Όσο στενά και να παρακολουθείς την πολιτική ζωή της γειτονικής χώρας, όσο καλά και να γνωρίζεις πόσο καταπιεστικό είναι το καθεστώς του Ερντογάν, όσες δραματικές ειδήσεις και να έχεις διαβάσει, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για όλα όσα θα δεις στους «Αόρατους», το πρώτο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ που υπογράφει η Μαριάννα Κακαουνάκη.
Με στόχο να ρίξει φως στην ιστορία των Τούρκων πολιτικών προσφύγων, που με κίνδυνο της ζωής τους ήρθαν στη χώρα μας για ένα καλύτερο αύριο, οι «Αόρατοι» μάς βάζουν στην καθημερινότητα του Αχμέτ, ενός γιατρού πρόσφυγα που προσπαθεί να «χτίσει» μια κοινότητα για τους αυτοεξόριστους Τούρκους στην χώρα μας, και της οικογένειας Καρά -του Εμπουμπεκίρ, της Γκόνζα και του μικρού Αλί Χασάν- που προσπαθούν να επιβιώσουν όσο αντιμετωπίζουν μια τραγική απώλεια.
Γιατί όμως μια οικογένεια και ένας γιατρός αναγκάστηκαν να φύγουν σαν κυνηγημένοι από την πατρίδα τους; Όπως αναφέρει παρακάτω η Μαριάννα Κακαουνάκη, από το 2016 και την απόπειρα πραξικοπηματος κατά του Ερντογάν, οι διώξεις των γκιουλενιστών γίνονται όλο και πιο έντονες. Έτσι, χιλιάδες οικογένειες αναγκάζονται να φύγουν -με παράνομα μέσα- από την Τουρκία, για να γλιτώσουν, έχοντας ως προορισμό την χώρα μας.
Με τις διώξεις να συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, η τουρκική κοινότητα αυτοεξόριστων γίνεται όλο και μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Χιλιάδες Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες ζουν στη χώρα μας, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και να ενσωματωθούν στην ελληνική πραγματικότητα. Εγώ έτυχε να έχω και μία «προσωπική» εμπειρία, μέσα από μία οικογένεια Τούρκων πολιτικών προσφύγων, που έγιναν για λίγους μήνες γείτονες μου, μία οικογένεια που μου θύμισε πολύ την οικογένεια Καρά και με έκανε να σκεφτώ ότι αυτή είναι η πραγματικότητα πολλών χιλιάδων συνανθρώπων μας, που ζουν υπό το φόβο του Ερντογάν, ακόμα και όταν έχουν περάσει τα σύνορα της Τουρκίας.
Ήρθε λοιπόν η ώρα οι Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες να πουν την ιστορία τους, οι «Αόρατοι» να γίνουν ορατοί, και εμείς το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους ακούσουμε.
Την Πέμπτη 1 Ιουλίου, το ντοκιμαντέρ, που ρίχνει «φως» στα όσα περνούν οι Τούρκοι αυτοεξόριστοι, θα προβληθεί για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και εμείς είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τη δημοσιογράφο πίσω από τους «Αόρατους», τη Μαριάννα Κακαουνάκη.
Καταρχήν, νιώθω πάρα πολύ μεγάλη ανυπομονησία και λαχτάρα που θα βρεθώ σε ένα θερινό σινεμά με κόσμο, που θα δει την ταινία μαζί μου, αλλά και πάρα πολύ μεγάλη χαρά που επιτέλους θα μπορώ να μοιραστώ την ιστορία αυτή, την οποία θα μπορεί ο κόσμος να τη δει και διαδικτυακά μετά, σε όλη την Ελλάδα. Γενικά νιώθω πολύ μεγάλη υπερηφάνεια για τη δουλειά όλων μας και για το ότι αυτοί οι άνθρωποι με εμπιστεύτηκαν, για να μοιραστώ την ιστορία τους.
Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθήσαμε ουσιαστικά τις ζωές της οικογένεια Καρά και του Αχμέτ, που είναι πολιτικοί πρόσφυγες, εκδιωγμένοι από το καθεστώς Ερντογάν. Γιατί επέλεξες τα συγκεκριμένα πρόσωπα ως «πρωταγωνιστές» του ντοκιμαντέρ;Έψαχνα να βρω αρχικά δύο οικογένειες που να είναι σε διαφορετικό σημείο της διαδορμής τους. Δηλαδή έψαχνα κάποιον, ο οποίος ήταν ήδη στην Ελλάδα για κάποιο διάστημα και ήθελε να μείνει, και μία οικογένεια που είχε μόλις φτάσει εδώ, ώστε να δείξω και αυτό το κομμάτι της αρχής, δηλαδή το πρώτο διάστημα σε μία ξένη χώρα. Επίσης, μέσα από τον Αχμέτ, ένιωθα ότι θα μπορούσα να πω την ιστορία της ευρύτερης κοινότητας, καθώς είχε κάνει προσπάθειες ενσωμάτωσης με άλλους ομοεθνείς του και έχουν φτιάξει έναν χώρο για την κοινότητά τους. Όσο για την οικογένεια Καρά, αυτό το τραγικό που τους συνέβη -που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά στην ταινία τι είναι αυτό- ήταν ένας από τους λόγους που τους γνώρισα και θεώρησα ότι αυτή ακριβώς η ιστορία δείχνει τον κίνδυνο και το ρίσκο που παίρνει αυτός ο κόσμος.
Ναι, από τη μία βλέπουμε τον Αχμέτ, που προσπαθεί να κάνει μία νέα αρχή. Από την άλλη βλέπουμε τους Καρά που δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα. Παρακολουθούμε ακόμα και την προσπάθεια τους να φύγουν παράνομα. Άρα ήταν σκόπιμο, το ότι έδειξες τις δύο αυτές διαφορετικές όψεις;Βασικά, αυτό προέκυψε στη συνέχεια. Συνειδητοποίησα αυτό το «μένω-φεύγω» των δύο ιστοριών στην πορεία των γυρισμάτων και θεώρησα ότι έχει ενδιαφέρον. Κάτα κάποιον τρόπο αυτό έγινε και η ραχοκοκκαλιά της ταινίας -ο Αχμέτ που θέλει να ενσωματωθεί, και η οικογένεια, που ήταν τόσο δύσκολο αυτό που τους έχει συμβεί, που ήθελαν να φύγουν. Νομίζω αυτές οι δύο ιστορίες αντιπροσωπεύουν αυτό που συμβαίνει με πολλούς. Συνολικά, τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει πάρα πολλοί Τούρκοι από την χώρα τους, πάνω από 80 χιλιάδες έχουν ζητήσει άσυλο από την Ευρώπη και οι περισσότεροι από αυτούς πέρασαν από την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή υπολογίζουμε ότι πρέπει να είναι γύρω στις 4 χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα.
Με λίγα λόγια, τι αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι από το καθεστώς Ερντογάν;Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ξεκίνησαν μαζικοί διωγμοί. Ουσιαστικά όποιος ήταν μέλος αυτής της κοινότητας του Γκιουλέν, αντιμετώπιζε κατηγορίες για τρομοκρατία. Στην πορεία όλοι αυτοί που εργάζονταν -είτε σε σχολεία, είτε στο δημόσιο, στο δικαστικό σώμα, είτε ως αστυνομικοί- άρχισαν να απολύονται. Συγκεκριμένα, η γυναίκα (Γκόνζα) από την οικογένεια Καρά, είχε προφυλακιστεί για κάποιο διάστημα. Οι λογαριασμοί τους πάγωσαν και ήξεραν ότι θα έχουν μπροστά τους μία δική, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε σε φυλάκιση. Οπότε ουσιαστικά, η ζωή τους είχε δυσκολέψει πάρα πολύ. Ήταν μονόδρομος για αυτούς το να πάρουν το ρίσκο και να φύγουν.
Εντωμεταξύ, μιλάμε για εκπαιδευτικούς και γιατρούς, όπως ο Αχμέτ, μορφωμένους ανθρώπους. Το ντοκιμαντέρ «έσπασε» αυτό το στερεότυπο που έχουμε για τους πρόσφυγες και έδειξε ότι έρχονται εδώ για την επιβίωση τους.Η ζωή των Τούρκων προσφύγων ουσιαστικά ξεκινά από την αρχή, προσπαθούν από το μηδέν να χτίσουν ξανά τη ζωή τους
Ακριβώς, έχουν χάσει τα πάντα και πρέπει να ξεκινήσουν από το μηδέν. Το γεγονός ότι δεν φεύγουν από μία εμπόλεμη ζώνη το κάνει πάρα πολύ δύσκολο. Φεύγουν από μία χώρα που υποτίθεται ότι έχει δημοκρατία και όπου η ζωή συνεχίζεται κανονικά για όλους τους υπόλοιπους. Αυτό το κάνει τρομερά σκληρό.
Θυμάμαι, κάποια στιγμή ήμουν στο γραφείο του Αχμέτ και με βοηθούσε στις μεταφράσεις. Είδα ότι είχε βάλει το Google Maps και έβλεπε τον δρόμο του σπιτιού του. Το βρήκα συγκλονιστικό, το ότι είμαστε δηλαδή μία ώρα από εκεί, αλλά δεν μπορεί να πάει σπίτι του -το οποίο ακόμα υπάρχει, η οικογένεια του είναι εκεί. Είναι μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Και αυτό που είπαμε πριν. Δούλευε σε ένα πολύ καλό νοσοκομείο, ήταν γιατρός και ήρθε εδώ, πήρε άσυλο -ήταν τυχερός- και δούλευε σε ένα τηλεφωνικό κέντρο για πάρα πολύ καιρό, για να έχει κάποιο εισόδημα, για να μπορεί να βοηθήσει τη γυναίκα του. Η γυναίκα του, που ήταν καθηγήτρια υπολογιστών, βοηθά και καθαρίζει σπίτια. Η ζωή τους ουσιαστικά ξεκινά από την αρχή, προσπαθούν από το μηδέν να χτίσουν ξανά τη ζωή τους.
Για την ιστορία των Καρά είχατε γράψει πρώτα στην κυριακάτικη «Κ». Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Κέρδισαν την ελευθερία τους, έχασαν τα πάντα». Πες μας, μιας και το βίωσες δίπλα τους, πόσο δύσκολη ήταν αυτή η νέα αρχή, όταν έχεις χάσει τα πάντα;
Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι για πάρα πολύ καιρό ήταν σε διαδικασία επιβίωσης, ήθελαν να επιβιώσουν απλά και να φύγουν. Είχαν αφήσει πίσω όλο το δύσκολο κομμάτι. Το τραύμα και ό,τι τους είχε συμβεί, το είχαν κουκουλώσει και το είχαν αφήσει στην άκρη. Τώρα μετά από δύο χρόνια καλούνται να το διαχειριστούν. Οπότε τώρα ουσιαστικά θα κάνουν τα πρώτα βήματα για να χτίσουν τη ζωή τους, να δουν με τι θα ασχοληθούν, να αρχίσουν να μαθαίνουν τη γλώσσα στην χώρα, στην οποία είναι. Είναι πολύ δύσκολο, είναι μία πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία.
Κάποια στιγμή ένιωσαν ότι με το να ζουν στο σκοτάδι και με το να μη μιλάνε καθόλου για το τι συνέβη, εξυπηρετούσαν την ατζέντα εκείνου που τους είχε εκδιώξει. Οπότε κάποια στιγμή -και ειδικά όταν συνέβη αυτό που συνέβη στην οικογένεια Καρά και ένιωθαν ότι έχουν χάσει τα πάντα- μου είπαν «δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, θα το κάνουμε». Από την άλλη, υπήρχαν και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας -γιατί ο Αχμέτ ουσιαστικά «εκπροσωπεί» όλη την κοινότητα. Βάζοντας με στην «Πηγή» (κοινότητα των Τούρκων προσφύγων), έπρεπε να ζητήσει άδεια και να το συζητήσει με πάρα πολύ κόσμο. Την πρώτη φορά που τους είχα μιλήσει γι’ αυτό, πρέπει να ήταν γύρω στο 2017 και με κοιτούσαν σαν να είμαι τρελή, τους φαινόταν αδιανόητο.
Για παράδειγμα, στο πρώτο ρεπορτάζ που είχα κάνει, που λεγόταν «Αόρατοι Τούρκοι», τον Αχμέτ τον είχα γράψει «Μεχμέτ». Δεν ήθελε καν να φαίνεται το μικρό του όνομα. Και δύο χρόνια μετά φτάσαμε στο σημείο να περνάω την κάθε μέρα μαζί τους με μία κάμερα. Νομίζω και αυτό ότι ήταν μία διαδικασία, καταρχήν εσωτερική δική τους. Πόσο καιρό μπορείς να ζεις σαν φυγάς και ειδικά όταν νιώθεις ότι δεν έχεις κάνει κάτι; Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που λες πρέπει να πω την ιστορία μου. Σίγουρα, το ότι με ήξεραν και με εμπιστεύονται βοήθησε πολύ. Πλέον με είχαν μάθει, είχαν καταλάβει το τι θέλω να κάνω από τα 2-3 ρεπορτάζ που είχα κάνει για την εφημερίδα, οπότε αυτό βοήθησε πολύ.
Καταρχήν οι ίδιοι ήθελαν να είναι αόρατοι, αυτό είχα νιώσει όταν τους πρωτογνώρισα. Δεν ήθελαν καν να πουν την ιστορία τους και να τη γράψω ανώνυμα. Αυτό μου είχε φανεί τότε τρομερό. Συνέβαινε όλο αυτό το πράγμα και εκείνοι δεν ήθελαν ούτε καν να αναφερθώ στο ότι υπάρχουν Τούρκοι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Οι ίδιοι δηλαδή ήθελαν να ειναι αόρατοι. Αόρατους ήθελε και ο Ερντογάν να τους κάνει. Αυτό προσπαθούσε ουσιαστικά. Ήθελε να τους εξαφανίσει κατά κάποιον τρόπο, απολύοντας τους, παγώνοντας τους λογαριασμούς τους, κάνοντας όλα αυτά τα δικαστήρια, στέλνοντας στη φυλακή τόσο κόσμο. Οπότε νομίζω και με τις δύο όψεις ήταν αοράτοι.
Στο φεστιβάλ Κοπεγχάγης, περιέγραψαν τους «Αόρατους» ως «μια πολιτική ταινία με ανθρώπινη καρδιά». Και πράγματι είναι συγκλονιστική η αποκάλυψη του δράματος των Καρά, αλλά και της οικογένειας του Αχμέτ. Γιατί δώσατε τόση έμφαση σε αυτή την ανθρώπινη διάσταση; Γιατί ήταν σημαντικό αυτό το κομμάτι;Νομίζω ότι ήταν πάρα πολύ σημαντικό, ώστε να φανεί το πολιτικό στην πορεία. Επικεντρώνοντας στην ανθρώπινη ιστορία και όχι τόσο στο πολιτικό κομμάτι, νομίζω ότι γίνεται ξεκάθαρο το τι συμβαίνει στην Τουρκία. Δεν αφήνει περιθώριο για debate -μήπως είναι τρομοκράτες, μήπως αυτό που γίνεται δεν είναι τόσο άδικη δίωξη τελικά κλπ. Νομίζω οτι αυτό το ένιωσα και στην Κοπεγχάγη, όπου το είδαν άνθρωποι του χώρου από όλο τον κόσμο. Μου έστελναν μηνύματα από Αυστραλια, Ινδία κλπ. Ένιωσα λοιπόν ότι αυτή είναι μια ιστορία, η οποία από όπου και να την δεις, ακόμα και αν δεν ξέρεις τίποτα για τη χώρα, καταλαβαίνεις ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια δικτατορία, όπου παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα και νόμοι. Νομίζω ότι μόνο όταν επικεντρώνεσαι στο ανθρώπινο και δείχνεις τι έχει συμβεί σε βάθος, μπορείς να φτάσεις σε αυτό το συμπέρασμα.
Ποιος είναι ο στόχος σας με αυτή την ταινία; Τι θέλετε να έχει «κρατήσει» ο θεατής όταν βγει από την κινηματογραφική αίθουσα;Θέλω να καταλάβει ο κόσμος το τι ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Τουρκία.
Καταρχήν, ο στόχος εξαρχής είναι να τους κάνω ορατούς, δηλαδή να μάθει ο κόσμος το τι συμβαίνει αφού και οι ίδιοι το θέλησαν, και να καταλάβει αυτό που λέγαμε και πριν. Είναι άνθρωποι σαν εμένα κι εσένα, οι οποίοι το μόνο που ήθελαν είναι να έχουν μια απλή ζωή με τα παιδιά και τις δουλειές τους. Οι ανάγκες και τα θέλω τους είναι εντελώς καθημερινά. Φυσικά θέλω επίσης να καταλάβει ο κόσμος το τι ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Τουρκία.
Είναι μία ταινία που πρέπει να δουν οι Έλληνες, για να μάθουν τι συμβαίνει τόσο δίπλα μας;Αυτή είναι η ελπίδα, ότι θα μπορέσει να φτάσει σε πολύ κόσμο. Θέλω ο κόσμος να τη δει και να νιώσει ότι μπαίνει στο σπίτι και στη ζωή αυτών των ανθρώπων. Να καταλάβει τι τους έχει συμβεί.
Είναι στα σχέδια σου να σκηνοθετήσεις άλλη μια ταινία;Ναι κάτι έχω ξεκινήσει, αλλά τώρα είναι πολύ νωρίς για να το πω.
Πώς ήταν σαν εμπειρία οι «Αόρατοι»;Ήταν φοβερή εμπειρία. Έχω κάνει τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και περίμενα ότι θα είναι κάτι σχετικά απλό, γιατί ήξερα τι ιστορία θέλω να πω. Αλλά τελικά ήταν πολύ πιο διαφορετικό από οτιδήποτε έχω κάνει -το σενάριο, το μοντάζ, όλα. Ήμουν βέβαια πάρα πολύ τυχερή, γιατί είχα μια καταπλητική ομάδα, με τους οποίους γνωρίζομαι χρόνια. Ήταν δουλειά όλων, όχι μόνο δική μου. Φυσικά είχα και τη στήριξη του iMEdD, που στήριξαν το πρότζεκτ από την πρώτη στιγμή και με βοήθησαν να το ολοκληρώσω. Οπότε ναι, ήταν από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει, αλλά είναι και αυτό για το οποίο είμαι πιο περήφανη.
- Η προβολής της ταινίας «Οι Αόρατοι» στο 23ο ΦΝΘ θα γίνει την Πέμπτη 1 Ιουλίου 21:15 στοΘερινό Σινεμά JOHN CASSAVETES, στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η ταινία θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ https://online.filmfestival.gr/, την επόμενη μέρα από τις 10:00 και έως το τέλος του Φεστιβάλ ή την εξάντληση των 500 θεάσεων.
- «Οι Αόρατοι» θα διαγωνιστούν στο τμήμα Newcomers. Είναι ένα από τα τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ τα οποία διαγωνίζονται για τον «Χρυσό Αλέξανδρο Newcomers Δημήτρης Εϊπίδης» και για το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής.
- Οι «Αόρατοι» υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του incubator του δημοσιογραφικού οργανισμού iMEdD (incubator for media education and development).
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο & Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κακαουνάκη
Διευθυντής Φωτογραφίας: Απόστολος Νικολαΐδης
Κάμερα: Απόστολος Νικολαΐδης, Μαριάννα Κακαουνάκη
Μοντάζ: Μυρτώ Λεκατσά
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Μιξάζ: Κώστας Βαρυπομπιώτης
Ηχολήπτης: Κώστας Κουτελιδάκης
Μοντάζ Σχεδιασμός-Ήχου Σχεδιασμός Ήχου: Βάλια Τσέρου
Χρωματική επεξεργασία: Άγγελος Μάντζιος
DCP Mastering: Metapost
Παραγωγή: Μαριάννα Κακαουνάκη
Με την υποστήριξη του ImedD
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου