Ένα από πιο χαρακτηριστικά έθιμα των Τρικάλων είναι η λεγόμενη «Γουρνοχαρά».
Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία κι έπειτα αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία, σε σπίτια και αυλές ψήνουν «τη γουρνάδα». Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα τα παιδιά τα ψάλλουν είτε την παραμονή είτε ανήμερα. Παλαιότερα, η κάθε παρέα που έλεγε τα κάλαντα χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών με ξύλα και μόλις η νοικοκυρά τους άνοιγε κατευθύνονταν στο τζάκι και ανακάτευαν τη φωτιά με το ξύλο, λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά.
Χαρακτηριστικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς είναι η βασιλόπιτα. Οι γυναίκες του σπιτιού, κάνουν ζυμάρι, στο οποίο τοποθετούν νόμισμα, ένα κομμάτι κλήμα, άχυρο ή χορταράκι, μία μικρή πέτρα όπως κι ένα σπόρο καλαμποκιού. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης του σπιτιού θα κόψει τη βασιλόπιτα, αφού πρώτα τη φέρει τρεις φόρες γύρω στο ταψί. Στη συνέχεια θα τη μοιράσει σε κομμάτια με σειρά ηλικίας σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Σε όποιον πέσει το κλήμα θα έχει πολλά σταφύλια, σε όποιον πέσει η μικρή πέτρα θα είναι δυνατός στην υγεία του, ενώ αυτός που θα πετύχει το άχυρο ή το χόρτο θα αποκτήσει πολλά ζώα, αυτός που θα πετύχει το νόμισμα θα γίνει πλούσιος και τέλος αυτός που θα πετύχει τα καλαμπόκι, θα κερδίσει τη φετινή σοδειά.
Ξεχωριστό «χρώμα» έχουν τα Χριστούγεννα για τους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας, τα έθιμα και οι παραδόσεις των ημερών στους οποίους έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο.
Η γιορτή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ασκούσε ανέκαθεν τεράστια επίδραση στην καραγκούνικη ψυχή, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο εκπαιδευτικός και μελετητής, Ζήσης Τζιαμούρτας.
Την παραμονή οι νοικοκυρές ήταν από νωρίς στο πόδι, προετοιμάζοντας με ιδιαίτερη φροντίδα και λαχτάρα τις κλούρες για τα μικρά παιδιά, που θα τραγουδούσαν στο χωριό την παραμονή, τις αυγοκλούρες, αλλά και τη Χριστουγεννιάτικη κότα.
Την παραγεμιστή κότα, όπως την έλεγαν, που στο εσωτερικό της έβαζαν λίγο ρύζι, σύκα, σταφίδες, εντόσθια από κοτόπουλο και κομμάτια από πρόσφορα για να είναι ευλογημένο το τραπέζι του Χριστού.
Πριν ξημερώσει, κατά τις τρεις, με τα καινούργια τους ρούχα και «καθαροί» από τη νηστεία των 40 ημερών έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία με ξεχωριστή ευλάβεια, για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και να πάρουν τη μεταλαβιά.
Όταν τελείωνε η λειτουργία, οι γυναίκες μοίραζαν στους ενορίτες, άλλες μέσα στο ναό, ψωμί, που είχαν στις κανίστρες και τηγανισμένα κοτόπουλα που είχαν σε χωμάτινα πιάτα και άλλες έξω στην αυλή για να πασχίσουν οι ψυχές των πεθαμένων, λέγοντας την ευχή «Χρόνια πολλά και ο Θεός σχωρεσ'».
Όταν όλοι οι χωριανοί έβγαιναν από την εκκλησία, στον αύλειο χώρο, χαρούμενοι και γελαστοί έλεγαν μεταξύ τους «Χρόνια πολλά». Δεν ασπάζονταν οι μικρότερες ούτε οι νύφες τα χέρια των μεγαλυτέρων, όταν μεταλάβαιναν τα άχραντα μυστήρια. Μερικοί δε τουφεκούσαν με τους γκράδες.
Και αυτό, εξηγεί ο κ. Τζιαμούρτας, για να απομακρυνθούν τα κακά πνεύματα που επενεργούν πάντοτε επικίνδυνα στις προσπάθειες των ανθρώπων, όπως πίστευαν.
Το μεσημέρι, όλη η οικογένεια, καθισμένη στην ψάθα γύρω από την τάβλα, έτρωγε την παραγεμιστή κότα και σούπα, αφού πρώτα έκαναν το σταυρό τους. Το γεγονός των Χριστουγέννων δεν το έψελναν μόνο μέσα στην εκκλησία οι Καραγκούνηδες, αλλά και τα μικρά παιδιά, ηλικίας 8-13 ετών, την παραμονή, γυρνώντας σε όλα τα σπίτια του χωριού πριν ακόμα χαράξει καλά.
Νέες ετοιμασίες έκαναν οι νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αργά τα μεσάνυχτα πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα, ρίχνοντας νομίσματα, λίγο καλαμπόκι και στάρι. Οι νοικοκυρές σηκώνονταν τα χαράματα για να ζυμώσουν και να ψήσουν την βασιλοκλούρα, που ήταν μια μπουγάτσια από σιταρένιο αλεύρι και πάνω είχε κεντήματα με το ψαλίδι, λουλούδια και σταυρούς.
Μέσα σ’ αυτήν έβαζαν το φλουρί, ένα κλωναράκι κορομηλιάς, ένα σπυρί σιτάρι και λίγες τρίχες από την αγελάδα, σύμβολα ασφαλώς, εξηγεί ο εκπαιδευτικός, που κρύβουν ζωτική δύναμη, που είναι αναγκαία, για να εξασφαλιστεί η αφθονία και η ευημερία.
Όταν ξημέρωνε, όλη η οικογένεια έπαιρνε το δρόμο για την εκκλησία με τα γιορτινά τους ρούχα. Μεγάλος άγιος στις συνειδήσεις των Καραγκούνηδων είναι ο Βασίλειος. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, γυναίκες μοίραζαν στους ενορίτες τεμάχια βασιλοκλούρας και «πεντακάθαρο τυρί σαν την ψυχή του Άι-Βασίλη», που θα ήταν όλη τη χρονιά βοηθός τους και θα έφερνε ευτυχία στα σπίτια τους.
Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, αυτή τη μέρα άνοιγαν τα ανατολικά παράθυρα των σπιτιών τους, για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Για να είναι δε γερά τα ζώα και ιδιαίτερα τα πρόβατα, ο νοικοκύρης έπαιρνε τη βασιλοκλούρα, που έφτιαχνε γι” αυτά και πήγαινε στο μαντρί, όπου με το τσομπάνη έσπαζε την κλούρα στην πλάτη του κριαριού ή προβατίνας και έδινε μικρά τεμάχια για το καλό στα πρόβατα και τα έτρωγαν.
Το ίδιο έκανε και στο στάβλο των ζώων, όπου έσπαζε στη ράχη της αγελάδας την κλούρα. Το μεσημέρι, καθισμένοι όλοι στην ψάθα γύρω από το σοφρά περίμεναν με μεγάλη αγωνία και λαχτάρα την βασιλοκλούρα. Μόλιςτην έβαζε η νοικοκυρά πάνω στην τάβλα, ο σπιτονοικοκύρης την έκοβε σε ίσια κομμάτια. Ένα για το Χριστό και τα υπόλοιπα για τα μέλη της οικογένειας. Ο καθένας έπαιρνε από ένα κομμάτι.
Όποιος πετύχαινε τις τρίχες της αγελάδας θα έφτιαχνε πολλά ζώα, όποιος το κλωναράκι της κορομηλιάς θα είχε πολλά αμπέλια και δένδρα και όποιος κέρδιζε το σπυρί θα ήταν καλός και ευτυχισμένος γεωργός, με άφθονους καρπούς. Αν πετύχαινε το φλουρί, θα ήταν όλο το χρόνο ευτυχισμένος. Στην τάβλα τοποθετούσαν και ένα κουτάλι και πιρούνι γι' αυτόν που ήταν στα ξένα, ή το στρατιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου