Εποχή Τουρκοκρατίας. Μια αντροπαρέα γλεντοκοπά στο κρασοπουλιό. Η κουβέντα έρχεται στις όμορφες γυναίκες. «Όμορφη γυναίκα έχεις» λέει ο Μεχμέτ αγάς στον ομοτράπεζο Μενούση. «Πού την είδες;» «Στο πηγάδι να βγάζει νερό, και μου μίλησε». Δύσπιστος ο άλλος ρωτάει: «Κι αν την είδες, πες τι φόραγε;» «Κόκκινο φουστάνι είχε, παρδαλή ποδιά», έρχεται η απάντηση, πειστήριο μιας απιστίας. Πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, ο Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι».

Αυτή την ιστορία ζήλιας, δωρική, δυνατή και τραγική, αφηγείται το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία. Τραγούδι τόσο δημοφιλές, που καταγράφονται διαφορετικές παραλλαγές του ακόμη και από το ίδιο χωριό, ο «Μενούσης» πέρασε στη σχολική μουσική εκπαίδευση, είναι ζωντανός στη λαϊκή παράδοση και επιβιώνει ακόμη.


Την ιστορία και την παράδοση του «Μενούση» στον χώρο και στον χρόνο αναζητεί η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2011, σελ. 185, τιμή 16 ευρώ). 

Πού οφείλεται η δημοτικότητα και η διαχρονικότητα του τραγουδιού, η εξάπλωσή του σε όλη την Ελλάδα και οι πάμπολλες χρήσεις του σε διαφορετικές εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου; Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του ’60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).

Το μελέτημα εξετάζει 100 διαφορετικές παραλλαγές του τραγουδιού που διασπείρονται στον χώρο και στον χρόνο. Συγκρίνοντας τις παραλλαγές αυτές, η συγγραφέας εστιάζει στα δομικά στοιχεία του τραγουδιού (τους γλεντοκόπους που διασκεδάζουν, τη μοιραία συνάντηση και τα πειστήρια της προδοσίας, τον φόνο και τη μετάνοια) και επιχειρεί να ερμηνεύσει τη δημοτικότητα του τραγουδιού.

Οπωσδήποτε όσοι έχουν ειδικότερο ενδιαφέρον για τη δημοτική ποίηση θα βρουν χρήσιμο το κεφάλαιο για τα τεχνικά χαρακτηριστικά του τραγουδιού αλλά και τους συγκριτικούς πίνακες των παραλλαγών, τις αναπαραγωγές χειρογράφων, τις παρτιτούρες και το γλωσσάρι που συνοδεύουν τον τόμο. Το μελέτημα διαβάζεται όμως με πολύ ενδιαφέρον και από τους μη ειδικούς, για την ερμηνεία που προτείνει: Σαν προφορικό βραχύ χρονικό, το τραγούδι ενδέχεται να διασώζει ένα πραγματικό γεγονός που αποτυπώνει μέσα σε λίγους στίχους και με τρόπο άμεσο και παραστατικό τα ήθη μιας κοινωνίας πολύ διαφορετικής από τη δική μας και τη μετάβαση από τη συντηρητική κοινωνία του παρελθόντος στην κοινωνία της νεωτερικότητας. Η παραδοσιακή κοινωνία είναι σκληρή και η θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. «Η γυναίκα του Μενούση», παρατηρεί η συγγραφέας, «τιμωρείται όχι για την απιστία της, πραγματική ή φανταστική, αλλά για τον αέρα του νέου ήθους που φαίνεται να φέρνει με τη συμπεριφορά της».

Μολονότι οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αιώνα – μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού. 

Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια: ο άδικος φόνος μιας γυναίκας που έπεσε θύμα συκοφαντίας και επιπολαιότητας. Σε αυτή τη δραματική ιστορία οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, υποστηρίζει η συγγραφέας, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι’ αυτό και «Ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων».

                                      Πηγή