Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ στην Θεσσ/νίκη: Παρατήρησε την φωτογραφία


Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών

 Αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους του Ναζιστικού Κόμματος. Έλαβε χώρα το Σαββατοκύριακο της 30ης Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 1934 σ’ ένα τουριστικό θέρετρο στα περίχωρα του Μονάχου.

Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Ρούντολφ Ες

Αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους του Ναζιστικού Κόμματος. Έλαβε χώρα το Σαββατοκύριακο της 30ης Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 1934 σ' ένα τουριστικό θέρετρο στα περίχωρα του Μονάχου. Πρωταγωνιστές, από τη μία πλευρά ο Αδόλφος Χίτλερ και οι άμεσοι συνεργάτες του Γκέρινγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ και από την άλλη τα ηγετικά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA (Sturmabteilung), που είχε επικεφαλής τον φίλο και συναγωνιστή του Χίτλερ, Ερνστ Ρεμ. Η έκφραση «Η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπως έμεινε στην ιστορία το περιστατικό, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από τους θρύλους του Βασιλιά Αρθούρου.

Η SA ήταν μια μαζική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Ναζιστικού), που βοήθησε τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με τις τρομοκρατικές μεθόδους, που εφάρμοσε. Το καλοκαίρι του 1933 οι επικρίσεις στις τάξεις της είχαν κορυφωθεί για την πορεία που ακολουθούσε το κόμμα. Πολλά από τα μέλη των «Φαιοχιτώνων», όπως είναι γνωστή στη χώρα μας η SA, είχαν πάρει πολύ σοβαρά το δεύτερο συνθετικό του τίτλου και κατηγορούσαν τον Χίτλερ ότι απεμπόλησε τις αρχές του Σοσιαλισμού από το πρόγραμμα του κόμματος.

Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με το μεγάλο κραχ του 1929 στη Γουόλ Στριτ και την επακολουθήσασα οικονομική κρίση στη Γερμανία, που προκάλεσε εκτεταμένη ανεργία. Για τους άνεργους γερμανούς το όνειρο για μια καλύτερη ζωή περνούσε μέσα από τις τάξεις των Φαιοχιτώνων. Το 85% των μελών τους ανήκε στην εργατική τάξη. Έτσι, ανέπτυξαν μια σοσιαλιστική συνείδηση, η οποία γρήγορα τους αποξένωσε από τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του Ναζιστικού Κόμματος, που προέτασσε το εθνικιστικό στοιχείο. Επιπλέον, ζητούσαν η SA να γίνει ο πυρήνας του νέου γερμανικού στρατού.

Ο Χίτλερ, παρόλο που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας από τη θέση του καγκελάριου, πάντα είχε στο μυαλό του την περίπτωση ανατροπής του. Η πανίσχυρη SA με αρχηγό τον φίλο και συνοδοιπόρο του Ερνστ Ρεμ ήταν μια απειλή, όχι μόνο για τον Χίτλερ, αλλά για το στρατό και τους επιχειρηματίες που δεν καλόβλεπαν τις εξισωτικές τους θεωρίες. Όλοι τον πίεζαν να λάβει μέτρα. Η δύναμη του Ρεμ προκαλούσε το φθόνο και των εσωκομματικών του αντιπάλων Γκέριγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ. Οι τέσσερις αυτοί επιφανείς ναζιστές, με κατασκευασμένα στοιχεία, έπεισαν τον Χίτλερ ότι ο Ρεμ ετοίμαζε πραξικόπημα για την ανατροπή του.

Ο Χίτλερ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση. Κάλεσε σε μια επείγουσα σύσκεψη τα ηγετικά στελέχη των Φαιοχιτώνων στο ξενοδοχείο «Χανσελμπάουερ» στο θέρετρο Μπαντ Βίσε, κοντά στο Μόναχο. Απώτερος στόχος του ήταν να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Ο Χίτλερ εισέβαλε ο ίδιος στο δωμάτιο του Ρεμ και τον συνέλαβε επ' αυτοφώρω στο κρεβάτι με δύο νεαρούς. Ο Ρεμ ήταν γνωστός για τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, η οποία προκαλούσε πονοκεφάλους στα ηγετικά κλιμάκια του Ναζιστικού Κόμματος. Μόλις αντίκρισε το θέαμα, ο Χίτλερ φέρεται να του είπε: «Να, ποιοι θέλουν να κυβερνήσουν την Γερμανία!» και αμέσως έδωσε εντολή να τον συλλάβουν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο ίδιος ο Χίτλερ τον σκότωσε. Τις επόμενες ώρες, πολλά στελέχη των Φαιοχιτώνων συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Στις 13 Ιουλίου 1934 ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο γερμανικό λαό ότι 61 άτομα εκτελέστηκαν για την εναντίον του συνωμοσία, 13 σκοτώθηκαν, ενώ προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη και 3 αυτοκτόνησαν. Σύνολο 77. Ορισμένοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό των εκτελεσθέντων σε 400. Ο Χίτλερ, με αρκετή δόση αλαζονείας, δικαιολόγησε την πράξη του: «Αν κάποιος με ρωτήσει γιατί δεν έστειλα τους συνωμότες στη δικαιοσύνη, ένα έχω να τους πω: Είμαι υπεύθυνος για τη μοίρα του γερμανικού λαού και γι' αυτό έγινα ο υπέρτατος κριτής»

Με τις αιματηρές εκκαθαρίσεις τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το ναζιστικό κόμμα επέβαλε τον απόλυτο έλεγχό του στο κράτος, ο Χίτλερ έγινε ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος του κόμματος και κέρδισε την εμπιστοσύνη του στρατού. Τα SS ανεξαρτητοποιήθηκαν από την SA, που υποβαθμίστηκε στη ναζιστική κρατική και κομματική δομή. Κράτος και Κόμμα στη Γερμανία ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να χρησιμοποιήσουν την ωμή και κτηνώδη βία τους, προκειμένου να εκπληρώσουν τους πολιτικούς τους στόχους.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/159

Στρατής Μυριβήλης: Ένας μεγάλος τεχνίτης του λόγου

 Από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας, που ανήκει στη γενιά του ’30. Μείζον έργο του το αντιπολεμικό μυθιστόρημα «Η Ζωή εν Τάφω».

Στρατής Μυριβήλης (1892 – 1969)

Από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας, ο Στρατής Μυριβήλης ανήκει στη γενιά του ’30, αν και μεγαλύτερης ηλικίας. Γεννήθηκε ως Ευστράτιος Σταματόπουλος στις 30 Ιουνίου 1892 στην τουρκοκρατούμενη Συκαμιά της Λέσβου. Μέτριος μαθητής, στο δημοτικό αποφοιτά το 1909 από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Από τα μαθητικά του χρόνια έρχεται σε επαφή με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού, που διαμορφώνουν τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Κείμενά του δημοσιεύονται ήδη σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.


«Κόκκινες Ιστορίες»: Η πρώτη συλλογη διηγημάτων

Το 1912 τον βρίσκουμε να φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, εργαζόμενος συγχρόνως ως δημοσιογράφος. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς διακόπτει τις σπουδές του και κατατάσσεται ως εθελοντής στο στρατό. Λαμβάνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913 και επιστρέφει στην Αθήνα. Η Λέσβος είναι ήδη απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό και ο Μυριβήλης αποφασίζει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 1915 κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες Ιστορίες».

Το 1917, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατεύεται εκ νέου και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις στη Μακεδονία. Εκεί αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του «Η Ζωή εν Τάφω». Το 1920 παντρεύεται την προσφυγοπούλα Ελένη Δημητρίου και αποκτούν τρία παιδιά. Λαμβάνει μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μετά την καταστροφή επιστρέφει δια μέσου Θράκης στη Μυτιλήνη. Θα παραμείνει στο νησί ως το 1932, οπότε επιστρέφει στην Αθήνα. Κύρια επαγγελματική του απασχόληση όλο αυτό το διάστημα παραμένει η δημοσιογραφία.


«Η Ζωή εν τάφω»

Το 1924 δημοσιεύει σε πρώτη έκδοση το «Η Ζωή εν τάφω», το οποίο θα γίνει γνωστό και θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία στη δεύτερη έκδοσή του το 1930, όταν θα λάβει την οριστική μορφή του. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τη μορφή ημερολογίου, επικό, ρεαλιστικό, αλλά και λυρικό. Κεντρικό πρόσωπο, ο φοιτητής - λοχίας Αντώνης Κωστούλας, που καταγράφει στο ημερολόγιό του, όχι την ηρωική, αλλά τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου.

Ακολούθησε ένα ακόμη σπουδαίο μυθιστόρημά του, «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο το 1978. Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.


Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Το 1938 ο Μυριβήλης διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ενώ από το 1946 έως το 1950 είναι διευθυντής προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1958 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Εξακολουθεί με εντατικούς ρυθμούς τη λογοτεχνική του παραγωγή με μια σειρά από διηγήματα, τα οποία συγκέντρωνε σε βιβλία, χαρακτηρίζοντάς τα κάθε φορά και με διαφορετικό χρώμα: «Το πράσινο βιβλίο» (1935), «Το γαλάζιο βιβλίο» (1939), «Το κόκκινο βιβλίο» (1952) και «Το βυσσινί βιβλίο» (1959).

Ένα από τα διηγήματα του «Γαλάζιου Βιβλίου» το επεξεργάστηκε περισσότερο για να προκύψει η θαυμάσια νουβέλα «Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943). Είναι η ιστορία ενός λαϊκού ανθρώπου, γεμάτου ομορφιά και ζωική ορμή, που περιφρονεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Ξεπερνά, όμως, το όριο και φθάνει στην «ύβρη» και μαζί στην καταστροφή. Με αρκετή καθυστέρηση, ο Μυριβήλης μας δίνει ένα ακόμη μυθιστόρημα το 1949, την «Παναγιά τη Γοργόνα», την ιστορία μερικών προσφύγων που εγκαθίστανται σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Μυτιλήνης.

Ο Στρατής Μυριβήλης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1949 και προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ. Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του. Η αντιπολεμική θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου, κατατάσσουν τον Μυριβήλη ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς μας. Πέθανε στις 19 Ιουλίου 1969, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, σε ηλικία 78 ετών. Τα βιβλία του Στρατή Μυριβήλη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».



Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/183

Η Σφαγή του Δοξάτου

 Στις 30 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι σφάζουν, λεηλατούν και πυρπολούν το Δοξάτο της Δράμας, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.

Ορφανά στα χαλάσματα του Δοξάτου

Μετά την απελευθέρωση των Σερρών, το 21ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας διατάσσεται να κατευθυνθεί προς τη Δράμα και να συνεχίσει την καταδίωξη των Βουλγάρων, που κατείχαν την περιοχή από τον Οκτώβριο του 1912. Το πρωί της 30ης Ιουνίου, μία ίλη ιππικού της 10ης Μεραρχίας του βουλγαρικού στρατού, με επικεφαλής τους ταγματάρχες Μπίρνεφ και Σιμεόνοφ, συνεπικουρούμενη από ένα τάγμα πεζικού και ομάδες κομιτατζήδων, κυκλώνει το Δοξάτο (9 χιλιόμετρα νοτιανατολικά της Δράμας. Σκοπός τους να σφάξουν και να λεηλατήσουν το πλούσιο χωριό της Δράμας, που κατοικείται από Έλληνες χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ως δικαιολογία προβάλλουν το επιχείρημα ότι είχαν παρενοχληθεί από ομάδες Ελλήνων προσκόπων (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα).

Αμέσως, οι επιδρομείς άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όσους Δοξατινούς και Δοξατινές είχαν απομείνει στο χωριό, με πρωτοστατούντες τους κομιταζήδες. Στη συνέχεια περιέλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια του Δοξάτου και το παρέδωσαν στις φλόγες. Με τους Βουλγάρους συνενώθηκαν και αρκετοί μουσουλμάνοι του Δοξάτου, τους οποίους οι επιδρομείς έπεισαν ότι η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν συμμαχήσει κατά της Ελλάδας.

Οι απελευθερωτές στο κατεστραμμένο Δοξάτο







Ο τραγικός απολογισμός των βουλγαρικών ωμοτήτων στο Δοξάτο ήταν 650 νεκροί (περίπου το ένα τρίτο των κατοίκων), ενώ 240 σπίτια και 80 καταστήματα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αφού ολοκλήρωσαν το απάνθρωπο έργο τους, οι επιδρομείς με τη λεία τους κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια. Την επομένη, 1η Ιουλίου 1913, το 21ο Σύνταγμα του ελληνικού στρατού κατέλαβε αμαχητί τη Δράμα και το Δοξάτο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.

Η σφαγή και η πυρπόληση του Δοξάτου απασχόλησε τον διεθνή Τύπο, που περιέγραψε με μελανά χρώματα την εν γένει συμπεριφορά των Βουλγάρων.

Ο Άγγλος πλοίαρχος Κάρνταλ έγραψε στη Daily Telegraph:

Κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών…

Ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφοντ Πράις, παραθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες από θύματα και αυτόπτες μάρτυρες της σφαγής:

Δεν ήτο δύσκολον να συναγάγη τις την αλήθειαν περί του τι συνέβη εν Δοξάτω. Διεσώθησαν πολλά βασανισθέντα θύματα όπως αφηγηθούν τα συμβάντα, εν οις και εις νεανίας (ο οποίος παρ’ όλους τους δέκα λογχισμούς, τους οποίους έλαβεν, έζη ακόμη, καθώς και πολλά μικρά παιδία εις το νοσοκομείον φέροντα τραύματα επί της κεφαλής, κατενεχθέντα διά της σπάθης των Βουλγάρων ιππέων, καθ’ ήν στιγμήν κατεδίωκαν τα νήπια θύματά των δια των αγρών […] Οι πρώτοι παραστάντες επί τόπου Ευρωπαίοι συμφωνούν ότι ο ολικός αριθμός των σφαγέντων δεν ήτο ολιγώτερος των 400 (πολλοί τους υπολογίζουν εις 600). Μερικά των πτωμάτων είχον ήδη ταφή, άλλα είχαν καή, αλλά τα υπόλοιπα απέμενον εκτεθειμένα, μερικά δε μόλις εκαλύπτοντο δι’ ελαφρού τινός στρώματος άμμου. Οι επισκέπται είδον σκύλους καταβροχθίζοντας ανθρωπίνους σάρκας, αυλάς οικιών αχνιζούσας εκ του αίματος των θανατωθέντων ατυχών, λίθους επί των οποίων διετηρούντο ακόμη υπολείμματα τριχωμάτων των κεφαλών των θυμάτων, αίτινες είχον καταθραυσθή δια κτυπημάτων, δωμάτια, οι τάπητες των οποίων, αι ψάθαι και τα προσκεφάλαια ήσαν καλυμένα με το αίμα των σφαγέντων, τοίχους δεικνύοντας τους τύπους των όλων, δια των οποίων μια γυνή και εν παιδί είχον σταυρωθή.

Η ιταλική εφημερίδα Il Secolo XIX περιγράφει την επιδρομή των Βουλγάρων:

Οι κάτοικοι έντρομοι συλλέξαντες ό,τι πολύτιμον είχον ήρχισαν να φεύγωσιν προς Καβάλαν και άλλοι δια της κοίτης του ξεροχείμαρρου προς τα όρη. Εκατοντάδες τινές εκλείσθησαν εντός των οικιών. Αίφνης ενεφανίσθη βουλγαρικό ιππικό και ήρχισε λυσσώδη καταδίωξη των φευγόντων. 400 Βούλγαροι στρατιώτες εισήρχοντο με «εφ’ όπλου λόγχη», ακολουθούμενοι υπό δύο αμαξών, φορτωμένων με πετρέλαιον. Το ιππικό εξ 120 ανδρών υπό των Μπίρνεφ και Συμεώνωφ κατεδίωκαν τους φεύγοντας , άνδρας, γυναίκες και παιδιά ρίπτοντες αυτούς καταγής διά σπαθισμών.

Τις βουλγαρικές ωμότητες εκθέτει και ο απεσταλμένος της ρωσικής εφημερίδας Ρούσκιε Ούτρο, Βλαντιμίρ Τορνόφ:

Αι ανθρωποθυσίαι αι διαπραχθείσαι υπό των Βουγκάρων υπήρξαν φρικαλέαι. Εκατοντάδες αθώων πολιτών κατεσφάγησαν, αι δε διαρπαγαί υπήρξαν κολοσσιαίαι. Είδομεν κατά γής εν μέσω ερειπίων χρηματοκιβώτια βιαίως διερρηγμένα, ραπτομηχανάς κατεστραμμένας […] Γυναίκες εθρήνων πικρώς και συνέστρεφον τας χείρας εξ απογνώσεως. Είδον ιδίοις οφθαλμοίς παιδία πληγέντα δια λογχισμών. Εις πλείστα μέρη συνηντήσαμεν σωρούς πτωμάτων εκτεθειμένων εις τον καύσωνα του ηλίου και άλλα πτώματα κατά το ήμισυ ξεθαμμένα και των οποίων οι πόδες, η κεφαλή και αι χείρες προέβαλον φρικαλέας εκ της γης…



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/640

Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων


Τιμῶ θεόπτας δώδεκα Χριστοῦ φίλους,
Ἥρωας ἄνδρας καὶ θεοὺς τολμῶ λέγειν.
Δώδεκα εὐκλεέας τριακοστῇ ἀγείρει μύστας.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                                  Πηγή

Αγίων Πάντων


Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους,
Εἴτις δὲ μέλλων, εἰς τοὺς πάντας εἰσίτω.



Λειτουργικά κείμενα



                        
                             Πηγή

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Η Απελευθέρωση των Σερρών

 Η πόλη των Σερρών υπήρξε από τις πρώτες περιοχές της Ελλάδας που καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και μία από τις τελευταίες που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό...

“Η μεγάλη μάχη των Σερρών”, λιθογραφία του Σ. Χρηστίδη.

Η πόλη των Σερρών και οι γύρω περιοχές βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό ήδη από το 1383, εβδομήντα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξε από τις πρώτες περιοχές της Ελλάδας που καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και μία από τις τελευταίες που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό, στις 29 Ιουνίου 1913.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Σέρρες αναδείχθηκαν σε σπουδαίο εμπορικό και πνευματικό κέντρο με διεθνή ακτινοβολία. Η ονομασία «Αθήνα της Ανατολικής Μακεδονίας», που της είχε αποδοθεί, δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα.

Οι κάτοικοι των Σερρών, στην πλειονότητά τους ελληνικής καταγωγής, ποτέ δεν έπαψαν να αγωνίζονται. Πρώτα να επιβιώσουν, περισώζοντας από τον αφανισμό τη γλώσσα και τη θρησκεία τους και στη συνέχεια να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Μεγάλη ήταν η συμβολή τους στην Εθνική Παλιγγενεσία, με την εμβληματική φιγούρα του Εμμανουήλ Παππά και στον Μακεδονικό Αγώνα.

Γενικά, η ζωή των Σερραίων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν γεμάτη αίμα, δάκρυα και ανασφάλεια.

Οι Σέρρες στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο

Την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων, που σήμαναν την ενσωμάτωση των Σερρών στο ελληνικό κράτος, η πόλη αριθμούσε 42.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 22.000 ήταν ορθόδοξοι Έλληνες, οι 18.000 μουσουλμάνοι και οι 2.000 Εβραίοι. Στις 4 Οκτωβρίου του 1912 ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, με αντιπάλους από τη μία πλευρά την Ελλάδα, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία και από άλλη τη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο ελληνικός στρατός πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θεσσαλία, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Τον ίδιο στόχο είχαν και οι Βούλγαροι. Ήταν προφανές ότι όποιος έφτανε πρώτος θα έκανε δική του τη «Νύμφη του Θερμαϊκού».

Στις 24 Οκτωβρίου του 1912 οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις Σέρρες, υπό την πίεση των Συμμάχων και την επομένη, 25 Οκτωβρίου, εισήλθε στην πόλη από τους δρόμους του Νευροκοπίου και της Ζίχνης η 2η Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη Θεοδωρώφ. Οι Έλληνες κάτοικοι των Σερρών με τον μητροπολίτη Απόστολο βγήκαν στον Αϊ Γιώργη και τους υποδέχτηκαν ως απελευθερωτές, με τραγούδια και κωδωνοκρουσίες.

Ο Θεοδωρώφ δεν έμεινε καθόλου στην πόλη. Κάτω από άθλιες καιρικές συνθήκες βάδισε με τον στρατό του κατά της Θεσσαλονίκης, αλλά έφτασε λίγες ώρες μετά την κατάληψή της από τις ελληνικές δυνάμεις. Του επετράπη να παραμείνει στην πόλη και σε ανταπόδοση οι βουλγαρικές αρχές επέτρεψαν σε μία ελληνική επιλαρχία να μπει και να στρατοπεδεύσει στις Σέρρες.

Έτσι, στις 31 Οκτωβρίου 1913 εισήλθε στην πόλη το Γ' Σύνταγμα Ιππικού, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Πιερράκο Μαυρομιχάλη. Ο Σερραίος ιστορικός Πέτρος Πέννας, που ήταν παρών στην υποδοχή, έγραψε ότι «η φρενίτις του ενθουσιασμού και του εθνικού παραληρήματος των Σερραίων ήταν άνευ προηγουμένου».

Ενθουσιώδη υποδοχή επιφύλαξαν οι Σερραίοι και στον διάδοχο του βουλγαρικού θρόνου Βόρι, που επισκέφτηκε τις Σέρρες στις 12 Νοεμβρίου, μαζί με τον αδελφό του Κύριλλο. Στις 25 Μαρτίου του 1913 οι Σερραίοι γιόρτασαν για πρώτη φορά την επέτειο της εθνικής εορτής. Ο μητροπολίτης Απόστολος τέλεσε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό, παρουσία πλήθους κόσμου, που πάλλονταν από πατριωτικό ενθουσιασμό.

Όμως, οι πρώτες διενέξεις μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Μακεδονίας, είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, προτού ακόμα πέσει η τελευταία πιστολιά του πολέμου. Άτακτες ομάδες κομιτατζήδων και ανδρών του τακτικού βουλγαρικού στρατού προέβαιναν σε κάθε λογής εγκλήματα εναντίον του ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού. Οι φόνοι, οι αρπαγές, οι διώξεις δασκάλων και παπάδων και το κλείσιμο σχολείων ήταν στην ημερησία διάταξη.

Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν διακαώς να ενσωματώσουν τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας στο κράτος τους και προχωρούσαν στον εκβουλγαρισμό τους. Αντικειμενικοί τους στόχοι, η έξοδος στο Αιγαίο και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Οι Σέρρες στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο

Η πόλη των Σερρών, μετά την πυρπόλησή της το 1913.
Στις 16 Ιουνίου 1913 ξέσπασε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος, με τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας και της Σερβίας, οι οποίες είχαν συνάψει συνθήκη συμμαχίας από τις 19 Μαΐου κατά της πρώην συμμάχου τους Βουλγαρίας. Στο ελληνοβουλγαρικό μέτωπο, ο Βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της Νιγρίτας και του Παγγαίου, τις οποίες κατέλαβε. Το Γ' Σύνταγμα Ιππικού, που στρατωνιζόταν στις Σέρρες, εγκατέλειψε την περιοχή έγκαιρα για να μην αιχμαλωτιστεί.

Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση, σχεδόν ακαριαία. Αφού εκκαθάρισε πρώτα τη Θεσσαλονίκη από τους εναπομείναντες Βουλγάρους στρατιώτες, στη συνέχεια στράφηκε κατά του βουλγαρικού στρατού σε δύο μέτωπα. Στις 20 Ιουνίου, η 7η Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη Ναπολέοντα Σωτήλη απελευθέρωσε τη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού. Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα.

Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού είχε κινηθεί βόρεια και με ταχύτατη εφόρμηση επέπεσε επί των οχυρωμένων θέσεων του εχθρού στην περιοχή Κιλκίς - Λαχανά και τις κατέλαβε μετά από τριήμερη σκληρή μάχη, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς στο ελληνικό στρατόπεδο. Στις 21 Ιουνίου 1913 η αμυντική γραμμή των Βουλγάρων είχε διαρραγεί και η κατάληψη των Σερρών φαινόταν εύκολη υπόθεση για τον ελληνικό στρατό. Αυτό το κατάλαβαν πολύ καλά οι Βούλγαροι, οι οποίοι από την επομένη, 22 Ιουνίου, άρχισαν να αποχωρούν από τις Σέρρες.

Ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του. Μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (22 και 23 Ιουνίου) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμόνα. Οι Βούλγαροι αντέταξαν μία τελευταία άμυνα κοντά στο Σιδηρόκαστρο, το οποίο την εποχή εκείνη ονομαζόταν Ντεμίρ Χισάρ. Στη διήμερη μάχη που ακολούθησε (26 και 27 Ιουνίου) οι Βούλγαροι ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας και υποχώρησαν προς βορρά. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν κι εδώ σε σφαγές κατοίκων της πόλης.

Εν τω μεταξύ, από τις 20 Ιουνίου οι βουλγαρικές αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν ως ομήρους επιφανείς πολίτες των Σερρών. Ανάμεσά τους, ο γυμνασιάρχης Λεωνίδας Παπαπαύλου, ο γιατρός Αναστάσιος Χρυσάφης, ο φαρμακοποιός Νέστωρ Φωκάς, ο αρτοποιός Γεώργιος Βλάχος και ο τραπεζίτης Κωνσταντίνος Σταμμούλης, οι οποίοι αργότερα βρέθηκαν κατακρεουργημένοι. Ο μητροπολίτης Σερρών Απόστολος τέθηκε κατ’ οίκον σε περιορισμό, ενώ του διεμηνύθη από τους βουλγαρικές αρχές να παραγγείλει στους Σερραίους να μην προβούν σε εχθρικές ενέργειες, γιατί διαφορετικά θα πυρπολούσαν την πόλη.

Στις 22 Ιουνίου οι βουλγαρικές αρχές των Σερρών άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη, με προορισμό τη Βουλγαρία. Η κυκλοφορία των πολιτών απαγορεύτηκε. Οι Σέρρες παρουσίαζαν όψη νεκρής πόλης. «Εβδομάς Παθών των Σερραίων Ελλήνων» έγραψε στα απομνημονεύματά του ο μητροπολίτης Απόστολος.

Στις 24 Ιουνίου συγκροτήθηκε ένοπλη πολιτοφυλακή από χίλιους χριστιανούς και οθωμανούς, για την προστασία των κατοίκων των Σερρών. Επικεφαλής τέθηκε με υπόδειξη του μητροπολίτη Απόστολου ο Τούρκος συνταγματάρχης Αγκιά Μπέης, που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου και καταγόταν από τις Σέρρες. Από την επομένη, η πολιτοφυλακή ανέλαβε δράση και κατόρθωσε να απωθήσει μετά από αψιμαχίες βουλγαρικά αποσπάσματα που προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη.

Όμως, το βράδυ της 27ης Ιουνίου δύναμη του βουλγαρικού στρατού κατέλαβε από τους πολιτοφύλακες τα γύρω υψώματα των Σερρών και την Ακρόπολη, όπου έστησε τα κανόνια της. Από τις 10 το πρωί της επομένης (28ης Ιουνίου), άρχισε ο βομβαρδισμός των Σερρών. Έντρομοι οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη και με φάλαγγες να τραβούν για το Στρυμόνα, όπου οι ελληνικές δυνάμεις προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το ποτάμι. Οι ανεκπαίδευτοι πολιτοφύλακες ήταν εύκολη λεία για τους άντρες του βουλγαρικού ιππικού, που μπήκαν στην πόλη και σκόρπισαν τον όλεθρο.

Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες της 28ης Ιουνίου, Βούλγαροι στρατιώτες απήγαγαν 150 άτομα που ήταν οχυρωμένα στο προξενείο της Αυστροουγγαρίας, μαζί με τον υποπρόξενο. Τους οδήγησαν στο βουνό και τους απελευθέρωσαν μόνο όταν πήραν λύτρα. Λύτρα εισέπραξαν και από τον πρόξενο της Ιταλίας για να μην ανατινάξουν το κτίριο του προξενείου, στο οποίο είχαν καταφύγει περίπου 600 άτομα, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα.

Γύρω στις 2 μετά τα μεσημέρι ο διευθυντής της τοπικής βουλγαρικής Αστυνομίας Καραγκιόζοφ έδωσε εντολή να πυρποληθεί το κέντρο της πόλης. Η καταστροφή  των Σερρών ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Η εικόνα της πόλης, εφιαλτική. Από τα 6.000 σπίτια των Σερρών τα 4.000 κάηκαν, καθώς και 1000 καταστήματα. Άτομα ανήμπορα, γέροι, άρρωστοι, έγκυες, νήπια, κείτονταν απανθρακωμένα μέσα στα ερείπια των σπιτιών τους. Τα θύματα της φωτιάς υπολογίζονται σε 100.

Ιδού πως περιγράφει την καταστροφή ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρομπέρτο Λάργκο στην ανταπόκρισή του, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουλίου 1913 στη μεγάλη ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντέλα Σέρα

Οι στρατιώται και αξιωματικοί επεδόθησαν εις πράξεις ανηκούστου βαρβαρότητας. Εισήρχοντο βιαίως εις τας οικίας και διέτρεχον απειλητικοί τας οδούς. Τους μεν εβασάνιζαν, τους δε γέροντας και ασθενείς έδερον και μετέδιδον το πυρ εις όλα τα καταστήματα και εις τα μέγαρα. Επετέθησαν και κατά του ελληνικού νοσοκομείου και έρριξαν εκτός αυτού τους ασθενείς εις τινα κήπον. Έπειτα επυρπόλησαν το φιλανθρωπικόν τούτο καθίδρυμα. Οι βούλγαροι διέτρεχον τας οδούς φέροντες μεθ’ εαυτών δοχεία βενζίνης και πετρελαίου, βρέχοντες δε τας οδούς και ραντίζοντες τας οικίας έθετον ακολούθως πύρ. Αυτός ο αρχηγός της Χωροφυλακής εθεάθη περιφερόμενος ανά την πόλιν και μεταδίδων το πυρ. Αι Σέρραι ήταν πλουσία πόλις, έχουσα 30.000 κατοίκους. Τώρα είναι σωρός ερειπίων.

Από τις κατεστραμμένες Σέρρες, ο κύπριος δημοσιογράφος Χρήστος Παντελίδης θα γράψει στην εφημερίδα της Λεμεσού Σάλπιγγα, τον Αύγουστο του 1913:

Θα ανεγνώσατε πολλάς περιγραφάς των καταστροφών εις αθηναϊκάς εφημερίδας. Σας βεβαιώ, ότι δεν αποδίδουν ουδέ κατά προσέγγισιν το μέγεθος της συμφοράς. Είναι όλοι κατώτεραι της πραγματικότητας. Δεν θα αναλάβω να σας το περιγράψω εγώ διότι ωρισμένως θα υστερήσω πολύ περισσότερον. Φαντασθήτε μόνον μίαν πλουσίαν πόλιν με μεγαλοπρεπείς οικοδομάς, με πλούσια καταστήματα μεταβαλλόμενην αίφνης εις έναν άμορφον σωρόν ερειπίων. Εκ των 24 εκκλησιών μόνον 3 διασώθηκαν. Όλη η ελληνική συνοικία είναι κατεστραμμένη. Μόνο μέρος της τουρκικής σώζεται, όπου κατέφυγαν και οι λοιποί.

Αυτό το φρικτό θέαμα αντίκρισαν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες της 7ης Μεραρχίας, όταν γύρω στις 6 μ.μ. της 28ης Ιουνίου έφθασαν στις παρυφές της πόλης και κατόπιν μπήκαν στην κατεστραμμένη πόλη. Το πυροβολικό από τον Λευκώνα άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των Βουλγάρων στα υψώματα της Καμενίκιας και τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν τις Σέρρες.

Το ίδιο βράδυ, ο διοικητής της 7ης Μεραρχίας συνταγματάρχης Ναπολέων Σωτήλης έστειλε στο στρατηγείο το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Πόλις Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει Τουρκικής και Εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πληθύς γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απανθρακωμένα εντός οικιών. Πόλις στερείται άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληφθώσι μέτρα συντόνως προς το διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20.000». Ωστόσο γρήγορα διαπιστώθηκε ότι είχαν πυρποληθεί και η τουρκική και η εβραϊκή.

Την άλλη μέρα το πρωί, 29 Ιουνίου του 1913, ο συνταγματάρχης Σωτήλης κατέλαβε επίσημα την πόλη των Σερρών και στην προκήρυξη που εξέδωσε ανέφερε:

Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου, απελευθερώ τας Σέρρας από του ζυγού των βαρβάρων και ειδεχθών επιδρομέων, καταλαμβάνω την πόλιν, προσκαλώ δε πάντας του κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος να επανέλθωσιν εις τας ειρηνικάς αυτών ασχολίας, βέβαιοι όντες ότι υπό το σκήπτρον της Αυτού Μεγαλειότητος του βασιλέως μας, και υπό την προστασίαν του ανδρείου αυτού στρατού θέλουσιν απολαμβάνει και απολύτου ισονομίας και εξασφαλίσεως τιμής και περιουσίας.

Ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας
Ζήτω ο λαός των Σερρών

Οι Σερραίοι, με αισθήματα χαρμολύπης, υποδέχθηκαν τον απελευθερωτή τους με κωδωνοκρουσίες στον Άγιο Γεώργιο Κρυονερίτη. Ο μητροπολίτης Απόστολος στην προσφώνησή του τόνισε χαρακτηριστικά: «Σήμερα καταργείται για πάντα η δουλεία και τελείται το εθνικό Πάσχα των Σερραίων». Στη συνέχεια ψάλθηκε δοξολογία και ακολούθησε η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών στο Διοικητήριο. Πρώτος φρούραρχος της πόλης ανέλαβε ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο καπετάν Ακρίτας του Μακεδονικού Αγώνα.

Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός τύπος θα δώσει μεγάλη έμφαση στην τραγική κατάσταση που είχε ανακύψει στην πόλη των Σερρών. Ο κύπριος δημοσιογράφος Χρήστος Παντελίδης θα γράψει στην εφημερίδα Σάλπιγγα της Λεμεσού:

Την διατροφήν των αστέγων ανέλαβε η ελληνική κυβέρνησις, συγκινητικώτατον δε ήτο το θέαμα χιλιάδων Ελλήνων και Τούρκων παρουσιαζομένων προ της Πλατείας Διοικητηρίου και εναγωνίως περιμενόντων τον άρτον της μητρικής κυβερνήσεως.

Στο διπλωματικό πεδίο, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου θα απευθύνει έντονη διαμαρτυρία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής για τις βουλγαρικές ωμότητες, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θα απειλήσει με αντίποινα τους Βούλγαρους. Στις αρχές Ιουλίου του 1913 τις καθημαγμένες Σέρρες θα επισκεφτούν οι γενικοί πρόξενοι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι θα επιβεβαιώσουν το μέγεθος της καταστροφής.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/639

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ