Λαού» είχε βαθύ αντίκτυπο στο βρετανικό κοινό, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο και οδήγησε σε μία άνευ προηγουμένου έκρηξη συμπάθειας και θλίψης. Πάνω από ένα εκατομμύριο μπουκέτα λουλούδια κατατέθηκαν στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.

Την κηδεία της στις 5 Σεπτεμβρίου 1997 στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ παρακολούθησαν αμέτρητα εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο μέσω της τηλεόρασης. Εν είδει επικηδείου, ο Έλτον Τζον έπαιξε στο πιάνο μία διασκευή του τραγουδιού του «Candle in the Wind», το οποίο έκτοτε φέρει τον τίτλο «Candle in the Wind 1997». Η Νταϊάνα τάφηκε σ’ ένα νησί μέσα στο οικογενειακό κτήμα του Άλθορπ.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2976

Η δολοφονία Τελίνι και η Κατάληψη της Κέρκυρας από τη φασιστική Ιταλία

Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία κι ενώ η χώρα μας βίωνε τα επακόλουθα της μικρασιατικής καταστροφής, ο Μπενίτο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν το σοβινιστικό τους πρόσωπο και τις επεκτατικές τους διαθέσεις στα Βαλκάνια.

Αφορμή στάθηκε το επεισόδιο της 27ης Αυγούστου 1923 στο δρόμο Ιωαννίνων - Κακκαβιάς, κατά το οποίο βρέθηκαν δολοφονημένοι πέντε Ιταλοί, μέλη της επιτροπής για την οριστική χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μετά την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία το 1921. Επρόκειτο για τον στρατηγό Τελίνι, τον ταγματάρχη Κόρτι, τον λοχαγό Μπανατσίνι, τον οδηγό του αυτοκινήτου τους και ένα διερμηνέα.

Ο Μουσολίνι, που ήθελε να ενισχύσει και το γόητρό του, χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα των ανακρίσεων από τις ελληνικές αρχές, επέδωσε ρηματική διακοίνωση στην Αθήνα με τους ακόλουθους όρους:

  • Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και τις σορούς των δολοφονηθέντων.
  • Τελετή μνημοσύνου, παρουσία του Υπουργικού Συμβουλίου.
  • Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία.
  • Συμμετοχή ιταλού στρατιωτικού στις ανακρίσεις.
  • Καταδίκη των ενόχων σε θάνατο.
  • Καταβολή αποζημίωσης 50.000.000 λιρετών.

Την Ελλάδα εκείνη την περίοδο κυβερνούσε η Επαναστατική Επιτροπή υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία φυσικά απέρριψε τους περισσότερους όρους του τελεσιγράφου, ως απαράδεκτους. Προσφέρθηκε να βοηθήσει τις οικογένειες των θυμάτων και πρότεινε στην Ιταλία να ανατεθεί η επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την ιταλική κυβέρνηση ότι οι δράστες δεν ήταν έλληνες, αλλά αλβανοί ληστές.

Στις 31 Αυγούστου, η Κοινωνία των Εθνών κάλεσε την Ελλάδα να ενεργήσει ταχύτατα για την ανεύρεση των ενόχων. Η χώρα μας από την πλευρά της ζήτησε τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής για τη διερεύνηση του συμβάντος και τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά και την επέκταση των ερευνών προς την Αλβανία.

Κι ενώ οι διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, η Ιταλία με πολεμική επιχείρηση την ίδια μέρα κατέλαβε την Κέρκυρα, με στόλο αποτελούμενο από 25 πλοία (3 θωρηκτά, 4 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά τορπιλοβόλα και υποβρύχια). Προηγήθηκε απαίτηση του αρχηγού της ιταλικής μοίρας πλοιάρχου Φοσκίνι προς τον νομάρχη της Κέρκυρας Πέτρο Ευριπαίο για την παράδοση του νησιού. Όταν ο έλληνας αξιωματούχος αρνήθηκε, οι Ιταλοί άρχισαν να κανονιοβολούν την πόλη της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 15 γυναικόπαιδα και να τραυματισθούν 35 άμαχοι.

Αμέσως μετά, οι ιταλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί και το κατέλαβαν. Για να δείξουν τις προθέσεις τους, τοποθέτησαν ένα ξύλινο κόκορα στο Παλαιό Φρούριο, με την επιγραφή: «Όταν λαλήσει αυτός ο κόκορας, τότε οι Ιταλοί θα φύγουν από την Κέρκυρα».

Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε έντονα και προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, έχοντας με το μέρος της τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο διεθνής οργανισμός (ο ΟΗΕ της εποχής) ανέλαβε να διευθετήσει το περιστατικό, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών, η οποία υποχρέωσε την Ελλάδα:

  • Να καταβάλλει στην Ιταλία αποζημίωση 50.000.000 λιρετών.
  • Να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες, και
  • Να ενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών της δολοφονίας, υπό την επίβλεψη Διεθνούς Επιτροπής.

Μόνο τότε η Ιταλία δέχθηκε να εκκενώσει την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, με τον λαό να τους κατευοδώνει με ένα σαρκαστικό «Κουκουρίκου!». Παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι ένοχοι της πενταπλής δολοφονίας δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ.



Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου


Χρυσῆν κορωνίδ' οἷα, σεμνὴ Παρθένε,
Τῷ τοῦ χρόνου τίθημι σὴν Ζώνην τέλει.
Θέντο σορῷ Ζώνην πρώτῃ Πανάγνου Τριακοστῇ.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                                 Πηγή

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΚΙΝΗΣΗ ΜΠΑΜ ΤΟΥ Β.ΜΑΡΙΝΑΚΗ με Λάκη Λαζόπουλο - Τους αποτελειώνει

Πτολεμαίος ΙΕ’

Πτολεμαίος ΙΕ’ (47 π.Χ. – 30 π.Χ.)

Ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πτολεμαίων, που κυβέρνησε την Αίγυπτο για περίπου 300 χρόνια (328 π.Χ. - 30 π.Χ.). Ήταν περισσότερο γνωστός ως Καισαρίων (μικρός Καίσαρας). Ο πρόγονός του και ιδρυτής της δυναστείας Πτολεμαίος Α' Σωτήρ ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ Φιλομήτωρ Καίσαρ, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του ονόματός του, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 47 π.Χ. και ήταν καρπός του έρωτα του Ιουλίου Καίσαρα με τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Ζ'. Το 48 π.Χ, ο Ρωμαίος στρατηλάτης βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια για να μεσολαβήσει ως επιδιαιτητής στη δυναστική διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο μεταξύ της Κλεοπάτρας και του αδελφού της Πτολεμαίου ΙΓ'.

Δύο χρόνια αργότερα, το 46 π.Χ, η Κλεοπάτρα επισκέφθηκε τη Ρώμη και ο Ιούλιος Καίσαρ αναγνώρισε επίσημα τον Καισαρίωνα ως γιο του. Ο ίδιος ήταν νυμφευμένος με την Καλπουρνία (την τρίτη σύζυγό του), αλλά δεν είχαν παιδιά. Στόχος της Κλεοπάτρας ήταν να καταστήσει τον Καισαρίωνα διάδοχο του Ιουλίου Καίσαρα, σε μια περίοδο που η Ρώμη μετασχηματιζόταν σε αυτοκρατορία.

Το 44 π.Χ, ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονείται από τον Κάσσιο και τον Βρούτο και η Κλεοπάτρα αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Λίγο αργότερα πεθαίνει και ο συμβασιλέας αδελφός της Πτολεμαίος ΙΔ' και ο τρίχρονος Καισαρίων τον διαδέχεται στο αξίωμα.

Το 41 π.Χ. η Κλεοπάτρα ενώνει τις τύχες της με τον Μάρκο Αντώνιο, εταίρο της τριανδρίας που κυβερνούσε τη Ρώμη. Μετά τις εμφύλιες διαμάχες και τη συντριπτική ήττα του Αντωνίου στο Άκτιο το 31 π.Χ. από τον εταίρο του στην τριανδρία Οκταβιανό (τον μετέπειτα Αύγουστο), η Κλεοπάτρα για να προφυλάξει τον Καισαρίωνα, τον έστειλε στην Ινδία μέσω Αιθιοπίας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.

Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός καταλαμβάνει χωρίς δυσκολία την Αίγυπτο και οι δύο εραστές, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, αυτοκτονούν. Θέλοντας να διασφαλίσει τη μελλοντική του εξουσία, ο Οκταβιανός πείθει τον έφηβο πλέον Καισαρίωνα να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και στις 30 Αυγούστου του 30 π.Χ. δίνει εντολή να τον δολοφονήσουν. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στην απόφασή του αυτή τον επηρέασε ο μυστικοσύμβουλός του Άρειος Δίδυμος, που του είπε «ουκ αγαθόν πολυκαισαρίη», εννοώντας ότι δύο Καίσαρες δεν χωράνε στη Ρώμη. Έτσι, εκλείπει και ο τελευταίος γόνος της δυναστείας των Πτολεμαίων και η Αίγυπτος γίνεται ρωμαϊκή επαρχία.



Η δολοφονική απόπειρα κατά του Λένιν

Σε μια περίοδο κατά την οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση προσπαθούσε να παγιώσει την εξουσία της στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, ο ηγέτης της Βλαντιμίρ Ουλιάνωφ, γνωστότερος ως Λένιν, έπεφτε θύμα δολοφονικής επίθεσης στη Μόσχα.

Στις 30 Αυγούστου του 1918 ο Λένιν ολοκλήρωσε μια ομιλία του σε εργοστάσιο της σοβιετικής πρωτεύουσας. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε πίσω στο Κρεμλίνο, μια μικροκαμωμένη γυναίκα τον πλησίασε και του ζήτησε το λόγο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Προτού ο Λένιν της απαντήσει, αυτή τον πυροβόλησε τρεις φορές.

Δύο από τις σφαίρες βρήκαν τον στόχο, η μία σφηνώθηκε στον πνεύμονα του Λένιν και η άλλη στον ώμο του. Η τρίτη τρύπησε το κασκέτο του χωρίς να αγγίξει κάποιο ζωτικό όργανο. Ο βαριά τραυματισμένος Λένιν μεταφέρθηκε αμέσως στο Κρεμλίνο. Για λόγους ασφαλείας, οι γιατροί πραγματοποίησαν επί τόπου την επέμβαση για την αφαίρεση των βολίδων και όχι σε κάποιο νοσοκομείο.

Δράστης της απόπειρας ήταν η Φάνια Καπλάν, μία 35χρονη εβραία από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΤσεΚά, της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων, προδρόμου της γνωστής μας Κα-Γκε-Μπε.

Φάνια Καπλάν
Στους πράκτορες που την ανέκριναν δήλωσε αβίαστα ότι προσπάθησε να σκοτώσει τον Λένιν, επειδή τον θεωρούσε «προδότη της επανάστασης», όταν έκλεισε την Καταστατική Συνέλευση, στην οποία πλειοψηφούσαν οι Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους), τους οποίους υποστήριζε. Το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα, μεγάλος αντίπαλος των Μπολσεβίκων, ήταν μια μη μαρξιστική σοσιαλδημοκρατική παράταξη με σημαντική απήχηση στην αγροτιά της Ρωσίας.

Η Φάνια Καπλάν δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα. Από μικρή στον αντιτσαρικό αγώνα κατηγορήθηκε το 1906 ως συνεργός στη δολοφονία ενός αξιωματούχου του καθεστώτος και καταδικάσθηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Εξέτισε 12 χρόνια από την ποινή της και αποφυλακίστηκε μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, που κατέλυσε την τσαρική εξουσία και έφερε στην εξουσία τον ομοϊδεάτη της Αλεξάντρ Κερένσκι.

Η Καπλάν καταδικάσθηκε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκε από τον ναύτη Πάβελ Μάλκοφ στις 3 Σεπτεμβρίου 1918. Ο Λένιν, παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων του, επέζησε. Η υγεία του, όμως, κλονίστηκε σημαντικά και έξι χρόνια μετά, μια σειρά αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων τον οδήγησαν στον θάνατο.

Η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν και η δολοφονία του Μοϊζέι Ουρίτσκυ, ενός εξέχοντος στελέχους της ΤσεΚα, σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου της σοβιετικής ιστορίας, που αποκλήθηκε «Ερυθρά Τρομοκρατία». Υπολογίζεται ότι μέσα σε ένα χρόνο πάνω από 6.000 αντίπαλοι του κομμουνιστικού καθεστώτος συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, ανάμεσά τους και 800 σοσιαλιστές.



Άννα Πολιτκόφσκαγια

 Ρωσίδα δημοσιογράφος, σφοδρή επικρίτρια του προέδρου Πούτιν και του πολέμου στην Τσετσενία. Δολοφονήθηκε το 2007 και ο ιθύνων νους ακόμη αναζητείται.

Άννα Πολιτκόφσκαγια (1958 – 2006)

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια ήταν ρωσίδα δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια, σφοδρή επικρίτρια του προέδρου Πούτιν και του πολέμου στην Τσετσενία. Βρέθηκε δολοφονημένη στη Μόσχα το 2006 και παρότι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας της καταδικάστηκε σε ισόβια, ακόμη εγείρονται ερωτήματα για τον άνθρωπο που όπλισε το χέρι του.

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια (Μαζέπα το πατρικό της επώνυμο) γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1958 στη Νέα Υόρκη, όπου ο ουκρανικής καταγωγής πατέρας της υπηρετούσε ως διπλωμάτης της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και αρχικά δούλεψε ως ρεπόρτερ στην «Ιζβέστια», την εφημερίδα που απηχούσε τις απόψεις της σοβιετικής κυβέρνησης.

Η σύλληψη και τα βασανιστήρια

Το 1999 εντάχθηκε στη δημοσιογραφική ομάδα της μικρής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα» και αμέσως μετά κάλυψε δημοσιογραφικά τον αποσχιστικό πόλεμο στη μουσουλμανική ρωσική δημοκρατία της Τσετσενίας (1999-2006), με θάρρος και χωρίς συναισθηματισμούς, καταγγέλλοντας τις ωμότητες των στρατευμάτων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας (ιδιαίτερα της FSB, διαδόχου της KGB). To 2001 συνελήφθη στην Τσετσενία από τις ρωσικές αρχές και υπέστη βασανιστήρια, ακόμη και εικονική εκτέλεση. Επίσης, με την αρθρογραφία της στηλίτευε τη διαφθορά και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Βλαντιμίρ Πούτιν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Το 2002 μεσολάβησε ως διαπραγματεύτρια στους Τσετσένους αντάρτες, που είχαν καταλάβει ένα θέατρο της Μόσχας. Τον Σεπτέμβριο του 2004, όταν επιχείρησε να μεταβεί από τη Μόσχα στο βόρειο Καύκασο για να καλύψει τη δραματική κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν, υπέστη δηλητηρίαση, όταν ήπιε στο αεροπλάνο ένα φλιτζάνι τσάι και μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο. Η ίδια είχε αποδώσει τότε τη δηλητηρίασή της στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.

Τα επικριτικά βιβλία για τον Πούτιν και η δολοφονία της

Έγραψε δύο βιβλία επικριτικά για τον Πούτιν «Ένας βρόμικος πόλεμος: Μια ρωσίδα ρεπόρτερ στην Τσετσενία» (2001) και «Η Ρωσία του Πούτιν» (2004). Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας για την αποκαλυπτική της δημοσιογραφία και το 2004 με το βραβείο «Όλαφ Πάλμε» «για το κουράγιο και τη δύναμη που επέδειξε στη δουλειά της κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες».

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια είχε δεχθεί πολλές απειλές για τη ζωή της και στις 7 Οκτωβρίου 2006, ανήμερα των γενεθλίων του προέδρου Πούτιν, βρέθηκε δολοφονημένη μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας όπου διέμενε στο κέντρο της Μόσχας. Ήταν παντρεμένη με τον συνάδελφό της Αλεξάντερ Πολιτκόφσκι, με τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά.

Η δολοφονία της Άννας Πολιτκόφσκαγια προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυβερνήσεις δυτικών χωρών ζήτησαν την άμεση διαλεύκανση της δολοφονίας της ηρωικής και μαχητικής δημοσιογράφου. Τον Μάρτιο του 2008 οι ρωσικές αρχές, με τη βοήθεια της βελγικής αστυνομίας, ανακοίνωσαν τη σύλληψη τριών Τσετσένων. Στη δίκη κατατέθηκε ότι ένας από αυτούς ήταν πράκτορας της FSB και ότι πίσω από τη δολοφονία βρισκόταν ο ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, σύμμαχος του Πούτιν.

Οι κατηγορούμενοι αρχικά αθωώθηκαν, αλλά η δίκη τους επαναλήφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσίας και το 2014 ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Ρουστάμ Μαχμούντοφ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, ακόμη αναζητείται ο ιθύνων νους της δολοφονίας της Άννας Πολιτκόφσκαγια.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2415

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης

 Σοβιετικός κομμουνιστής ηγέτης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του οποίου οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1931 – 2022)

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε σοβιετικός (ρώσος) κομμουνιστής ηγέτης, οι προσπάθειές του οποίου για τον εκδημοκρατισμό του αρτηριοσκληρωτικού κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και την αποκέντρωση της οικονομίας της, οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ, 1985-1991), πρόεδρος του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ (1989-1990) και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ, 1990-1991). Το 1990 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης «για τον ηγετικό του ρόλο στις ριζικές αλλαγές των σχέσεων Ανατολής-Δύσης».

Η γέννηση, οι σπουδές και η ένταξη στο ΚΚΣΕ

O Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931 στο χωριό Πριβόλνογιε της περιοχής Κρασνογκβαρντέισκ, στην περιφέρεια Σταυρούπολης (Σταβροπόλ), από αγροτική οικογένεια. Το 1946 άρχισε να εργάζεται ως οδηγός γεωργικών μηχανημάτων και την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Κομσομόλ (της νεολαίας του ΚΚΣΕ).

Το 1952, φοιτητής στη Μόσχα, έγινε μέλος του ΚΚΣΕ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ραΐσα Τιταρένκο (1932-1999), που σπούδαζε φιλοσοφία. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Ιρίνα Μιχαίλοβνα (γ. 1957). Το 1955 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ και το 1957 από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης με την ειδικότητα του γεωπόνου - οικονομολόγου.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ανατολική Γερμανία το 1966
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ανατολική Γερμανία το 1966
Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυσσε έντονη κομματική δράση. Το 1955 έγινε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Κομσομόλ στη Σταυρούπολη, ύστερα δεύτερος και στη συνέχεια πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ. Τον Σεπτέμβριο του 1966 εκλέχθηκε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΣΕ στη Σταυρούπολη, τον Αύγουστο του 1968 δεύτερος γραμματέας και τον Απρίλιο του 1970 εκλέχτηκε πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Σταυρούπολης του ΚΚΣΕ.

Από τότε η εξέλιξή του στην κομματική ιεραρχία ήταν ραγδαία. Το 1971 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, το 1978 γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και το 1979 αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980 έγινε τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και τον Μάρτιο του 1985, μετά το θάνατο του Κονσταντίν Τσερνιένκο, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στις 11 Μαρτίου 1985. Έως την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα του κόμματος, που σήμαινε και την ανάληψη της εξουσίας στην αχανή Σοβιετική Ένωση, ήταν το νεώτερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου.

Στην ηγεσία του ΚΚΣΕ

Ο Γκορμπατσόφ, έχοντας διακριθεί για τις οργανωτικές του ικανότητες και τις ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες του, ήδη από τους πρώτους μήνες της εξουσίας του άρχισε την ευρεία αναδιοργάνωση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητάς του. Στο εσωτερικό εγκαινίασε την πολιτική της «περεστρόικα» (αναδόμηση ή ανασυγκρότηση) στον οικονομικό και δημοσιοοικονομικό τομέα, στη διοίκηση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, με προέκταση στην ιδεολογική σφαίρα και διακήρυξε την αρχή της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια) σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες. Η πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 φανέρωσε στον έξω κόσμο τις χτυπητές αδυναμίες του κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και ήταν το έναυσμα για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό του έργο.

Στην εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αποκατάσταση καλών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης προς όλες τις κατευθύνσεις, αρχίζοντας με τις σχέσεις ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, για τη δημιουργία κλίματος διεθνούς ύφεσης, ειρήνης και συνεργασίας, με άμεσο στόχο, σε πρώτο στάδιο, τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο υπερδυνάμεων. Έκανε σημαντικές παραχωρήσεις σε ζητήματα αιχμής (έλεγχος και εγγυήσεις, δείγματα καλής θέλησης με μονομερείς πρωτοβουλίες και μορατόριουμ) και τολμηρές προτάσεις και ανοίγματα, για την αποκατάσταση του πνεύματος εμπιστοσύνης.

Συναντήσεις κορυφής με Θάτσερ και Ρίγκαν

Η πρώτη συνάντηση Γκορμπατσόφ - Ρέιγκαν (Γενεύη, 1985)
Η πρώτη συνάντηση Γκορμπατσόφ - Ρέιγκαν (1985)
Ήδη από τις πρώτες επίσημες διπλωματικές αποστολές του, στον Καναδά (1983) και κυρίως στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1984), με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανώτατου Σοβιέτ, είχε κερδίσει διεθνώς τις πρώτες καλές εντυπώσεις, ως ένας νέου τύπου σοβιετικός πολιτικός, και την προσωπική εκτίμηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, παρουσιάζοντας την εικόνα καλλιεργημένου και αξιόπιστου συνομιλητή και ικανότατου διπλωμάτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1985, ως ηγέτης πλέον της ΕΣΣΔ, είχε την πρώτη συνάντηση κορυφής, στη Γενεύη, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Τον Οκτώβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας η άτυπη συνάντηση κορυφής ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, η οποία, μολονότι δεν κατέληξε σε κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα, άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, που οδήγησαν στην ιστορική συνάντηση και συμφωνία Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στην Ουάσινγκτον (8 Δεκεμβρίου 1987) για την αμοιβαία απομάκρυνση και καταστροφή των εγκατεστημένων στην Ευρώπη αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας, επικυρωμένα από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Σοβιέτ, ανταλλάχθηκαν στη νέα, τέταρτη, συνάντηση Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1988.

Ακολούθησαν η συμφωνία της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τον Σεπτέμβριο η πρόταση Γκορμπατσόφ για την αμοιβαία κατάργηση των σοβιετικών και των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας και στο Βιετνάμ, από την πλευρά της ΕΣΣΔ, και στις Φιλιππίνες από την πλευρά των ΗΠΑ, με σκοπό την ύφεση στην Ασία και τον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ προώθησε τις προσπάθειές του για τον περιορισμό κατά 50% και τον έλεγχο των στρατηγικών όπλων, για τον έλεγχο των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και τον περιορισμό των πυρηνικών δοκιμών και για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών και στρατευμάτων των δύο στρατιωτικών συνασπισμών στην Ευρώπη, δίνοντας επίσης δείγματα καλής θέλησης στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1988, συνήλθε η 19η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ, στην οποία η πολιτική Γκορμπατσόφ υποβλήθηκε σε μία πρώτη κρίσιμη, σε πανενωσιακό επίπεδο, δοκιμασία, από την οποία ο Γκορμπατσόφ εξήλθε νικητής, εξασφαλίζοντας την έγκριση της συνδιάσκεψης για όλες τις ενέργειες της ηγεσίας του. Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από την τακτική σύνοδο της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (τέλη Σεπτεμβρίου), συνήλθε το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, το οποίο εξέλεξε ομόφωνα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρόεδρο του Προεδρείου του (του οποίου ήταν ήδη αντιπρόεδρος), αντί του Αντρέι Γκρομίκο. Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, αναλαμβάνοντας και το ανώτατο αυτό κρατικό λειτούργημα της ΕΣΣΔ (αντίστοιχο προς εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας), εδραίωσε αποφασιστικά τη θέση του στην κορυφή της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας της χώρας.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας σε μία σειρά γεγονότων στα τέλη του 1989 και του 1990 που αναδιαμόρφωσαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και σηματοδότησαν την αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του 1989 εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία για να εκφράσει την υποστήριξή του προς τους ρεφορμιστές κομμουνιστές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και, όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες κατέρρευσαν σαν ντόμινο στα τέλη του έτους, ο Γκορμπατσόφ αποδέχθηκε την πτώση τους.

Όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένες, μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις, ήρθαν στην εξουσία στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, ο Γκορμπατσόφ συμφώνησε στη σταδιακή απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από αυτές τις χώρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1990 είχε συμφωνήσει για την επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία και μάλιστα συμφώνησε στην ένταξη της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τον μακροχρόνιο εχθρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 ο Γκορμπατσόφ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα στις διεθνείς σχέσεις.

Η πολιτική αποκαθήλωσή του και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας οδήγησαν σε αναταραχές σε πολλές από τις συνιστώσες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και Ουζμπεκιστάν) και σε προσπάθειες για την επίτευξη ανεξαρτησίας από άλλες (π.χ. Λιθουανία). Σε απάντηση, ο Γκορμπατσόφ χρησιμοποίησε το στρατό για να καταστείλει τις αιματηρές διεθνικές διαμάχες σε αρκετές από τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1989 - 1990, ενώ επινοήθηκαν συνταγματικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν τη νόμιμη αποχώρηση μιας Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ.

Με το ΚΚΣΕ να χάνει σταθερά το κύρος του, ο Γκορμπατσόφ επιτάχυνε τη μεταφορά εξουσιών από το κόμμα σε εκλεγμένους κυβερνητικούς θεσμούς. Τον Μάρτιο του 1990, το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού τον εξέλεξε στη νεοσύστατη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, με εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ταυτόχρονα κατάργησε το συνταγματικά καθορισμένο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΣΕ και άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση άλλων πολιτικών κομμάτων.

Ο Γκορμπατσόφ παρότι πέτυχε να διαλύσει τις ολοκληρωτικές δομές του σοβιετικού κράτους και να οδηγήσει τη χώρα του σε πορεία προς μία πραγματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εν τούτοις αποδείχθηκε λιγότερο πρόθυμος να απελευθερώσει τη σοβιετική οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε αποφασιστική μετατόπιση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Επιδίωξε μάταια ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων εναλλακτικών λύσεων κι έτσι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία συνέχισε να καταρρέει.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού (1991)
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού (1991)
Ο Γκορμπατσόφ μπορεί να παρέμενε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του προβληματικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του ήταν πλέον εμφανής. Αντιμέτωπος με την κατάρρευση της οικονομίας, την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών και τη συνεχιζόμενη μετατόπιση της εξουσίας στις Δημοκρατίες, αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους συντηρητικούς του κόμματος και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους στα τέλη του 1990.

Όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Ο Γκορμπατσόφ και η οικογένειά του κρατήθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19 έως τις 21 Αυγούστου 1991, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου πραξικοπήματος, που ενορχηστρώθηκε από τους σκληροπυρηνικούς του κόμματος. Το πραξικόπημα κατέρρευσε από τη σκληρή αντίσταση του Προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και άλλων μεταρρυθμιστών που είχαν αναδειχθεί μέσα από την «γκλάσνοστ» και την «περεστρόικα».

Ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η θέση του είχε πλέον αποδυναμωθεί. Συμμαχώντας με τον Γέλτσιν, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα, διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του και υποστήριξε μέτρα για την απαγκίστρωση της KGB και των ενόπλων δυνάμεων από τον έλεγχο του ΚΚΣΕ. Επίσης, μετέφερε θεμελιώδεις εξουσίες στις Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Τα γεγονότα όμως τον είχαν ξεπεράσει και η ρωσική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Γέλτσιν ανέλαβε την εξουσία από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση και συμφώνησε με τις άλλες Δημοκρατίες να δημιουργήσουν μία νέα χαλαρή ένωση κρατών, την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έπαψε να υπάρχει την ίδια μέρα.

Η δράση του στη Ρωσική Ομοσπονδία

Το 1996 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διεκδίκησε ως ανεξάρτητος την Προεδρία της Ρωσίας, αλλά συγκέντρωσε το πενιχρό 0,5% των ψήφων. Ωστόσο, παρέμεινε ενεργός στη δημόσια ζωή, ως ομιλητής και ως μέλος διαφόρων παγκόσμιων και ρωσικών δεξαμενών σκέψης. Το 2003 κέρδισε Γκράμι μαζί με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, για τη συμμετοχή τους σ’ ένα δίσκο για παιδιά.

Το 2006 συνεργάστηκε με τον ρώσο ολιγάρχη και πολιτικό Αλεξάντρ Λέμπεντεφ στην εξαγορά της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», που αντιπολιτεύεται το Κρεμλίνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, ανακοινώθηκε ότι ο Γκορμπατσόφ και ο Λέμπεντεφ θα ίδρυαν ένα νέο πολιτικό κόμμα, το οποίο τελικά έμεινε στα χαρτιά. Αν και ο Γκορμπατσόφ είναι ενίοτε επικριτικός για τον ρώσο ηγέτη Βλαντιμίρ Πούτιν, υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πέθανε στις 30 Αυγούστου 2022 στη Μόσχα, σε ηλικία 91 ετών.




ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ