να 'τανε το 21 να 'ρθει μια στιγμή
και με τον Κολοκοτρώνη να 'πινα κρασί
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια Τουρκοπούλα (ομορφούλα) αγκαλιά
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά
και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί
να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω εγώ στο χέρι;
Οπού ‘σύ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”.
Ο χορός του Ζαλόγγου
Έχε γεια καημένε κόσμε έχε γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα έχε γειά παντοτινή
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά
Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά
Να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς
Τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.
Μόν’ τ’ άρματα,
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη,
Ντουφέκι μου,
ντουφέκι μου περήφανο
σπαθί μ ξεγυμνωμένο
μια χαρά ήσουν το καμένο.
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου