Η Ρωμανία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές...
Η Ρωμανία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Η Ρωμανία σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών της, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Έλληνες. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγιά Σοφιά, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
| Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας) |
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Έλληνες, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
| Η είσοδος του Μωάμεθ Β’ στην Κωνσταντινούπολη (Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας) |
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Η Αγιά Σοφιά και η τελευταία λειτουργία πριν την Άλωση...
«Ο Ναός έχει περίπου 316 πόρτες. Κανένας δεν μπορεί να τις μετρήσει με ακρίβεια. Κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν ανοιχθεί ποτέ. Η κεντρική πύλη είναι ένα μεγάλο «φυλακτό» που προστατεύει το Ναό από σεισμούς και συμφορές» [...]
Στις 28 Μαΐου τελέστηκε η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. Ο Αυτοκράτορας και οι άνδρες του μετέλαβαν των αχράντων μυστηρίων ξέροντας πως δεν έχουν ούτε ένα εικοσιτετράωρο ζωής. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζήτησε συγνώμη από όσους πιθανόν είχε αδικήσει άθελα του. Όσοι βρίσκονταν στο Ναό ξέσπασαν σε λυγμούς. Ύστερα ο Αυτοκράτορας εξήλθε του Ναού. Ήταν η τελευταία Θεία Λειτουργία πριν την άλωση. [...]
Ο θρύλος του «Κρυμμένου Πατριάρχη» ή αλλιώς του «Κρυμμένου Ιερέα» απαντάται για πρώτη φορά σε δημοτικό τραγούδι των θρήνων της Πόλης με τίτλο «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης» ευρισκόμενο σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με την τουρκική παράδοση στο νότιο μέρος του Ναού υπάρχει μυστήρια πύλη γνωστή και ως «Κλειστή Πύλη» που δεν άνοιξε μετά την άλωση. Εκεί κρύφτηκε ο παπάς που τελούσε την τελευταία Θεία Λειτουργία πριν την άλωση. Μάλιστα από το 1454 μ.Χ. κάθε χρόνο στην Ανάσταση μπροστά από την πύλη εμφανίζονται κόκκινα αυγά. Όταν η Πόλη ελευθερωθεί θα βγει ο παπάς και θα ολοκληρώσει την ημιτελή Θεία Λειτουργία.
Ένα σημείο του Βοσπόρου παραμένει πάντοτε γαλήνιο όση κακοκαιρία κι αν έχει. Κάθε προσπάθεια των Τούρκων να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό έχει αποβεί άκαρπη, επειδή στο σημείο αυτό η θάλασσα είναι βαλτώδης. Η εξήγηση του θρύλου αυτού αναφέρεται σε βιβλίο του Δωρόθεου Μονεμβασίας με τίτλο «Βίβλος Χρονική» του 1781 μ.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο στο σημείο αυτό του Βοσπόρου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας που την πήραν οι ιερείς για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Δυστυχώς όμως το πλοίο που μετέφερε την Αγία Τράπεζα βυθίστηκε στη θάλασσα κοντά στη νήσο του Μαρμαρά. Εκεί τα νερά είναι πάντα γαλήνια ενώ παράλληλα αναδύονται ευωδίες από Άγιο Μύρο και λιβάνι. Η Αγία Τράπεζα με Θεϊκή παρέμβαση θα αναδυθεί και θα επανατοποθετηθεί στο Ναό όταν πάρουμε την Πόλη.
Παραλλαγή του θρύλου αυτού λέει πως σε εκείνο το σημείο η θάλασσα κατάπιε τον ιερέα της τελευταίας Θείας Λειτουργίας που προσπαθώντας να σώσει τα Άγια Δισκοπότηρα και τον Άγιο Δίσκο, αυτά Άγγελος Κυρίου τα άρπαξε και τα πήρε μαζί του, ενώ αυτόν τον «έκρυψε» η θάλασσα στο βυθό της.
Οι εικόνες, τα ψηφιδωτά, οι Σταυροί και τα σύμβολά του Ναού προκαλούν φόβο στους Τούρκους καθώς με την πτώση σοβάδων και την αποκάλυψη τους ενισχύεται ο φόβος τους πως πλησιάζει το τέλος της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι εμφανίσεις ενός εκ των τεσσάρων Χερουβείμ, του ψηφιδωτού της δεήσεως ή αλλιώς «Ψηφιδωτού της Αποκάλυψης» όπως το αποκαλούν οι Τούρκοι, οι μορφές των Αυτοκρατόρων στα ψηφιδωτά και οι εμφανίσεις των Σταυρών (ιδιαίτερα αυτών της οροφής που και έχουν καλυφθεί με επίχρισμα αν φωτογραφηθούν γίνονται ορατοί). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο «Σταυρός του Αποστόλου Αγίου Ανδρέα» και ο «Σταυρός του Ιουστινιανού».
Οι Τούρκοι δεν κατέστρεψαν τα ψηφιδωτά αλλά προτίμησαν να τα καλύψουν με σοβά. Αυτό έγινε διότι όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αγία Σοφία δύο εξ’ αυτών προσπάθησαν να καταστρέψουν με πέλεκυ τις τοιχογραφίες αλλά έπεσαν νεκροί. Οι υπόλοιποι έχοντας πανικοβληθεί εγκατέλειψαν την προσπάθεια καταστροφής των ψηφιδωτών. Τα μάρμαρα του Ναού ελέγχονται συχνά όχι μόνο λόγω της εξαιρετικής εξωτερικής τους εμφάνισης, αλλά και διότι προβάλλουν σημαντικά μηνύματα για το παρόν και το μέλλον. Ακόμη και σήμερα πολλοί επισκέπτες μαρτυρούν ότι βλέπουν το μανιτάρι της ατομικής βόμβας. [...]
Πιστεύεται ότι ο Ναός κτίστηκε με Θεϊκή παρέμβαση. Ο θρύλος που τον γνωρίζουν και οι Τούρκοι λέει ότι ο Ιουστινιανός εμπνεύστηκε το σχέδιο μετά από όραμα όταν Άγγελος Κυρίου του αποκάλυψε τα σχέδια. Όταν υπήρχαν διαφωνίες για το σχήμα της αψίδας πάλι Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον Αυτοκράτορα και του υπέδειξε ότι πρέπει να είναι τριπλή. Άλλος θρύλος που αναφέρεται στη «μέλισσα αρχιτέκτονα» και τον βρίσκουμε στην ποιητική συλλογή του Γεώργιου Βιζυηνού «Ατθίδες Αύραι» αναφέρει ότι ένα αντίδωρο του Αυτοκράτορα που του έπεσε από τα χέρια το πήρε μέλισσα και βρέθηκε σε κυψέλη μέσα στην οποία ήταν φτιαγμένο του σχέδιο του Ναού με το αντίδωρο να βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Όταν οι επίγειοι πόροι δεν αρκούσαν για τη συνέχιση της ανέγερσης, Άγγελος οδηγούσε μουλάρια σε σπηλιές και τα έφερνε πίσω φορτωμένα χρυσάφι. Οι εργάτες όταν κουράζονταν και σταματούσαν τη δουλειά, τα έργα συνεχίζονταν από τα αόρατα χέρια του Θεού.
Ο Ναός έχει περίπου 316 πόρτες. Κανένας δεν μπορεί να τις μετρήσει με ακρίβεια. Κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν ανοιχθεί ποτέ. Η κεντρική πύλη είναι ένα μεγάλο «φυλακτό» που προστατεύει το Ναό από σεισμούς και συμφορές. Ο Ναός έχει μυστικά δωμάτια και κρύπτες που κάνουν τους Τούρκους να πιστεύουν πως είναι ένα θαυματουργό και μυστηριώδες οικοδόμημα. Η Αγία Σοφία έχει αντέξει περίπου 64 σεισμούς έως και 7,4 Ρίχτερ. Οι Τούρκοι πιστεύουν στην ως εκ θαύματος επιβίωση του Ναού, η οποία όμως είναι γεγονός και για το λόγο ότι χρησιμοποιήθηκαν ελαφρά υλικά με πολύ πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές. Για παράδειγμα η στήριξη του τρούλου έγινε με τόξα και τοξωτά παράθυρα που δέχονται θλιπτικές τάσεις. Έτσι το φορτίο απ’ τον τρούλο μεταφέρεται στα τόξα, στις κολόνες, στα θεμέλια και τελικά στο έδαφος. Επίσης τα ροδίτικα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πιο ελαφρά, το 1/6 του κανονικού τούβλου και ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό! [...]
Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Έχει επικρατήσει όμως να λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, γνωστός ως Τη Υπερμάχω Στρατηγώ, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος Ύμνος θεωρείται ένα αριστούργημα της ρωμαίικης υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Ονομασία
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Ολοι οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο και την ακολουθία της εορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ιστορία
Το έτος 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγείτο εκστρατείας του ελληνικού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνόμενων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, |
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα όμως με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητος ποιό ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Συνθέτης
Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την «Υπέρμαχο Στρατηγό» της Ρωμανίας, εν τούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις.
Το ποιος και το πότε βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερά, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο Ύμνο στον μεγάλο Έλληνα υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στο Ρωμανό. Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο. Τέλος, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του Ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι, πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξ άλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Ρωμαίικης Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano).
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά το μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις, θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο (K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande και Αι. Χριστοφιλοπούλου), τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη (J. M. Quercius), τον ιερό Φώτιο (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέας), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.λ.π.
Βέβαιο είναι πάντως ότι σε κάθε ωδή του Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, οι ειρμοί (το πρώτο τροπάριο) είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα υπόλοιπα τροπάρια του Ιωσήφ του Υμνογράφου.
- Δείτε, επίσης, την τελευταία Μουσική Παρασκευή εδώ