Σήμερα και αύριο θα διεξαχθεί η συζήτηση επί του νομοσχεδίου για την ιδιωτική επικουρική σύνταξη με τον τίτλο «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά: εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης».

Η ψήφιση του νομοσχεδίου αναμένεται να γίνει την Πέμπτη με ονομαστική ψηφοφορία, ενώ οι Πολιτικοί αρχηγοί εκείνη την ημέρα θα τοποθετηθούν.

Υπερ του νομοσχεδίου στην αρμόδια επιτροπή τάχθηκε η Νέα Δημοκρατία, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψήφισαν το νομοσχέδιο.

Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ στην έναρξη της συζήτησης κατέθεσε αίτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο και απορρίφθηκε. «Με το νομοσχέδιο έρχεστε να θίξετε τον πυρήνα της κοινωνικής ασφάλισης που ορίζει ότι δεν μπορεί το κομμάτι που είναι υποχρεωτικό, να μπαίνει κάτω από ρίσκο και αβεβαιότητα! Γνωρίζετε το πρόβλημα και το ξεπερνάτε με την ίδρυση του Ταμείου επικουρικής ασφάλισης γιατί ξέρετε ότι υπάρχει αντισυνταγματικότητα», είπε αρχικά η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου η οποία κατέθεσε και το σχετικό αίτημα εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Απαντώντας ο Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στο γράμμα του Συντάγματος. Ειδικότερα είπε: «Το σύστημα παραμένει δημόσιο, έχει κατατεθεί αναλογιστική μελέτη που λαμβάνει υπόψη τους δημογραφικούς δείκτες, ενώ υπάρχει και μέριμνα για την επάρκεια παροχών και τη βιωσιμότητα του συστήματος». Παράλληλα, επικαλούμενος γνωμοδότηση του ΣτΕ έκανε λόγο για «τυφλή κριτική» εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και προσέθεσε: «Άλλο να είσαι αντίθετος στο νομοσχέδιο και άλλο να μη βλέπεις τι λέει το ΣτΕ και η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής».

Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, έχει ως στόχο να εφαρμοστεί από 1.1.2022.

Στις αρχές Αυγούστου η Φ. Κουσκουνά, πρόεδρος της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, απαντώντας σε ερωτήματα της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Μαρ. Ξενογιαννακοπούλου, επιβεβαίωσε ότι το κόστος μετάβασης μπορεί να φτάσει σε βάθος χρόνου και τα 78 δισ. ευρώ.

«Για τον υπολογισμό της παρούσας αξίας του χρηματοδοτικού κενού, δηλαδή της επιπρόσθετης χρηματοδότησης, έγινε χρήση 4 ονομαστικών επιτοκίων προεξόφλησης από 2,5% έως 4%, προκειμένου να αναδειχθεί η ευαισθησία των αποτελεσμάτων ως προς το προεξοφλητικό επιτόκιο. Η παρούσα αξία στο τέλος του ‘20 της επιπρόσθετης χρηματοδότησης για το παλιό σύστημα κυμαίνεται από 48 έως 78 περίπου δισ. ευρώ, ανάλογα με τα προαναφερόμενα επιτόκια. Παραδείγματος χάριν, με επιτόκιο προεξόφλησης 3,5%, αυτό είναι 56 δισ. ευρώ», είχε δηλώσει τότε.

Ο Υφυπουργός Εργασίας, Πάνος Τσακλόγλου, μιλώντας κατά την τελευταία συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου ο τόνισε ότι για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 με υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση και, προαιρετικά, για όσους ασφαλισμένους είναι κάτω των 35 ετών με ή χωρίς υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης κατευθύνονται σε ατομικούς λογαριασμούς, επενδύονται με βάση προτιμήσεις τους από το Ταμείο που πρόκειται να ιδρυθεί (Ταμείο Επικουρικής Kεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης – TEKA), και η σύνταξή τους προσδιορίζεται από το σύνολο των εισφορών τους και τις αποδόσεις των επενδύσεών τους.

Αναφορικά με το κόστος, ο υφυπουργός έχει δηλώσει ότι «το κόστος μετάβασης προκύπτει ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να γίνουν περικοπές στις συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος. Ανάλογα με το επιτόκιο προεξόφλησης η Εθνική Αναλογιστική Αρχή το εκτίμησε από λίγο κάτω από 50 έως λίγο πάνω από 70 δις ευρώ σε βάθος πεντηκονταετίας.

Στο κεντρικό σενάριο σε προεξοφλημένες τιμές το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. Επαναλαμβάνω, σε βάθος 50 ετών. Μόνο πέρυσι για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος – μέσα σε μία και μόνη χρονιά – ο κρατικός προϋπολογισμός συνεισέφερε σχεδόν 16 δις για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος.

Επιπρόσθετα, και πολύ σημαντικότερα, αυτό είναι το ακαθάριστο κόστος. Γιατί “ακαθάριστο”; Διότι, όπως ανέφερα προηγουμένως, σημαντικό μέρος των πόρων του νέου ταμείου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τη μακροοικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ, στο κεντρικό σενάριο τα επιπρόσθετα οφέλη σε βάθος πεντηκονταετίας είναι περίπου 50 δισ. Πέραν της πεντηκονταετίας – που είναι το χρονικό πλαίσιο των οικονομικών μελετών που κατατέθηκαν στη Βουλή – τα οφέλη υπερακοντίζουν το κόστος με πολύ μεγάλη διαφορά.

Επομένως, το καθαρό κόστος μετάβασης είναι ένα απολύτως διαχειρίσιμο μέγεθος, πέραν των λοιπών ωφελειών για τους εργαζόμενους και την ελληνική οικονομία».




Πηγή