Ο Σαράντος Αγαπηνός, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Τέλλου Άγρα, γεννήθηκε το 1880 στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, όπου υπηρετούσε ως εφέτης ο πατέρας του. Ο Σαράντος έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ναύπλιο . Όμως, όταν ήταν 10 ετών, ο πατέρας του πέθανε και η οικογένειά του μετακόμισε σε συγγενείς στην Αθήνα . Σε ηλικία 15 ετών τελείωσε το Γυμνάσιο και μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και έξι χρόνια αργότερα, το 1901, μετά την αποφοίτηση του, τοποθετήθηκε στη φρουρά Αθηνών. Όμως, ο νεαρός πνιγόταν στην Αθήνα και ζήτησε μετάθεση στο μέτωπο του Μακεδονικού Αγώνα. Εξαιτίας της απειρίας του, το αίτημα απορρίφθηκε. Ο Αγαπηνός παράκουσε τις εντολές κι ενώ το 1902 είχε μετατεθεί στον Τύρναβο, πήγε εθελοντικά στη Μακεδονία, με έδρα και ορμητήριο τη Λίμνη των Γιαννιτσών.
Η δράση του Άγρα στον Μακεδονικό Αγώνα
Οι Μακεδονομάχοι έφθαναν μυστικά στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και μάχονταν με ψευδώνυμα, αφού επισήμως η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε πολεμικές αναμετρήσεις. Ο Τέλλος Άγρας, όπως ήταν πλέον το ψευδώνυμό του, ανέλαβε να διώξει τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες από τη Λίμνη των Γιαννιτσών, ώστε να σταματήσουν να τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό. Σήμερα η λίμνη έχει αποξηρανθεί, αλλά εκείνη την εποχή λόγω της βλάστησης, των κουνουπιών και των φυσικών καταφυγίων, ήταν ιδανικός τόπος για ανταρτοπόλεμο. Οι Βούλγαροι είχαν βρει στη λίμνη καταφύγιο από τα τουρκικά αποσπάσματα. Με τον καιρό επιβλήθηκαν στα γύρω χωριά, πραγματοποιούσαν συχνά επιδρομές και ασκούσαν βία σε βάρος των ελλήνων χωρικών. Ο Άγρας με περίπου 20 άνδρες ανέλαβε δράση. Το 1906 έκανε έφοδο σε κεντρική βουλγαρική «καλύβα», δηλαδή βάση των ανταρτών. Οι δυνάμεις του, όμως, υστερούσαν. Ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στον δεξί ώμο και στο δεξί χέρι, ενώ σκοτώθηκαν 4 σύντροφοι του. Υποχρεωτικά μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη για να περιποιηθούν καλύτερα τις πληγές του και να αναρρώσει. Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα γύρισε με δική του πρωτοβουλία στον Βάλτο, παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών. Η υγεία του όμως χειροτέρευε. Προσβλήθηκε κι από ελονοσία και τελικά το 1907 μετατέθηκε στη Νάουσα.
Το σχέδιο του Άγρα
Από τη Νάουσα ο Άγρας συνέχισε να οργανώνει τον αγώνα. Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες, οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες είχαν αποκαρδιωθεί και κάποιοι σκέφτονταν να πάνε με το μέρος τον Ελλήνων. Ένας από αυτούς ήταν κι ο Βοεβόδας του Βουλγαρικού Κομιτάτου, ο Βάννης Ζλατάν. Ο Ζλατάν ήταν ο κύριος αντίπαλος του Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Είχε πάει σε ελληνικό σχολείο και καταγόταν από ένα χωριό κοντά στη Νάουσα. Ο Καπετάν Άγρας θέλησε να συναντηθεί με τον Ζλατάν και να πάνε μαζί στην Αθήνα, έτσι ώστε ο Βοεβόδας να προσχωρήσει στην ελληνική πλευρά. Αυτό που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι ότι ο Τέλλος Άγρας είχε ενημερώσει το προξενείο της Θεσσαλονίκης από τις 24 Μαΐου του 1907. Ωστόσο, το προξενείο μετά την αποτυχία του σχεδίου διέψευσε κάθε πληροφορία και ανέφερε ότι ο Άγρας έδρασε μόνος του, χωρίς να ενημερώσει κανέναν.
Η προδοσία κι το τραγικό τέλος Στις 3 Ιουνίου 1907, ο Τέλλος Άγρας με τον συναγωνιστή του Τώνη Μίγγα, συναντήθηκαν για τελευταία φορά με τον Ζλατάν και τον Κασάπτσε, επίσης Βοεβόδα. Παρά τις συμφωνίες και τις προηγούμενες συναντήσεις τους, οι βοεβόδες συνέλαβαν τους δύο Έλληνες. Αντίθετα με όσα πίστευε ο Τέλλος Άγρας δεν έδειξαν μπέσα και τους έστησαν παγίδα. Δεν έμειναν όμως εκεί. Για 4 μέρες τους διαπόμπευαν στις πλατείες των βουλγαρικών χωριών. Τους έσερναν δεμένους, ξυπόλητους και τους κακοποιούσαν. Στις 7 Ιουνίου του 1907, αργά το βράδυ οι δύο αντάρτες βρέθηκαν κρεμασμένοι σε μια καρυδιά. Ο θάνατος των δύο αγωνιστών έγινε γνωστός, ύστερα από μία εβδομάδα και ξεσήκωσε τους Έλληνες. Η θυσία τους δημιούργησε μια δίψα για εκδίκηση και δυνάμωσε τον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι δύο Βούλγαροι που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του μετά από λίγο καιρό σκοτώθηκαν από Έλληνες αντάρτες.
Τα χωριά Τέχοβο και Βλάβοδο, το μέρος δηλαδή που άφησαν την τελευταία τους πνοή ο Άγρας και ο Μίγγος, μετονομάστηκαν σε Καρυδιά και Άγρας αντίστοιχα.
Η δημοτική παράδοση, επίσης, δεν ξεχνά την αγωνιστικότητα του εθνομάρτυρα. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε γι αυτόν:
Τα περιστέρια ένα πρωί δεν είχανε χαρά ήταν στην στέγη ενός σπιτιού και κλαίγανε
και στο διαβάτη λέγανε: Αλίμονο που χάσαμε δύο ανήσυχα φτερά! Να μην τα πήρε ο άνεμος; Μην ξαποσταίνουν κάπου; Μην έπεσαν στη γης;
Τ’ αδέρφι μας δεν φαίνεται και τώρα πως θα πάμε; Άσπρο καράβι, όλα μαζί, στον αέρα της αυγής; Κι ένας μικρός κορυδαλλός τραγούδησε απ’ το ύψος. Να μην το περιμένετε, τι δεν θα ξαναρθή . Πολύν καιρό εχάρηκεν αξένοιαστο μαζί σας, μα ήρθεν η ώρα της οργής, η ώρα να υψωθή. Περιστεράκι μια βραδυά κοιμήθηκ’ αυτού κάτου, και την αυγή εξύπνησε αητός. Έχετε γειά ! Πήγε ψηλά κι ευφραίνει τα ματωμένα του φτερά στη βρύση του φωτός.
Ο Τέλλος Άγρας, αριστερά και ο Τώνης Μίγγος, δεξιά νεκροί. Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου