Γράφει ο Μιχάλης Γελασάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του κι ενώ έχει χάσει ήδη την όρασή του από το ένα μάτι, θα μιλήσει για τους επικριτές του και την Ιερά Σύνοδο*.
Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλεξανδρινό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Μανόλη Γιαλουράκη και έγινε στο σπίτι του Καζαντζάκη στην πόλη Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας. Δημοσιεύτηκε στις 24/11/54 με τίτλο: «Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξις του κρυφαίου Ελλήνος πεζογράφου- Ο Καζαντζάκης απαντά εις τους κατήγορους του- τι λέγει δια τη ιεραν Σύνοδον». Διατηρήθηκε η ορθογραφία.
Ο κορυφαίος Έλλην πεζογράφος Ν. Καζαντζάκης, που τα έργα του έχουν δημιουργήσει τελευταίως τόσον θόρυβο, έδωσε την παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξιν προς τον γνωστότατον Αλεξανδρινόν λογοτέχνην και δημοσιογράφον κ. Μαν. Γιαλουράκην, που την παρεχώρησε εις τα «Νέα». Εκείνο το μεσημέρι, η ζέστη ήτανε ανυπόφορη, νάρκη εμούδιαζε την Αντίμπ. Η παλιά Αντίμπ είναι πιο κάτω απ’ τη νέα, σ’ αυτή δε θα δεις να περιφέρωνται γυναίκες και άνδρες μισόγυμνοι, που ξεροψήνει το κορμί τους ο ήλιος.
Είν’ η Αντίπολις, η αυστηρή, τα σπίτια είναι σπίτια χωριάτικα, η αγορά Μασσενά και τα σοκάκια τα στενά, με τις γυναίκες που ξαποστάζουνε στα κατώφλια.
Στον αριθμό εννιά του στενόμακρου δρόμου που έχει όλα του χωριού και τίποτα της κοσμικής λουτρόπολης, στην οδό Ντύ μπά Καστελέ, είν’ ένα σπίτι μ’ ένα χαλκά σιδερένιο μεγάλο στην πόρτα.
Εκεί κατοικεί ο Νίκος Καζαντζάκης. Όταν άνοιξε η πόρτα, η γυναίκα μας δέχτηκε πρόθυμα, ο άντρας είχε γυρισμένες τις πλάτες του προς την έξοδο, καθότανε σ’ ένα τραπέζι κι έτρωγε. Ναι, είπε ο Καζαντζάκης σαν άκουσε τ’ όνομα. Πέρασε, πέρασε… Διάβασα κείνα πούγραψες για την «Εστία». Τόχω τ’ απόκομμα φυλάξει… Πούθε είσαι;
Κρητικός, είπα και σώπασε. Μάντευα την εντύπωση της λέξης…
Κρητικός, λέει ο Καζαντζάκης, Κρητικός. Ξέρεις τι ευθύνη μεγάλη είναι τούτη; Ξέρεις τι περηφάνεια γιομίζει τα στήθια μας. Θείο δώρο κείνος ο τόπος. Είναι θείο δώρο νάσαι Κρητικός. Το ξέρεις;
Έπειτα κοντοστέκεται κι αναπωλεί:
Η Αλεξάνδρεια τι γίνεται; Ρωτάει. Την Αίγυπτο την αγάπησα. Αγάπησα πολύ τον τόπο. Δεν τον περιέργραψα στα «Ταξιδεύοντας» όσο πρέπει. Θά θελα να ξανάρθω και να γράψω πάλι. Μόνο διαλέξεις δε θα κάμω. Είναι φοβερό. Όλοι σήμερα κάνουν διαλέξεις.
Κι έπειτα προσθέτει:
Για τον Καβάφη μιλάνε πάντα κοντά σας; Τον θυμάμαι καλά. Ένας θνητός που κατώρθωσε να γίνει αθάνατος. Κι ο Νικολαΐδης ο Νίκος;
Στο Κάιρο, στο νοσοκομείο. Ο Καζαντζάκης μελαγχωλεί.
Άρρωστος; Είναι καλός και τον παραγνωρίζει η Αθήνα, λέει. Κι οι άλλοι; Οι νέοι; Η παράδοση δεν έσβυσε. Παίρνω τα βιβλία τους. Δεν έχω καιρό πολύ να τα διαβάσω. Έχω να γράψω. Και βιάζομαι. Πρέπει να τα προφτάσω όλα. Όμως όταν μπόρεσω κάτι διαβάζω. Ξέρω αιφνής πως εσύ γράφεις ταξιδιωτικά. Ακόμα θυμάμαι πως εντύπωση μου κάμανε τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα. Είναι καλός αυτός. Καλός.
Αναφέρεται τότε σε πρόσωπα της Αλεξανδρινής λογοτεχνίας και προσθέτει:
Ο Παναΐτ Ιστράτι στο τέλος της ζωής του χάλασε. Όταν γεράσει κανείς πρέπει να προσέχει γιατί το σώμα είναι προδότης.
Τον κοιτάζω καθώς μιλάει. Ένας Κρητικός υψηλός, με μάτια που φλέγονται. Ο Χρόνος πέρασε κι άφησε στο κορμί τα σημάδια του. Δεν του τσάκισε όμως τη δύναμη της ψυχής. Καθώς σε κυττάζει ξέρεις πως σ’ ερευνά, ξέρεις πως θέλει να μαντέψει πολλά, πως τα μαντεύει κιόλας.
Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ρωτά, οι νέοι διαβάζουνε; Τους ενδιαφέρει η Τέχνη; Η Τέχνη η αμόλυντη, όχι η άλλη. Με καταλαβαίνεται; Δεν είμαι κριτικός για να κάνω αξιολογήσεις. Νομίζω όμως πως κι οι περισσότεροι κριτικοί κρίνουνε κατά τις προτιμήσεις τους, χωρίς να τ’ ομολογούν. Ας είναι: Εμένα τουλάχιστον δε μ’ αρέσουνε τα βιβλία με ιστορίες ομοσεξουαλισμού, τριγώνων – σύζυγοι κι εραστής – και τα παρόμοια. Μ’ άρεσε όμως το βιβλίο του Καββαδία. Είναι πολύ δυνατό. Κι ο συγγραφέας του αγνός κι ας κάνει εντύπωση άλλη. Μα δεν πάμε πάνω. Είναι καλύτερα…
Ανεβαίνουμε στο πάνω δωμάτιο, στο γραφείο του συγγραφέα. Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με βιβλία σε ράφια, κάπου ξεχωρίζει ένα πορτραίτο του Ντάντε. Απ’ τον εξώστη βλέπεις τη γαλάζια γοητεία της θάλασσας. Η Γαλλία του Νότου, θερμή γυναίκα, σε ναρκώνει με τη γοητεία της. Μια κληματαριά πρασινίζει στα κάγκελα, κατάφορτη τσαμπιά μ’ άγουρες ρόγες…
Σαν την Ελλάδα, λέει ο Καζαντζάκης. Το βλέμμα του χάνεται πέρα, εκεί που η Αντίμπ σμίγει τη θάλασσα. Σαν ήρθα δω μάρεσε ο τόπος. Είνε χωριό κι είνε και στη Νίκαια κοντά. Δεν είμαι απομονωμένος απ’ τον κόσμο και μπορώ κιόλας μ’ ησυχία να εργάζουμαι.
Σαν την Ελλάδα, είνε η Αντίμπ, λέω. Μα Ελλάδα ειρηνική.
Να σου πω κάτι; Ξέρεις τι θυμήθηκα; Ένα Αθηναίο δημοσιογράφο πούρθε ως εδώ κι έγραψε έπειτα, πως είμαι υπέρ του πολέμου!… Το να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του πολέμου;», είναι σα να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του σεισμού;». Δεν είπα ποτέ πως είμαι υπέρ του πολέμου. Μόνο που δεν με κατάλαβε, τι έλεγα.
Βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής εποχής. Ο κόσμος τούτος που ζούμε, βρίσκεται σε διάλυση. Αποσύνθεση ηθική, ψυχική, οικονομική. Βρωμάει ο κόσμος απ’ την αποσύνθεση.
Αυτή ‘ναι η εποχή μας. Μια άλλη εποχή, όπως γίνεται πάντοτε, μάχεται να γεννηθή γιατί η αποσύνθεση στάθηκε πάντα ο πρόλογος της σύνθεσης. Ο κόσμος αυτός, είναι στα σπάργανα. Γεννήθηκε, άλλ’ ακόμα ψελλίζει. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αντισταθή στη καλά ωργανωμένη αδικία.
Είναι οι δύο πραγματικότητες. Το μεταξύ ενός πολιτισμού που χάνεται κι ενός που δημιουργείται διάστημα, τ’ ωνόμασαν πάντοτε μεσαίωνα. Αυτόν ζούμε. Δεν τον βλέπουμε. Οι ιστορικοί θα τον δούνε. Κι είναι γεγονός πως πάντοτε ένας μεσαίωνας έχει πολέμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου