του Θάνου Καμήλαλη

Για την κυβέρνηση σήμερα είναι μία πολύ καλή μέρα. Ουσιαστικά, κάθε μέρα είναι καλή, είτε φέρνει πυρκαγιές, είτε πανδημία, είτε την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ. Κάθε κρίση είναι μία νέα ευκαιρία, κάθε καταστροφή ακολουθείται από το «Δόγμα του Σοκ», με μία ακραία επίθεση στα κοινωνικά κεκτημένα της φοβισμένης και ζαλισμένης από τα γεγονότα πλειοψηφίας. Η πανδημία φέρνει άσχετα άλλα εξόχως σημαντικά νομοσχέδια που περνάνε κάτω από τις εκατόμβες των νεκρών, οι πυρκαγιές το μπάσιμο της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» πάνω στα καμένα και ακόμα μία ευκαιρία στον Μητσοτάκη για τυμβωρυχία πάνω στη τραγωδία του Ματιού.

Με μια κοινωνία κλειστή λοιπόν και τις Σχολές έρημες, τους φοιτητές στον δρόμο να υβρίζονται ως ανεύθυνοι που τολμούν να διαδηλώσουν, πέρασε η «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», τον περασμένο χειμώνα. Με τα λόγια των εμπνευστών της, ο νόμος αυτός «δεν έβαλε την αστυνομία αλλά τη Δημοκρατία στα Πανεπιστήμια», όπως αναφώνησε τότε στη Βουλή ο Πρωθυπουργός και επίσης «οι νέοι δεν εγκλωβίζονται πλέον στα Πανεπιστήμια», όπως δήλωσε σήμερα η Υπουργός Παιδείας. Βαρούσε το ντέφι η κυβέρνηση γύρω από το ότι «δεν γίνεται να περνάνε μαθητές με 3 στο Πανεπιστήμιο», χόρευαν οι οπαδοί με τον μύθο των «αιώνιων φοιτητών που τους πληρώνουμε», υπερθεμάτιζαν οι αυλοκόλακες με τα «άντρα ανομίας». Και όταν άρχισαν οι εκτιμήσεις και οι στοιχειοθετημένες μελέτες για περίπου 20.000 εισακτέους, με μεσαία η ακόμα και υψηλή βαθμολογία, εκτός Πανεπιστημίων, η απάντηση ήταν βγαλμένη από τις κραυγές του Ντόναλντ Τραμπ: Ήταν όλα «fake news».

Ήρθε τελικά η πραγματικότητα και είναι αμείλικτη. Τουλάχιστον 13.780 εισακτέοι λιγότεροι φέτος σε σχέση με πέρσι, ακόμα και με τις εκτιμήσεις ενός Υπουργείου εθισμένου στο ψέμα, ακόμα και με περισσότερους εισακτέους στα δημόσια ΙΕΚ. Από τα τσουβαλιάσματα και τις γραφικότητες γύρω από τους «μαθητές του 3» έχουμε πλέον απτά παραδείγματα αντιεκπαιδευτικού σουρεαλισμού, όπως αυτό της Αρχιτεκτονικής Ξάνθης, όπου κυβέρνηση και αρχές κατόρθωσαν να έχουν 0 εισακτέους. Αριστούχοι μαθητές αποκλείστηκαν λόγω της μεγάλης Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής σε ειδικά μαθήματα όπως το γραμμικό Σχέδιο, που όμως λόγω ρυθμίσεων Κεραμέως δεν διδάσκεται σε όλα τα σχολεία της χώρας και απαιτούσε φροντιστήρια εν μέσω πανδημίας. Κενές θέσεις, 16.000 σύμφωνα με το Υπουργείο, σημαίνει σταδιακό κλείσιμο τμημάτων («μα καλά είναι δυνατόν να έχουμε Τμήμα με 30 φοιτητές;») σημαίνει ακόμα λιγότερες θέσεις στο μέλλον και ούτω καθεξής. Παράλληλα, περιοχές της περιφέρειας θα χάνουν όλο και περισσότερο τα οικονομικά έσοδα από την παραμονή εκατοντάδων ή και χιλιάδων φοιτητών. Κι ακόμα κι αν συζητήσουμε το επιχείρημα που λέει ότι «δεν γίνεται να έχουμε ένα Πανεπιστήμιο σε κάθε πόλη», το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανενός είδους σχέδιο σημαίνει οικονομικό μαρασμό.

Η ΕΒΕ είναι ένας σχετικά πολύπλοκος τρόπος υπολογισμού, αλλά στην πράξη το θέμα της εκπαίδευσης για την κυβέρνηση Μητσοτάκη βασιζόταν στη θεμελιώδη αρχή των οικονομικών: Προσφορά και ζήτηση. Μειώνεις την προσφορά στον έναν παίκτη της «αγοράς» (τα ΑΕΙ), αυξάνεις τη ζήτηση γύρω από τον ανταγωνιστή του, τα αμφιβόλου ποιότητας ιδιωτικά κολέγια. Μειώνεις την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στον έναν «παίκτη», μέσω της διαρκούς υποχρηματοδότησης και ταϊζοντας ασφάλεια τους ψυφοφόρους σου, που πληρώνεται με δεκάδες επιπλέον εκατομμύρια ευρώ. Αυξάνεις την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του ανταγωνιστή σου, με την εξομοίωση των πτυχίων μέσω τροπολογιών που περνούν νύκτα από το Κοινοβούλιο. Ακολουθείς δηλαδή όλο το εγχειρίδιο ιδιωτικοποίσης κοινωνικών αγαθών, με μόνη εξαίρεση το γεγονός ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Αλλά με τη συνεχή ομοβροντιά εναντίον της δημόσιας Παιδείας, αυτή η συνταγματική επιταγή θα καταστεί στην ουσία κενό γράμμα.

Το χειρότερο είναι πώς δεν είμαστε ακόμα ούτε καν στη μέση μίας τρομακτικής επίθεσης σε θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής κοινωνίας, που θα την οδηγήσει σε έναν ριζικό μετασχηματισμό προς το χειρότερο. Η πρόσβαση των νέων σε ΑΕΙ  είναι ένας βασικός μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Χωρίς φυσικά ποτέ να ισχύει ότι η ισότητα των ευκαιριών είναι απόλυτη, μέσα από έναν μηχανισμό πολλής παπαγαλίας και λίγης Παιδείας, με διαδικασίες χρόνιου άγχους και στρες για εφήβους, με αναπαραγωγή εθνικιστικών στερεοτύπων και σκανδαλώδη επιρροή της Εκκλησίας, το κύριο θετικό του συστήματος είναι η δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης που προσφέρεται σε ένα ευρύ φασμα υποψηφίων. Δεν προκειται για ένα «άπιαστο όνειρο» ή έναν καπιταλιστικό μύθο, όπως ο «δισεκατομμυριούχος που ξεκινησε από το γκαράζ του σπιτιού του». Είναι μία πραγματικότητα, βασικό στοιχείο της Μεταπολίτευσης, που επέτρεψε σε δύο γενιές να πιστεύουν βάσιμα ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από αυτούς. Δεν είμαστε όμως πια εκεί. Δεν είμαστε καν πλέον στη Μεταπολίτευση. Εξάλλου και σε έναν άλλον πυλώνα της κοινωνίας εδώ και δεκαετίες, αυτόν της ιδιοκατοίκησης, παρακολουθούμε την ίδια, σταδιακή, ισοπέδωση.

Φέτος λοιπόν, τα 2/5 των υποψηφίων στις πανελλαδικές δεν πέρασαν σε κάποιο ΑΕΙ. Λογικά, λόγω και των δυσκολιών της πανδημίας, κάποιοι θα πάνε σε ιδιωτικά κολέγια, αλλά αρκετοί από αυτούς θα ξαναπροσπαθήσουν. Του χρόνου ο ανταγωνισμός θα είναι μεγαλύτερος και ίσως οι θέσεις λιγότερες. Η χρηματοδότηση περιορισμένη, οι ανάγκες για την «Ασφάλεια» αμείλικτες και «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» για υποδομές και προσωπικό. Το αποτέλεσμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα είναι το ίδιο. Σταδιακά, οι πιθανότητες που λένε σήμερα ότι «το πιθανότερο είναι να περάσεις», αύριο θα πουν το αντίθετο. Ο Μητσοτάκης άλλωστε έχει δηλώσει ότι «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο πανεπιστήμιο»Οι κόφτες στο κομμάτι της εκπαίδευσης θα είναι πιο κοφτεροί. Για να μπορεί ένα παιδί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο σπουδών, το πιο πιθανό θα είναι ότι θα πρέπει να κάνει απαραίτητα χρήση του ιδιωτικού κομματιού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια, ιδιαίτερα ακόμα και στη μία ξένη γλώσσα κλπ), μετά θα έχει 40% ή και 50% ή και 60% πιθανότητα να χρειαστεί να πληρώσει δίδακτρα σε κάποιο κολέγιο και μετά 90 ή και 100% να πληρώσει δίδακτρα για το μεταπτυχιακό του. Η Παιδεία επί πληρωμή δεν θα είναι επιλογή, αλλά ουσιαστικά προαπαιτούμενο για ένα καλύτερο μέλλον. Με δεδομένο ότι οι δυνατότητες της αυριανής ελληνικής οικογένειας θα είναι πιο περιορισμένες από της προ κρίσης προηγούμενης, πόσα μη προνομιούχα παιδιά θα μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτό το πεδίο;

Δεν είναι μόνο ότι «με 8.000 μόρια δεν περνάς, με 8.000 ευρώ παίρνεις πτυχίο», όπως γράφεται σήμερα. Είναι και η μείωση του ανταγωνισμού απέναντι σε αυτόν που θα έχει τις 8.000 ευρώ να διαθέσει. Μείωση στην κοινωνική κινητικότητα δεν σημαίνει μόνο αποκλεισμούς. Σημαίνει και θωράκιση των προνομιούχων. Η «αριστεία», όπως συμβαίνει και σήμερα με την παρούσα κυβέρνηση, δεν θα έχει καμία σχέση με τις δεξιότητες, το ταλέντο, την προσπάθεια. Θα απονέμεται με κληρονομικό Δίκαιο, εκ γενετής, για τους τυχερούς νέους θαμώνες της ανώτερης κάστας. Οι «μη άριστοι» θα αποτελούν, θέλοντας και μη, ένα εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους, σε μία οικονομία χαμηλού κόστους, που σε μεγάλο βαθμό και εκτός εξαιρέσεων, θα «τρώει τα παιδιά της».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υπερασπιστεί μέχρι και δημόσια την κοινωνική ανισότητα. Το «ιδιωτικό» του ταξίδι στις ΗΠΑ για τις σπουδές της κόρης του συνέπεσε κατά συμπτωση με τον άδικο αποκλεισμό χιλιάδων παιδιών από μια θέση στο Πανεπιστήμιο, για την οποία μόχθησαν. Τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις τις σχεδίασε και τις υλοποίησε ο ίδιος. Το ένα ζευγάρι φτερά που ανοίγουν, τα χιλιάδες άλλα που έκοψε κι όσα θα κοπούν στο μέλλον. Στη μεσαιωνική αριστοκρατία που οραματίζεται και στην οποία βυθίζει τη χώρα.




Πηγή